Ο Ν. Βλάχος, από το Μαυρομμάτι Καρδίτσας, υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως δεκανέας του 2ου Λόχου, του 2ου Τάγματος, του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, και συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στη μάχη του Υψώματος 731. Πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1945, σε ηλικία 28 ετών, εξαιτίας των κρυοπαγημάτων
[Αποστολέας: Νικόλαος Νικ. Βλάχος].
Διήγηση του Δημήτριου Βλάχου, πατέρα του Ν. Βλάχου
[…] Είχε πολεμήσει στο Ύψωμα 731. Όπως και πολλοί συγχωριανοί μου, που ήσαν στο ίδιο τάγμα. Ρωτούσα και μάθαινα. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού έδωσε τα περισσότερα θύματα. Κάποτε είχα μακρά συζήτηση με τον παππού μου, όταν πήγα μαζί στον τάφο του πατέρα μου, για να ανάψουμε το καντήλι του. «Μίλησέ μου», του είπα, «για τον πατέρα μου». Ήθελα να μάθω περισσότερα. «Τι θες και τα σκαλίζεις τώρα αυτά;» μου είπε. Εγώ όμως επέμενα.
Τον ερωτώ! «Πόσους Ιταλούς σκότωσε;» Στην αρχή δεν απαντούσε. Μόνο δάκρυσε και έμεινε σιωπηλός. Ύστερα μού λέει: «Σκότωσε πολλούς!» «Πόσους;» ερωτώ και πάλι. «Δεν σου είπε; Αμέτρητους!» μου απάντησε. «Κάποια στιγμή σταμάτησε να μετράει… Κι αυτό ήταν που τον έφαγε». «Στον πόλεμο», του λέω, «εάν δεν σκοτώσεις, θα σκοτωθείς ο ίδιος». «Όχι, όχι», μου απαντά! «Σκότωσε πολλούς Ιταλούς και το πλήρωσε κάποτε με τη ζωή του. Δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα».
Και συνέχισε: «Στο μέτωπο υπέφερε πολύ. Πολλές φορές έμεινε νηστικός. Οι εφοδιασμοί δεν γίνονταν εύκολα. Έφτασε ακόμη να φάει και μουλάρι. Οι στρατιώτες εκεί έμειναν πολλές φορές άυπνοι, νηστικοί, κατάκοποι. Από την απλυσιά τους βρώμισαν και ψείριασαν. Δεινοπάθησαν μέσα στα χαρακώματα. Από τη βροχή και το χιόνι έπαθε κρυοπαγήματα. Συνεχώς η γη έτρεμε από τους βομβαρδισμούς. Δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν από τα αέρια των εκρήξεων. Υπήρχε μία μόνιμη κόλαση πυρός. Πολλές φορές, εκτός από χειροβομβίδες, χρησιμοποιούσαν και τις λόγχες τους.
»Ο πατέρας σου μια φορά έμεινε όλη την ημέρα στο χαράκωμά του, που είχε γεμίσει με νερό από καταρρακτώδη βροχή. Δεν τολμούσε να ξεμυτίσει, να βγει έξω. Οι σφαίρες γάζωναν παντού. Ήταν μέχρι τα γόνατά του μέσα στο νερό όλη την ημέρα. Το βράδυ, που σκοτείνιασε, μπόρεσε να βγει. Έφυγε απ’ το μέτωπο στις 15 Μαρτίου 1941, κρυοπαγής. Ήρθε στα Τρίκαλα, στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Μας ειδοποίησαν και πήγαμε με τη γιαγιά σου: Ήταν σε κακά χάλια. Αδύνατος, κοκαλιάρης, ψειριασμένος, βαριά άρρωστος από κρυοπαγήματα. Δε στέκονταν στα πόδια του. Πήραμε τα ρούχα του να τα πλύνουμε στο χωριό. Τα βάλαμε στο καζάνι με κοχλαστό νερό και οι ψείρες αναπηδούσαν έξω. Μια μέρα μάς είπαν οι γιατροί ότι θα του κόψουν και τα δύο πόδια. Μείναμε άφωνοι, εμβρόντητοι. Χάσαμε τον ύπνο μας. Πήγαμε να τρελαθούμε. Πριν την καθορισμένη μέρα, που ήταν να του κόψουν τα πόδια, ήλθε διαταγή από το Γ.Ε.Σ. να σταματήσουν να κόβουν άλλα πόδια. Έτσι γλίτωσε ο πατέρας σου».
«Τι άλλο θυμάσαι; Τι άλλο σου είχε πει;»
«Πολλά. Μια φορά μέσα στο χαράκωμα, που ήταν με άλλους στρατιώτες, ξύπνησε κάποια στιγμή το βράδυ και προσπάθησε να σκουντήσει κάποιον άλλο δίπλα του. Τον σκουντά μια-δύο φορές… Του λέγει ξύπνα. Κάνει να δει τι συμβαίνει, και βλέπει να είναι κοκαλωμένος απ’ το κρύο. Είχε “κοιμηθεί” έχοντας δίπλα του νεκρό στρατιώτη. Άλλες δύο φορές τη γλίτωσε από θαύμα. Τον σκέπασαν τα χώματα, που ανασηκώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Τη μια φορά, έμεινε με τα πόδια έξω και προεξείχαν μόνο τα άρβυλα. Τότε ένας άλλος φαντάρος, μετά τη λήξη των επιθέσεων, προσπαθούσε να του βγάλει τα άρβυλά του, να τα πάρει για τον εαυτό του. Ήταν ζωντανός, δεν έπαθε τίποτε, μόνο φώναζε: “Βγάλτε μου… Δεν σκοτώθηκα… Ζω… Δεν αντέχω άλλο…”»
Συνέντευξη με την Αφροδίτη Κων/νου Παλάντζα
Ο άντρας της, Παλάντζας Κων/νος του Σεραφείμ και της Ευσταθίας, που γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1919 και πέθανε στο Μαυρομμάτι στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, ήταν φίλος με τον πατέρα μου. Φύγανε μαζί για τον πόλεμο. Όταν γύρισε, αφηγήθηκε στη γυναίκα του τα πολεμικά γεγονότα.
«Σε μία επίθεση-καταδίωξη, και καθώς βάδιζαν μετά για ανίχνευση του εδάφους, ο πατέρας σου με τον άντρα μου, τον Κώστα, βρήκαν κάπου έναν Ιταλό στρατιώτη, τραυματισμένο, που κείτονταν στο χώμα και εκλιπαρούσε για βοήθεια. Ήταν ένα παλικάρι. Ψηλός, νέος και όμορφος Ιταλός. Καταλαβαίνανε μ’ αυτά, που τους έλεγε, ότι ζητούσε βοήθεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τον λυπήθηκαν. Είπαν να τον βοηθήσουν. Εάν τον άφηναν εκεί, σίγουρα θα τον έτρωγαν τα τσακάλια και οι λύκοι μέσα στη χαράδρα που ήταν. Τον φορτώθηκε στην πλάτη του ο Κώστας και με τη βοήθεια του πατέρα σου τον άφησαν μέσα σ’ ένα μισογκρεμισμένο εκκλησάκι, που ήταν πιο πέρα. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο. Τον περιποιήθηκαν. Του έδεσαν το τραύμα του και συνέχισαν την αποστολή τους. Σκέφτηκαν ότι κάποιοι άλλοι θα τον έβρισκαν και θα τον έπαιρναν ως αιχμάλωτο. Δεν έμαθαν ποτέ τι απέγινε.
»Μαζί τους ήταν και ο συγχωριανός τους, στρατιώτης (παραλείπω το όνομά του), και μόλις είδε ότι φορούσε ο Ιταλός ένα δαχτυλίδι χρυσό, προσπάθησε να το βγάλει, ενώ ο Ιταλός τον κοίταζε αμήχανος και αδύνατος να αντιδράσει. Τότε του λένε και οι δύο, ο πατέρας σου και ο Κώστας: “Σταμάτα! Τι κάνεις εκεί; Δεν σου ανήκουν αυτά. Άστα εκεί όπου τα βρήκες. Είμαστε σε πόλεμο. Δε μας ανήκει τίποτε”».
[Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νικόλαου Νικ. Βλάχου,
Οδυνηρές μνήμες πολέμου 1940-1950. Ύψωμα 731, Μαυρομμάτι 2015]