Ο Π. Δρόλαπας, από την Αγία Ευθυμία Φωκίδας, υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
[Αποστολέας: Παναγιώτης Κατσανάκης].
Περιστατικά λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου
Στρατιώτης
Στις 28 Αυγούστου έπρεπε να παρουσιαστούν εντός 24 ωρών οι κλάσεις 1934-1936-1938.
Τρέλα μού ήρθε, όταν έμαθα τη διαταγή. Η γυναίκα μου, λεχώνα ακόμη, να χτίσουμε το σπίτι. Το σπίτι τέσσερα τοίχια ακόμη, που ούτε ζώα δε μέναν μέσα. Η Χρυσούλα μόλις τεσσάρων μηνών κι εγώ να πάω στρατιώτης και ίσως, όπως έγινε, σε πόλεμο. Ευτυχώς που είχα τον πατέρα μου και είχε συντροφιά η γυναίκα μου. Από χρήματα πολύ λίγα είχα, διότι μόλις τελείωσα το σπίτι, είχε βρει ο πατέρας μου ένα κτήμα ελιές στο Σερνικάκι και το αγόρασα. Ευτυχώς που το πήρα και με τις ελιές αυτές έζησα την Κατοχή.
Με κλάματα μας ξεκίνησαν οι γυναίκες μας και οι μανάδες. Είμαστε ίσαμε εικοσιπέντε παιδιά σχεδόν. Είχαμε φόβο διά πόλεμο διότι οι Ιταλοί είχαν μπει στην Αλβανία ενώ η Γερμανία έπαιρνε ένα ένα τα κράτη. Παρουσιάστηκα στη Λαμία. Μέσα στο στρατόπεδο θα ήταν πέντε χιλιάδες στρατεύσιμοι. Πού να πάρεις φαγητό και πού να σταθείς. Το βράδυ στήσαμε τα αντίσκηνα με άλλους τρεις και κοιμηθήκαμε. Τη νύχτα, όμως, εγώ κρύωσα με μια κουβέρτα και την άλλη μέρα δεν ήμουν καθόλου καλά, είχα πολύ πυρετό. Μου λέγει ένας χωριανός, Πάρε τσιγάρο, Παναγιώτη. Δε θέλω, δεν είμαι καλά. Να πας στο γιατρό. Πού είναι ο γιατρός; Να, εκεί πέρα. Πήγα, βάζω το θερμόμετρο, είχα 39 πυρετό. Με βάζει στο αναρρωτήριο, εγώ δεν ήθελα να μπω. Δεν μπορούσα όμως, είχαν ερεθιστεί οι αμυγδαλές μου. Την άλλη μέρα ετοιμάστηκε το 42ο Σύνταγμα και έφυγε. Έμεινα στο αναρρωτήριο έξι μέρες, είχα παρέα κι έναν άλλο στρατιώτη, Πουρναρόπουλο ονόματι, από πού ήταν, δε γνωρίζω. Δε φεύγουμε, ρε Πουρναρόπουλε; Μα έχουμε πυρετό ακόμη. Να μη βάλομε καλά το θερμόμετρο, του λέγω, και δε θα δείξει. Έτσι κι έγινε. Όταν ήρθε ο γιατρός, του λέμε, Να βγούμε γιατρέ; Όχι, να μείνετε μερικές μέρες.
Επιμείναμε και βγαίνουμε, θέλαμε να πάμε κοντά στο Σύνταγμα στους γνωστούς. Κάποιος έλεγε να μείνει πίσω κι εμείς θέλαμε να πάμε μπροστά.
Αφού βγήκαμε, πάμε στη Στρατολογία να ρωτήσουμε πού θα πάμε. Μας λέγει ένας Αξιωματικός, θα πάτε στον τέταρτο λόχο. Όχι, εμείς θέλομε να μας δώσεις χαρτί να πάμε στο Σύνταγμά μας. Το Σύνταγμά σας είναι πολύ μακριά, δε μπορείτε να πάτε. Έτσι μείναμε, και την άλλη μέρα μαζί με άλλους με στέλνουν φρουρά στης Παπαδιάς τη γέφυρα, τη σιδηροδρομική.
Περιστατικά κατά την κατάρρευση του μετώπου και την επιστροφή στο χωριό
Στην Καστοριά
Πριν ακόμη φέξει, σηκωθήκαμε χωρίς να δούμε αξιωματικό. Περιμένομε, τίποτα. Είδαμε να κατεβαίνουν φαντάροι απ’ τη γύρω περιοχή μόνοι τους χωρίς αξιωματικό από διάφορα τμήματα κι απ’ το δικό μας Σύνταγμα. Όλοι βάδιζαν προς την Καστοριά. Μόλις όμως βαδίσαμε λίγο χωρίς αξιωματικό, ένας φόβος μας κυρίεψε, δεν γνωρίζω αν όλους, αλλά εμένα με κυρίεψε ένας φόβος. Σαν ένα μικρό παιδί που χάνει τον πατέρα του μέσα στο δάσος νύχτα. Κατάλαβα πως και η παρέα μου το ίδιο αισθανόταν αλλά δεν το εξωτερικεύαμε. Είχα παρέα έναν Παπαγεωργίου απ’ τον Αϊ-Δημήτρη Λιβαδειάς, ένα Χαρίση απ’ το Βόλο κι ένα δεκανέα απ’ την Ελευσίνα.
Πριν φτάσομε στην Καστοριά, είδα ένα θλιβερό θέαμα, το πρώτο που μου κατάθλιψε την ψυχή και μου έδειξε τα παραπέρα βάσανα που έμελλε να περάσομε. Στο διάστημα του δρόμου οι φαντάροι εγκαταλείπουν τον αχώριστο σύντροφο των οχτώ μηνών, της δόξας και τιμής, το ντουφέκι τους, τον αχώριστο σύντροφο που μέρα νύχτα δεν έλειψε απ’ τα χέρια τους. Άλλοι το κρεμούσαν σε κάνα δένδρο, άλλοι σιγά σιγά με ευλάβεια το ακουμπούσαν κάτω, άλλοι με φιλιά και δάκρυα το βαστούσαν αγκαλιά πολλή ώρα, γιατί όταν φύγει το όπλο απ’ τα χέρια σου χάνεις πλέον το ντουφέκι που δόξασε όλες τις κορυφές των Αλβανικών βουνών, που όλα τα κράτη πέφταν σε πέντε ή δέκα μέρες και η μικρή Ελλάς έξι ολόκληρους μήνες άντεξε να αμύνεται σε δύο αυτοκρατορίες κι αν δεν επενέβαιναν και οι Γερμανοί, θα ρίχναμε στη θάλασσα τους Ιταλούς. Ναι, μ’ αυτό το μάνλιχερ.
Αυτό το όπλο που τα αντρειωμένα χέρια, τα νιάτα τα ελληνικά, το δόξασαν και οι σύμμαχοι οι Άγγλοι λέγαν πως οι Ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες και τώρα σαν ντροπιασμένοι τα εγκαταλείπαμε και τις οίδε σε τι χέρια θα βρισκόνταν.
Δε θέλησα να το αφήσω μόνος μου χωρίς να μου το πάρει άλλος διά της βίας. Όπως και την ελληνική στολή, δε θέλησα να τη δώσω στους Σαρακατσαναίους και να ντυθώ τα βλάχικα ρούχα σα ζητιάνος. Έτσι, σαν έφτασα κοντά στην Καστοριά, ένας Γερμανός σκοπός μού τ’ άρπαξε απ’ τα χέρια, το χτύπησε σε μια πέτρα, έσπασε το κοντάκι και το πέταξε. Αναστέναξα, έστριψα κι έφυγα.
Πιο κάτω συνάντησα ένα θλιβερό γεγονός. Από μακριά άκουσα άλογα να χλιμιντρίζουν, πότε πολλά μαζί και πότε ένα-ένα. Δεν άργησα και τι να ιδώ: σε μια λάκκα πολύ μεγάλη ήταν ένα στρατόπεδο πεδινού πυροβολικού που το είχαν εγκαταλείψει και το θέαμα αυτό σε συγκινούσε πολύ. Τα πυροβόλα είχαν αχρηστευθεί, σέλες αλόγων, υποσάγματα σκόρπια, τα άλογα δεμένα στους όρχους, νηστικά, χλιμίντριζαν τα καημένα για τους ιππείς τους που οχτώ μήνες είχαν γίνει φίλοι και συμπολεμιστές. Δόξασαν σέρνοντας πυροβόλα και τώρα νηστικά, έρημα. Κάτι μου θύμιζε αυτή η εικόνα. Όταν ήμουν στη Μεσογέφυρα, είχα πάρει δώδεκα ώρες άδεια να κατέβω στα Γιάννενα να βγάλω ένα δόντι. Είχε ρίξει πολύ χιόνι κι ένα πεδινό πυροβολικό βάδιζε προς το μέτωπο σε μια ανηφοριά κοντά στο χάνι της Μελισσόπετρας. Γλιστρούσαν τα άλογα, ήταν επτά άλογα ζεμένα. Ένας ιππέας καβάλα σ’ ένα απ’ αυτά για οδηγός, πώς βαστούσε με τέτοιο ψύχος. Τα καημένα, έβαζε πλάτη το ένα ή τα δύο, τα άλλα γλιστρούσαν. Αργήσαμε εκεί γιατί δε χωρούσε να περάσει το φορτηγό που πήγαινα, κατεβήκαμε, σπρώξαμε. Επανέρχομαι στο εγκατελειμμένο πεδινό πυροβολικό. Δυο βλάχοι είχαν πάρει από δυο άλογα. Σε κείνο που ήταν καβάλα είχαν φορτώσει 3-4 υποσάγματα, γιατί το υπόσαγμα του αλόγου είναι καλύτερο απ’ την κουβέρτα που σκεπάζεται ο στρατιώτης, δυο κοντά μάνλιχερ και φεύγαν προς τα πάνω. Σκεφτήκαμε να τους τα πάρομε αλλά επιτέλους, σκεφτήκαμε, ας τα πάρουν Έλληνες. Εκείνο που μετανιώσαμε πιο κάτω ήταν ότι έπρεπε να λύσομε τ’ άλογα απ’ τους όρχους να φύγουν.
Φτάσαμε μέσα στην Καστοριά. Εκεί, έτσι που βαδίζαμε στην άκρη σ’ ένα πεζοδρόμιο για να βγούμε στην άλλη άκρη της πόλεως, σταματάει ένα γερμανικό αυτοκίνητο μικρό σαν ταξί, ανοιχτό από πάνω, φρενάρει απότομα, αφού μας κοιτούσε από μερικά μέτρα μακριά, κατεβαίνει ένας ψηλός Γερμανός, παίρνει το χέρι του δεκανέα απ’ την Ελευσίνα, του μιλάει Ελληνικά, Τι κάνεις; Ο δεκανέας έμεινε άναυδος. Φεύγει, πάει στο αυτοκίνητο, παίρνει με τα δυο του χέρια μια χούφτα καραμέλες και τις δίνει στον δεκανέα. Άντε, με το καλό ν’ ανταμώσομε στην Αθήνα.
Μείναμε δυο-τρεις μέρες νηστικοί σε κάτι χάνια γεμάτα στρατό. Την πρώτη μέρα φαινόνταν κάτι αξιωματικοί, τις άλλες κανείς. Ψυλλιαστήκαμε μη μας πιάσουν πάλι οι Γερμανοί, πάμε με την παρέα στο σχολείο, βλέπομε ένα χάρτη. Νομός Καστοριάς.
Ρωτάμε ένα γέρο από πού θα πάμε προς την Κοζάνη, μας είπε, και την άλλη μέρα, δηλαδή τη Μεγάλη Δευτέρα, ξεκινήσαμε. Βαδίζαμε χωρίς να ξέρομε πού πάμε. Περάσαμε μερικά χωριά, ζητάγαμε λίγο ψωμί, μας έδωναν και σε ποιον να πρωτοδώσουν. Σ’ ένα μεγάλο χωριό, Δεσκάτη, μείναμε για το βράδυ. Εκεί στην πλατεία του χωριού μάς πλησίασε ένας καλός άνθρωπος και μας πήρε στο σπίτι του.
Την άλλη μέρα πρωί, φύγαμε. Στον δρόμο συναντήσαμε στρατιώτες που ανέβαιναν. Μας λένε, να μην πάτε απ’ την Κοζάνη διότι οι Γερμανοί πιάνουν τους στρατιώτες και τους κλείνουν στα σύρματα. Τότε απομακρυνθήκαμε από δρόμο που θα περνούσε αυτοκίνητο και βουνό βουνό μέσα στα δάση περάσαμε απ’ έξω απ’ την Κοζάνη. Σε πολλά χωριά μας φιλοξένησαν, μας δώσαν ψωμί, τυρί και ύπνο. Μόνο ένας τσοπάνος θέλησε να μου πάρει διά της βίας το παγούρι. Εγώ, τάχα, είπα, θέλω να πάω στο σπίτι μου τη στολή μου, το παγούρι και την καραβάνα. Τσακωθήκαμε, επενέβηκαν και οι συνάδελφοί μου.
Πολύς στρατός χάθηκε στην οπισθοχώρηση από μας τους ίδιους τους Έλληνες. Αν είχες χρήματα ή καλό ζώο, είχες φόβο να σε σκοτώσουν να σου τα πάρουν.
Έτσι, μετά τρεις μέρες, σ’ ένα χωριό, δεν έχω κρατήσει το όνομά του, κοντά στο απόγευμα, φύγαμε βιαστικά να προλάβομε να φτάσομε, καθώς μας είπαν, σ’ ένα χωριό κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο βράδυ.
Πάσχα στον Άγιο Νικάνορα
Κατά τις δύο η ώρα φύγαμε από ένα χωριό που ήταν μέσα στο δάσος και αφού βαδίσαμε ώρες, χάσαμε το δρόμο και όταν βγήκαμε στο ξέφωτο είδαμε ότι μπροστά μας ήταν κατηφοριά μεγάλη. Τσακιστήκαμε να κατέβουμε την κατηφοριά. Ήταν μεγάλο Σάββατο. Όταν κατεβήκαμε, ήρθε κοντά μας ένας τσοπάνος με δύο άλογα, ένα καβάλα κι ένα φορτωμένο δοχεία με γάλα. Τα άλογα βαδίζαν πιο γρήγορα από μας, βιαστήκαμε κι εμείς να πάμε μαζί, του πιάσαμε τη συζήτηση μήπως μας δώσει λίγο γάλα αλλά μας απέφευγε. Δεν ξέραμε κι αν θα βρούμε να κοιμηθούμε το βράδυ. Τον παρακαλέσαμε να μας δώσει λίγο γάλα, μας έριξε από λίγο στις καραβάνες και φύγαμε. Η ώρα θα ήταν κοντά στα μεσάνυχτα κι εκεί που γυρίζαμε μήπως βρούμε κανένα σπίτι να κοιμηθούμε, σε μια Εκκλησία που είδαμε γινόταν ψαλμωδία. Γινόταν η Ανάσταση του Κυρίου. Το χωριό λεγόταν Αιανή. Κάποιος γέρος μας φώναξε, μας ρώτησε αν έχομε να μείνομε και μας πήρε μέσα σ’ ένα προαύλιο. Μας έβαλε το λίγο γάλα που είχε, μέσα στις καραβάνες και μας έστρωσε να κοιμηθούμε. Οι γυναίκες ήταν στην Εκκλησία και μας συμβούλεψε να βαδίσομε για το ποτάμι που ήταν η διάβα με το καρούλι αλλά να μη τολμήσομε και περάσομε από αλλού, θα πνιγούμε. Μας είπε πως πνίγηκαν δώδεκα στρατιώτες. Πιάστηκαν χέρι χέρι να περάσουν αλλά τους πήρε το ποτάμι.
Έτσι, το πρωί μόλις είχε χαράξει η αυγή, σηκωθήκαμε σιγά σιγά απ’ τη στρωματσάδα που μας είχε στρώσει κάτω στο πάτωμα και ξεκινήσαμε. Βαδίσαμε μέχρι που πρέπει να ’χει περάσει το μεσημέρι, φτάσαμε στο μοναστήρι, που είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο στην όχθη του ποταμού. Μπήκαμε στην πύλη του μοναστηριού και προχωρήσαμε στο βάθος. Ένας καλόγερος μας έδωσε ένα τέταρτο ψωμί σαν κουραμάνα και λίγα κρεμμύδια. Παιδιά, αυτά δίνει το μοναστήρι. Εκεί που βγήκαμε έξω, ένας άλλος καλόγερος καθόταν σ’ ένα ίσκιο. Παππούλη, σήμερα Πάσχα, κάνα αυγό, να πούμε και μεις Χριστός Ανέστη, λίγο κρέας. Δώσ’ τους από ένα αυγό. Μας έδωσε από ένα αυγό βαμμένο. Είχαν δίκιο οι καλόγεροι να δίνουν τόσα λίγα. Και πάλι ήταν χριστιανικό αυτό που κάναν, τόσος στρατός περνούσε. Έξω απ’ την πύλη ήταν μια βρύση. Καθίσαμε, φάγαμε ό,τι είχαμε και κατεβήκαμε στο ποτάμι. Εκεί ήταν ένας σωστός στρατός, όλοι όρθιοι, και μια οχλαγωγία. Όχι εγώ πρώτος, όχι εσύ δεύτερος, καθίσαμε κι οι τρεις στην άκρη σε κάτι πέτρες. Το ποτάμι ήταν ορμητικό πολύ, Απρίλης μήνας, τα νερά ήταν πολλά. Το καλάθι ήταν για δύο άτομα, απάνω ανέβαιναν τρία. Το συρματόσκοινο το ’χαν δέσει απ’ τη νότια πλευρά από ένα γερό χλωρό πεύκο, απ’ την άλλη που είμαστε εμείς ήταν δεμένο από ένα ξερό πεύκο και για πιο γερό, να μην πέσει, είχαν μαζέψει πέτρες γύρω ένα σωρό. Το σύρμα ήταν χοντρό αλλά η απόσταση μεγάλη, θα ήταν μέχρι 120-150 μέτρα. Έτσι, δημιουργούσε ένα βαθούλωμα, και το καρούλι, όταν το αμολούσες, έφευγε με μανία στο μέσον, σταματούσε και μετά έπρεπε να το τραβήξουν οι απέναντι με δύναμη. Πέρασε λίγη ώρα, είχαμε καπνίσει δυο-τρία τσιγάρα στριφτά και ξάφνου βάζουν τις φωνές, κάτι έγινε στο μέσον, γιατί για να πας στο μέσον έπρεπε να περιμένεις ώρες και να στριμωχτείς.
Τρέχω, ένας φαντάρος είχε πέσει απ’ το καρούλι και αίμα έτρεχε απ’ το κεφάλι του. Θύμωσα, άρχισα να φωνάζω, Αίσχος, ντροπή, κάναμε ένα μεγάλο πόλεμο και θα σκοτωθούμε εδώ, όχι μόνο θα σκοτωθούμε αλλά θα πνιγούμε κιόλας. Στην πάντα όλοι. Θα είναι έτοιμοι τρεις. Ένας θα βαστάει το σχοινί, θα ανεβαίνουν αμέσως και θα μένουν από κει να τραβούν και την άλλη καλαθιά. Όχι εγώ, όχι εγώ, φασαρία, έμεινα εκεί αρκετή ώρα, έδιωξα τον Παπαγεωργίου, μετά το Χαρίση και μετά πέρασα κι εγώ. Μέσα σε δυο ώρες είχαν περάσει διακόσιοι στρατιώτες. Όταν αμόλαγαν το καρούλι και με ταχύτητα έφτανε στο μέσον κι έβλεπες κάτω το ποτάμι, τον Αλιάκμονα, να φεύγει, να σε ζαλίζει, φοβόσουν να μην κοπεί η τριχιά και μείνει εκεί το καλάθι. Έτσι περάσαμε, βαδίσαμε σ’ ένα δασώδες μέρος, μείναμε σ’ ένα χωριό και την άλλη μέρα περάσαμε απ’ τα χωριά της Ελασσόνας. Εκεί, σ’ ένα χωριό Συκιά, αντάμωσα κατά τύχη χωριανούς στρατιώτες του ιππικού, τον Ευθύμιο Ποντίκη, Σπύρο Μανίκα και Ηλία Ζαχαριά. Πήραμε με τα λίγα λεφτά που είχαμε ένα αρνάκι, το ψήσαμε και κάναμε και μεις Πάσχα, την Τετάρτη μετά το Πάσχα. […]
Την άλλη μέρα εκεί που βαδίζαμε μας ξεθάρρεψαν οι χωριάτες και ανεβαίνομε σε κάτι γερμανικά αυτοκίνητα που περνούσαν φάλαγγα μέσα στο κάμπο. Αντί να μας πάνε προς το Δομοκό, μας πάνε προς το Βόλο. Κάπου μας κατέβασαν και πεζοί βαδίζαμε προς το Δομοκό. Εκεί βρήκαμε πολλούς στρατιώτες σκοτωμένους, δε γνωρίζω από στρατό γερμανικό ή αεροπλάνα. Στο πέρασμα του Θεσσαλικού κάμπου οι χωριάτες μας έδιναν άφθονο ψωμί, τυρί και ό,τι άλλο. Κοντά κάπως στο Δομοκό πέφτουμε χωρίς να το καταλάβομε σε στρατόπεδο Γερμανών. Εκεί είχαν μάσει όλα τα βόδια της Θεσσαλίας. Εμείς χωρίς να δείξομε ότι φοβόμαστε ή να στρίψομε, βαδίσαμε ίσα. Δε μας πείραξαν, και το βράδυ φτάσαμε δεξιά του Δομοκού σ’ ένα χωριό Καρυά.
Είχε νυχτώσει, τα φώτα είχαν σβήσει. Μόνο ένα φως είδαμε και τραβήξαμε κατά κει. Ήταν ένα μικρό μαγαζί, δυο-τρεις θαμώνες, τους καλησπερίσαμε και καθίσαμε. Είχαν συζήτηση για τα γεγονότα του πολέμου. Λέγω στον μπακάλη να μας φέρει τρία ούζα, είχαμε λίγες δραχμές ακόμη.
‒ Πώς τα περάσατε παιδιά; μας λέγει ο μπακάλης.
‒ Ας τα λέμε καλά. Για όσους πάμε γεροί στα σπίτια μας καλά θα είναι και θα ξεχαστούν οι κόποι και τα βάσανα.
‒ Βέβαια, να, ήρθε κι ο γιος μου χθες και δε ντρέπεται καθόλου καθώς και σεις δε ντρεπόσαστε. Βάλατε τους Γερμανούς μπροστά και σεις από πίσω.
Αν και μου κακοφάνηκε πολύ που μας έβριζε ο γέρος, δε σκέφτηκε ότι η μικρή Ελλάς άντεξε με δύο αυτοκρατορίες έξι μήνες. Και όμως είχε δίκιο να μας βρίζει. Ο Έλληνας δεν ανέχεται τη σκλαβιά. Την είχε δοκιμάσει πολλές φορές και γι’ αυτό ο καημένος ο γέρος μπρος σε μια καινούρια σκλαβιά έβριζε όχι μόνο εμάς αλλά και το ίδιο του το παιδί. Είχε πικρή πείρα απ’ την Τούρκικη σκλαβιά τετρακόσια χρόνια. Η λογομαχία διάρκεσε πολύ. Σηκωθήκαμε και φύγαμε. Βγήκαμε έξω, σκοτάδι βαθύ. Ένας απ’ τους θαμώνες ήρθε κοντά μας, μας είπε να πάμε σπίτι του να μας φιλοξενήσει, εμείς δε θελήσαμε, επέμενε, εντέλει πήγαμε, μας φιλοξένησε, φαγητό και ύπνο.
Εκεί μάθαμε πως δυτικά της Λαμίας γινόταν μάχες σκληρές με τους Εγγλέζους. Στα Στενά του Ντούνου, στου Καρανάσου το χάνι, δεν μπόρεσαν οι Γερμανοί να περάσουν. Ανέβηκαν δεξιά από τα Δυο Βουνά και σπάσαν τους Εγγλέζους.
Στο χωριό Συκιά
Την άλλη μέρα πρωί βαδίσαμε προς την Καΐτσα, με κατεύθυνση την Υπάτη. Μείναμε μόνο τέσσερις, ο Παπαγεωργίου έφυγε προς τη Λαμία με τον δεκανέα απ’ την Ελευσίνα και ο Χαρίσης είχε φύγει για το Βόλο. Πιο πάνω μείναμε οι τέσσερις χωριανοί, εγώ, ο Ποντίκης, ο Μανίκας κι ο Ζαχαριάς. Περάσαμε δεξιά της λίμνης Νιζερού, κατεβήκαμε στο Καστρί, ανεβήκαμε πάνω προς τα υψώματα της Υπάτης και το βράδυ φτάσαμε σ’ ένα χωριό Συκιά. Στην πλατεία ήταν πολύς στρατός. Είχαμε τσακιστεί απ’ την κούραση, νηστικοί, μ’ ένα ξερό κομμάτι μπομπότα απ’ το Κούρνοβο. Είχαμε καθίσει σ’ ένα πεζούλι της πλατείας του χωριού και σκεπτόμαστε πού πάλι να χτυπήσομε πόρτα. Είχαμε βαρεθεί δυο βδομάδες τη ζητιανιά για ύπνο και λίγο ψωμί σαν τους γύφτους, ή που δεν τολμάγαμε, γιατί αν κι απόψε ένας άλλος μπακάλης μάς έλεγε κείνα που μας είπε χθες το βράδυ εκείνος στην Καρυά, δε ξέραμε πώς να φερθούμε ή να τον τσακίζαμε στο ξύλο.
Έτσι που καθόμαστε χωρίς να μιλάμε και η σκέψη μας βασάνιζε, μια κοπέλα μας πλησιάζει και μας χαιρετάει, Καλησπέρα παιδιά. Καλησπέρα, όλοι. Πού θα μείνετε απόψε; Κουνήσαμε το κεφάλι, πού να μείνομε, εδώ στην πλατεία. Όχι, σηκωθείτε να πάμε σπίτι μου. Όχι, της λέμε, σαν κοπέλα που ήταν. Επέμενε, τέλος σηκωθήκαμε. Στο δρόμο μας ρώτησε από ποιο σύνταγμα είμαστε, έχω κι εγώ έναν αδελφό και δεν ήρθε ακόμη.
Μας ανέβασε στο σπίτι της, ήταν κι άλλη οικογένεια εκεί και μια αδελφή της με μικρά παιδιά. Είχε ετοιμάσει το καλό κορίτσι μια κατσαρόλα μεγάλη κρέας με ρύζι. Είχαμε τόσες μέρες να φάμε κρέας. Φάγαμε, κουβεντιάσαμε λίγο με την οικογένεια και μας ανέβασε στο απάνω πάτωμα να κοιμηθούμε.
Κοιτάω, τι να δω. Κάτω στο πάτωμα στρωματσάδα είχε στρώσει άσπρα και καθαρά σεντόνια. Τι έκανες εδώ, δεσποινίς, εμείς είμαστε γεμάτοι ψείρα, θα γεμίσομε τα σεντόνια σου. Γι’ αυτό τα έστρωσα άσπρα και καθαρά, να φύγει η ψείρα, να ’ρθει στα σεντόνια, να αλαφρώσετε γιατί δεν έχω ρούχα να σας δώσω ν’ αλλάξετε. Έτσι κι έγινε. Το πρωί είχε φύγει όλη η ψείρα από πάνω μας και στα σεντόνια ήταν ολόκληρες σειρές από ψείρες σαν ένας σκόρπιος στρατός.
Το πρωί φύγαμε αφού ευχαριστήσαμε την καλή κοπέλα και την οικογένεια, βαδίσαμε μέσα στα δάση και το απόγευμα φτάσαμε στο Μαυρολιθάρι. Εκεί μείναμε τη νύχτα και το πρωί φύγαμε. Κατά τις τέσσερις-πέντε το απόγευμα βαδίζαμε στου Νικολούλα το χάνι. Μετά το Πενηνταένα είδαμε, καθώς είμαστε φάτσα προς το χωριό, καπνό μεγάλο. Τι να καίνε στο χωριό, πολλούς καπνούς έχουν, είπαμε. Το βράδυ κατά τις οχτώ είχαμε φτάσει στην Άμφισσα. Όλα κλειστά. Καθίσαμε λίγο στην απέναντι άκρη της πόλης να ξεκουραστούμε και σε λίγο φύγαμε ανηφοριά. Τα πόδια είχαν πλέον κοπεί, βαριά βήματα. Ανεβήκαμε την ανηφοριά της Κούσκιας και κατά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στο χωριό. Άντε, είπαμε, Δόξα τω Θεώ, και σταυροκοπηθήκαμε προς την Εκκλησία της Παναγίας που είναι στην πλατεία. Ευχαριστούμε, Θεέ μου, που γυρίσαμε γεροί πίσω στα σπίτια μας.
Φτάνομε στο χωριό
Έφτασα στο σπίτι με τη σκέψη να βρω καλά τη γυναίκα μου, το μικρό τη Χρυσούλα και τον πατέρα μου. Χτυπάω την πόρτα, τίποτα, κανείς να σηκωθεί. Ξαναχτυπώ, τίποτα. Πιο δυνατά, ώσπου άκουσα κάτι που βρόντησε, Τώρα, μια φωνή του πατέρα μου.
‒ Άνοιξε πατέρα, γεια σου, κι έσκυψα να τον φιλήσω.
‒ Ήρθες παιδί μου κι έκανε να φύγει προς τα μέσα.
‒ Πού είναι η Ευθυμία; Είχε πέσει κάτω στα ρούχα και μια φωνή, φτιάξε τσάι και πιες, φτιάξε τσάι και πιες, δυο-τρεις φορές το ίδιο.
‒ Πού είναι το παιδί, πού είναι η Ευθυμία;
‒ Φτιάξε τσάι και πιες. Πω-πω, πάει ο γέρος, έχασε τα λογικά του, μια θλίψη με κυρίεψε. Έμεινα στην πόρτα χωρίς να μπορώ να σχηματίσω γνώμη τι είχε γίνει στο σπίτι, χίλια δυο έβαζε ο νους μου. Δεν άργησε η αμηχανία μου, και να ο πεθερός μου, χαιρετηθήκαμε. Όταν κουβεντιάζαμε με τον πεθερό μου, σηκώθηκε ο πατέρας μου και μου λέγει, Εσύ είσαι Παναγιώτη μου; Με φίλησε, άναψε φωτιά και μου είπε τα γεγονότα. Το χωριό βομβαρδίστηκε σήμερα το απόγευμα από γερμανικά αεροπλάνα και ο κόσμος έφυγε. Ήταν η καπνιά που είδα απ’ το Πενηνταένα. Η Ευθυμία είχε πάρει τη Χρυσούλα κι άλλες γυναίκες κι είχαν πάει στις Βίγλες, στη σπηλιά, να μείνουν. Φοβήθηκαν μήπως έρθουν τη νύχτα πάλι τα αεροπλάνα. Πήρα μια κουβέρτα, την έριξα κάτω και ό,τι ήμουν έτοιμος να ξαπλώσω να και ο Ποντίκης. Μπήκε μέσα, Μήπως είναι εδώ η γυναίκα μου; Έλα εδώ και ξάπλωσε ν’ ανταμώσομε μια βραδιά ακόμη τις ψείρες και θα τη βρεις τη γυναίκα σου.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στις Βίγλες. Εκεί ήταν πολύς κόσμος, βρήκα τη γυναίκα μου και τη Χρυσούλα, δε με γνώριζε, κατεβήκαμε στο χωριό.