Ο Χρ. Κολιάτσος ήταν δημοσιογράφος της Καθημερινής, στενός συνεργάτης του Γεωργίου Αγγ. Βλάχου και πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
[Αποστολέας: Αντώνιος Κολιάτσος].
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΒΟΛΗΤΗ
[…] Σε λόχο πολυβόλων του 34ου Συντάγματος Πεζικού Πειραιώς, υπό τον Συνταγματάρχη Αλέξ. Τσιγκούνη, υπηρετούσαν δύο αδέλφια στρατιώτες πολυβολητές, ο Θανάσης και ο Κώστας. Ο λόχος πολυβόλων του Συντάγματος υπεράσπιζε μαζί με άλλες μικρότερες δυνάμεις το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Πεστάνι-Λέκλι-Τεπελένι, παρά τον Δρίνο ποταμό. Ένα μεσημέρι του Φεβρουαρίου 1941 οι ελληνικές δυνάμεις που κατείχαν το ύψωμα δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από αλλεπάλληλα κύματα εχθρικού πεζικού, που με τη βοήθεια του Ιταλικού πυροβολικού προσπαθούσε να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών του υψώματος και να το καταλάβει…. Σε μία σφοδρή και αποφασιστική για την δια-κράτηση του υψώματος επίθεσή του ο πολυβολητής Θανάσης, ένας ατρόμητος λεβέντης από τα βουνά του Παρνασσού, που με το πολυβόλο του κυριολεκτικά θέριζε τις γραμμές του εχθρού, δέχτηκε κατάστηθα μια ριπή εχθρικού πολυβόλου. Ο γενναίος Έλληνας φαντάρος έκλεισε για πάντα τα αετίσια μάτια του, ραντίζοντας το όπλο του και το ιερό Βορειοηπειρωτικό χώμα με το ζεστό αίμα του. Δημιουργείται επικίνδυνο κενό που έσπευσαν ευθύς να εκμεταλλευτούν οι Ιταλοί. Τότε, στην κρίσιμη για την έκβαση της μάχης στιγμή, ο προμηθευτής στρατιώτης Κώστας, παραμερίζει το αιμόφυρτο, ζεστό ακόμη σώμα του αδελφού του και, χωρίς άλλες σκέψεις και αισθήματα, αρπάζει το πολυβόλο που για λίγο είχε σιγήσει, το στρέφει εναντίον των εχθρών και τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν την ιδέα να καταλάβουν το ύψωμα.
Λίγο αργότερα έφθασαν ενισχύσεις μας, οι Ιταλοί αποκρούστηκαν οριστικώς και το ύψωμα εσώθη. Ο Κώστας ζήτησε από τον διοικητή του να τον αντικαταστήσουν για λίγο, φορτώθηκε ευλαβικά το ματωμένο σώμα του αδελφού του και κατέβηκε από την άλλη πλαγιά του υψώματος για να επιτελέσει το ιερό καθήκον του: Να θάψει τον αδελφό του με τον Παπά του συντάγματός του… Μετά την σύντομη νεκρώσιμη τελετή, ο Συνταγματάρχης, παρόντων των επιτελών της 8ης Μεραρχίας, συγχαίρει τον ήρωα και του αναγγέλλει ότι προάγεται σε λοχία επί του πεδίου της τιμής, εκφράζοντάς του συγκινημένος την λύπη του για τον θάνατο του αδελφού του.
«Συνταγματάρχα μου», απήντησε, με συγκρατημένη από την συγκίνηση αλλά σταθεράν φωνήν ο γενναίος πολυβολητής. «Είμαι περήφανος γιατί ο αδελφός μου, ο Θανάσης, πέθανε σαν ένας αληθινός Έλληνας στρατιώτης… Και εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το καθήκον μου»! Έπειτα έσκυψε πάνω στο νεόσκαφτο τάφο, σκούπισε με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπο του νεκρού αδελφού του, τον φίλησε στοργικά χωρίς ν’ αφήση ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια του που λαμπύριζαν, του έριξε στο στήθος λίγα αγριολούλουδα του βουνού, παρεκάλεσε τους συναδέλφους του να βάλουν στο νεκρό ένα σταυρό με το όνομά του, χαιρέτισε στρατιωτικά τον διοικητή του Συντάγματος και τους επιτελείς αξιωματικούς και με σταθερό βήμα τράβηξε προς το ύψωμα.
Οι παριστάμενοι: αξιωματικοί, στρατιώτες και εμείς οι δημοσιογράφοι τον παρακολουθήσαμε δακρυσμένοι να χάνεται τυλιγμένος στους σκοτεινούς πέπλους της νύχτας, που κατέβαινε σιωπηλή από τις γύρω βουνοπλαγιές. Μέσα μας όμως ένα δυνατό συναίσθημα συγκίνησης, θαυμασμού και υπερηφάνειας μας διακατείχε! Γι’ αυτό λίγο αργότερα τηλεγραφώντας στις εφημερίδες μας το περιστατικό καταλήγαμε με την φράση: Αυτοί ήσαν οι Έλληνες πολεμισταί της Βορείου Ηπείρου.
***
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΡΤΙΝΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ
[…] Ήταν 8 Δεκεμβρίου 1940, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη του Αργυροκάστρου. Καθόμουνα σε ένα από τα ελληνικά μπαρ της πόλης και άρχισα να διαβάζω τα νέα από ένα φύλλο της «Καθημερινής», που λίγο γρηγορότερα ο στρατιώτης οδηγός μου με είχε προμηθεύσει. Ξαφνικά έρχεται και κάθεται στη διπλανή του τραπεζιού μου καρέκλα ένας εύζωνος.
«Τι λιεν τα νέα, ρε συνάδελφε;» με ρωτάει.
«Τι να πουν», του απάντησα. «Εμείς τα ξέρουμε καλύτερα γιατί τα ζούμε καθημερινώς. Από μας περιμένουν να τα μάθουν στην Αθήνα».
Ήλθε εν τω μεταξύ το γκαρσόνι και του παρήγγειλα δύο βερμούτ, ένα για τον εαυτό μου και ένα για τον… συνάδελφο.
«Γιατί, συνάδελφε, θέλ’ς να με κεράσης; Ιέχς περισσότερες παράδες του λόγ’ς σ’;» Όχι, του λέω, για να μην τον προσβάλλω. «Πήρα μια επιταγή από τον πατέρα μου». «Ιέ, τότις ας πιούμε ένα σ’ υγείαν τα’ πατέρα σ’».
Παρατήρησα ότι το αριστερό μάτι του ευζώνου ήταν μελανιασμένο και πρησμένο σαν αυγό. Το αυτί του ήταν γεμάτο από ξηραμένα αίματα. Τα δύο χέρια του πρησμένα και ματωμένα, το δε αριστερό του πόδι, δεμένο με επίδεσμο, ήταν τυλιγμένο σε μια κομμένη αρβύλα για παντόφλα.
«Είσαι τραυματίας; Πού χτυπήθηκες;» τον ρώτησα με συμπάθεια.
Σηκώνεται όρθιος, με κοιτάζει άγρια και με βλέμμα γεμάτο θυμό αλλά και με παράπονο μου λέει.
«Βαλτός είσαι και συ, ρε συνάδελφε, να μι πικράνς; Τι διάολο είδες και μι πέρασις για τραυματία; Μπας κι’ είσαι φίλος αυτίνου τ’βλάκα τα’γιατρού τ’συντάγματος;»
Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, αφού δέχθηκα να με κεράση κι’ αυτός ένα βερμούτ, λέγοντάς του. «Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη, ρε συνάδελφε να μου ειπής τι σου συνέβη;»
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στη υγεία του δοξασμένου στρατού μας και ο εύζωνος μου διηγήθηκε την ιστορία του.
Ανήκε στο σύνταγμα του Τσακαλώτου, το 3/40 ευζωνικό της Άρτας, υπηρετούσε στο τάγμα του Χρυσοχόου και ήταν από τους Μελισσουργούς. […] «Είχαμε τρεις μέρες και τρεις νύχτες που πολεμούσαμε μεσ’ στα χιόνια και χωρίς ανάπαψη στο Μπουράτο, πέρα κατακεί στα σύνορα στην Κακκαβιά. Οι Μακαροναίοι ήταν καλά οχυρωμένοι μέσα σε σπηλιές με πυροβόλα και χειροβομβίδες και δεν έβγαιναν. Σε μια έφοδου πήδησα σα ζλάπι σε μια σπλιά κι’ κάρφωσα με τη λόγχη δύο Ιταλούς. Ένας απ’ αυτούς τραβήχτηκε πίσω και μούρριξε μια χειροβομβίδα. Έκαμα ένα σάλτου να φυλαχτώ κι’ όπους βλέπ’ς με πήρε στου μάτι η φλουόγα κι’ έπαθα φλόγοψι, όπως λέει ο γιατρός, και γρατσουνίστηκα και λίγου στ΄αυτί, στα χέρια και στου ποδάρι μου… Ιεφτούνο όμως δεν ήταν τραύμα για να μι βγάλ’ ο γιατρός απ’ το λόχου μ’ και να μι στίλη δέκα μέρες στ’ αναρρωτήρια… Ούλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου κυνηγάν τσ’ Ιταλούς και γω κάθομαι στ’ Αργυρόκαστρο!! Μι κατάλαβες; Αυτούνο είν’ το παράπονό μου. Ιέχω ή δεν ιέχω δίκαιου;»
Βουρκώσανε τα μάτια μου από τη συγκίνηση και του απάντησα:
«Σε κατάλαβα, συνάδελφε», και ησύχασε. «Σε λίγες ημέρες θα γίνεις καλά και θα πας στο λόχο σου και θα σου δοθεί η ευκαιρία να ξανά-κυνηγήσεις τους Ιταλούς. Και δεν θα έχεις παράπονο! Έχεις κάτι παραπάνω από δίκαιο».
***
Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ
[…] Τη δημοσιογραφική συντροφιά των αλησμόνητων εκείνων ημερών του 40, αποτελούσαμε οι συνάδελφοι: Ο Ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς, ο Στάθης Θωμόπουλος, ο Κώστας Αθάνατος, ο Θ. Μαλαβέτας, ο Παύλος Παλαιολόγος, Κ. Τριανταφυλλίδης, Παν. Καψής, Γεωρ. Ρούσσος, Κ. Παπαδάκης, ο Χρήστος Κολιάτσος, κ.ά.
Ένα Δεκεμβριανό πρωινό, που είχε κάπως ξεκαθαρίσει ο ουρανός και τα εχθρικά αεροπλάνα εφορμούσαν κατά κύματα, ο Π. Παλαιολόγος με φώναξε εμπιστευτικά παράμερα και μου είπε: «Δεν βρίσκεις κανένα αυτοκίνητο να πάμε παραέξω, γιατί εδώ θα μουχλιάσουμε και θα μας σκοτώσουν σαν σκυλιά τα αεροπλάνα; Έχω και μια προαίσθηση πως θα επιτύχουμε καλό κυνήγι».
Πράγματι, βρήκα από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως, συνταγματάρχη Αλ. Παππά, ένα αυτοκίνητο πήραμε μαζί και τον Γ. Ρούσσο του «Ελ. Βήματος» και τραβήξαμε για τη Ζίτσα που ήταν εκείνες τις μέρες ο σταθμός διοικήσεως του Α Σώματος Στρατού.
Αλλά και εδώ η ίδια τύχη και απογοήτευση μας περίμενε. Δεν προκάναμε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και ακούσαμε να χτυπά η καμπάνα της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία… «Ιταλικά αεροπλάνα» φώναζαν τα παιδιά.
Χωθήκαμε σε κάτι χαντάκια πρόχειρα και πριν καλά-καλά κρυφθούμε, ολόκληρη η περιοχή ετραντάζετο από τις εκρήξεις των βομβών…
Εκεί στο γραφείο του Επιτελάρχη, όταν γυρίσαμε, με μασημένα και αόριστα λόγια, χωρίς χρονολογίες, πληροφορηθήκαμε ή μάλλον οσφρανθήκαμε το μεγάλο Εθνικό γεγονός ότι επέκειτο η πτώση του Αργυροκάστρου.
Επιφυλακή, φώναξε ο Παύλος Παλαιολόγος. Βρήκαμε ένα αυτοκίνητο, πήραμε μαζί τον απεσταλμένο της «Βραδυνής» και τον Γιαννιώτη πράκτορα των Εφημερίδων Χρήστο Τσούρνο και θέσαμε «υπό παρακολούθηση» τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Γνωρίζαμε την υπόσχεση που είχε δώσει ο Ιεράρχης από τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914: Να κάμη αυτός την δοξολογία στην απελευθέρωση του Αργυροκάστρου.
Αυτή τη φορά η τύχη μας ευνόησε. Μπροστά το αυτοκίνητο του Αρχιεπισκόπου, πίσω, κατά πόδας εμείς. Δεν μπορούσαμε όμως να διακρίνουμε ούτε σε ένα μέτρο απόσταση από τα θαμπά τζάμια του αυτοκινήτου και την κατακλυσμιαία βροχή.
Φθάσαμε στους Αγίους, στη γέφυρα του Παρακαλάμου. Η γέφυρα αυτή ανατινάχθηκε από τους δικούς μας κατά τη στρατηγική σύμπτυξη των πρώτων ημερών της εισβολής και ξαναγκρεμίστηκε από τους ατάκτως υποχωρούντες Ιταλούς. Οι στρατιώτες μας είχαν πρόχειρα στηρίξει ένα πολύ χαμηλό γεφυράκι με καδρόνια και όταν περνούσαν αυτοκίνητα τα κρατούσαν οι ίδιοι με συρματόσχοινα για να μην το πάρει ο δυναμωμένος, αγριεμένος και ορμητικός από βροχές Παρακάλαμος. Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και με χίλιες δυο δυσκολίες και κινδύνους περάσαμε πεζοί το γεφυράκι, χωμένοι μέχρι τα γόνατα στα νερά του Παρακαλάμου. Πέρασαν και τα αυτοκίνητα, ξαναμπήκαμε και μετά δύο ώρες φτάσαμε στο Ελληνικό πλέον Αργυρόκαστρο, που έπλεε στα Ελληνικά χρώματα…
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων, ντυμένος στα χρυσοκέντητα ιερά του άμφια, με ολόκληρο τον κλήρο και τα εξαπτέρυγα, υπεδέχθη τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα. Οι δύο Ιεράρχες αντάλλαξαν δακρυσμένοι από συγκίνηση και Εθνική χαρά χριστιανικό ασπασμό, ενώ οι κώδωνες των εκκλησιών εκρούοντο χαρμόσυνοι και ο κάτοικοι έκλαιγαν και εζητοκραύγαζαν από χαρά και Εθνική υπερηφάνεια.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης, ευλάβειας, πατριωτικής έξαρσης και Εθνικού μεγαλείου, ενώ ακούγονταν οι λυγμοί και έτρεχαν από τα μάτια όλων μας δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, εψάλη, παρουσία των στρατιωτικών αρχών, «η ευχαριστήρια προς τον Ύψιστον» δοξολογία από τους Ιεράρχες Σπυρίδωνα Ιωαννίνων και Παντελεήμονα Αργυροκάστρου.
Ήτο κάτι το απίστευτο, κάτι το ανέλπιστο για όλους μας. Μας κατάκλυζαν τα αισθήματα της Εθνικής υπερηφάνειας και χαράς για τα συντελούμενα ηρωικά και ένδοξα κατορθώματα των παιδιών της Ελλάδας. Ο Παύλος Παλαιολόγος, κυττάζοντας τον ουρανό, εσταυροκοπείτο και έλεγε: «Πως νικάμε Θεέ μου εμείς οι Έλληνες… Ας είναι δοξασμένο το όνομά σου…» Δεν μας τρόμαζε πλέον καμία εχθρική απειλή και κανένας κίνδυνος δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την ορμή και την αποφασιστικότητα για την τελική Νίκη των πολεμιστών μας. Είχε ριζωθεί βαθειά στην καρδιά μας η πεποίθηση ότι ο Θεός ήταν μαζί μας.
Έτσι αδελφωμένοι τις ημέρες εκείνες τις δοξασμένες και αθάνατες πιστεύαμε ότι ο πόλεμος ήταν μια εκδρομή ή ένα ομαδικό αναψυχής ταξίδι, που κανείς δεν ήθελε να το χάσει.
Στο γυρισμό μας είχαμε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Οι βροχές δυνάμωσαν και πλημμύρισε ολόκληρος ο Δρίνος, ο οποίος παρέσυρε την πρόχειρη γέφυρα στους Γεωργουτσάδες. Διακόσια και πλέον αυτοκίνητα φορτηγά, νοσοκομειακά και επιβατικά κόλλησαν μέσα στις λάσπες χωρίς να μπορούν να κινηθούν.
Ο Στρατηγός Μπάκος, διοικητής της 3ης Μεραρχίας, αγωνιζόταν ο ίδιος να αποκαταστήσει την συγκοινωνία, για να περάσουν οι βαριές πυροβολαρχίες του, που ήταν επείγουσα ανάγκη να κυνηγήσουν τον υποχωρούντα προς το Τεμπελένι εχθρό Όλες οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του στρατού δεν έφεραν την ημέρα αυτή κανένα αποτέλεσμα. Ευτυχώς τα χιόνια και οι βροχές είχαν περιορίσει την ορατότητα στο μηδέν και αποφεύγαμε τις αεροπορικές επιδρομές. Περάσαμε τη βραδυά μας μέσα σε μια σκηνή που ήταν στημένη σε μια κοντινή προς τη γέφυρα πλαγιά, όρθιοι, γιατί η λάσπη έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Κοντά εκεί σε μια σπηλιά για να μη φαίνεται η φωτιά, έβραζε μέσα σε ένα τενεκέ της βενζίνας μια αιωνόβια γίδα με κρεμμύδια. Ήταν συσσίτιο πολυτελείας του στρατηγού και δικό μας που του είμαστε φιλοξενούμενοι. Για καθίσματα είχαμε βρεγμένα τσουβάλια με κριθάρι και σε ένα άδειο κουτί από γάλα έκαιγε ένα σπερματσέτο. Η όλη εικόνα έδινε την εντύπωση πολιτισμένων τρωγλοδυτών που περισώθηκαν με αυτά τα πενιχρά μέσα από την καταστροφή του κόσμου.
***
Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΕΠΕΛΕΝΙ
[…] Με τους συναδέλφους Στάθη Θωμόπουλο και τον αλησμόνητο Θωμά Μαλαβέτα φύγαμε από το Αργυρόκαστρο, περάσαμε από τη γέφυρα της Παληοκάστρας, για να πάμε στο Κούτσι κοντά στα Κολώνια, που ήταν ο σταθμός διοικήσεως της 8ης Μεραρχίας.
Η γέφυρα της Παληοκάστρας ήταν γκρεμισμένη. Είχε ανατιναχθή κατά την εσπευσμένη υποχώρηση από τους Ιταλούς. Τρεις σταυροί νωπών τάφων, Ελλήνων ηρώων στρατιωτών, δίπλα από τα συντρίμμια της γέφυρας του Δρίνου, μας ανακόπτουν το δρόμο για ένα ευλαβικό προσκύνημα. Στους δύο σταυρούς υπήρχαν γραμμένα πρόχειρα τα ονόματα, στον τρίτο σταυρό η επιγραφή «Άγνωστος»…
Σκοτώθηκαν και οι τρεις μόλις προς μιας ώρας, σχεδόν πολτοποιήθηκαν από ένα βλήμα βαρέος Ιταλικού πυροβολικού. Ολόκληρη η περιοχή εκείνη εβάλλετο συνεχώς από τις εχθρικές του Τεπελενίου και της Κλεισούρας πυροβολαρχίες. Οι Ιταλοί είχαν προνομιούχα παρατηρητήρια στο «Σεντέλι» και στο «Λέκλι», και δεν μας άφηναν να ξεμυτίσουμε. Ξόδευαν όλη την ημέρα και τη νύχτα τα βλήματά τους χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα. Άλλαξαν με την επιμονή τους και με τα συνεχή πυρά οι Ιταλοί, σε λίγα μέτρα τον ρουν του Δρίνου ποταμού. Πάνω στο προσκύνημα μας βρήκε μια μεγάλη και ισχυρή εχθρική αεροπορική επιδρομή, από βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροπλάνα. Δεν ξέραμε από πού να πάμε, γιατί ήταν πεδινή η περιοχή που βρισκόμαστε. Τραβήξαμε κοντά σε μια χαράδρα υπήρχε καμουφλαρισμένη μια μεγάλη σκηνή εφοδιασμού του 11ου Συντάγματος.
Τα εχθρικά καταδιωκτικά αεροπλάνα αποσπάστηκαν από το σχηματισμό τους κατήλθαν σε χαμηλό ύψος, έκαναν ελιγμούς και πυροβολούσαν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα για να προφυλαχθούν.
Ο Θωμόπουλος μας φώναξε: «Πέστε κάτω με την κοιλιά γιατί χαθήκαμε…» Μείναμε έτσι ισοπεδωμένοι με τη μάνα γη πάνω από μισή ώρα.
Άρχισε εν τω μεταξύ να σκοτεινιάζει και να πέφτει πυκνό το χιόνι. Η λάσπη έφθανε ως το γόνατο και οι εχθρικές οβίδες έσκαγαν με δαιμονιώδη κρότο δίπλα μας. Νηστικοί και παγωμένοι τραβήξαμε να βρούμε καταφύγιο πέρα στη χαράδρα που βρισκόταν η σκηνή.
Οι στρατιώτες μάς έριξαν τσουβάλια γεμάτα από κριθάρι για να πατήσουμε και φθάσουμε ως τη σκηνή. Σε λίγο ήλθε και ο ανθυπολοχαγός της διαχειρίσεως, Θεόδωρος Σταθουλόπουλος, από την έδρα του συντάγματός του. Μας έδωσαν τυρί, κουραμάνα, κονσέρβες και ένα εκλεκτό μπουκάλι κονιάκ και ξαπλωθήκαμε επάνω στα βρεγμένα γεμάτα κριθάρι τσουβάλια.
Με μουσική υπόκρουση τις συνεχείς εκρήξεις των εχθρικών οβίδων και σκηνοθεσία το εσωτερικό της σκηνής, που ήταν γεμάτη από κιβώτια κονσερβών και τσουβάλια, ενώ αντιφέγγιζαν εωσφορικές οι λάμψεις των τηλεβόλων, ο αιωνίως εύθυμος και αδιάφορος, διά τα γύρω συμβαίνοντα την στιγμήν εκείνην, άφθαστος σε στωικότητα, με ατσαλάκωτο το κέφι του και άψογη γλαφυρότητα του ύψους του, ο αμίμητος Στάθης Θωμόπουλος άρχισε μια συζήτηση με τον αλησμόνητο Μαλαβέτα, για το… μουσικό ελαφρό Θέατρο και την Αθηναϊκή νυχτερινή ζωή που νοσταλγούσε 700 χλμ. μακρυά από την πρωτεύουσα.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό και βαρύ πυροβολικό των Ιταλών δεν σταματούσε ούτε στιγμή. Η χαράδρα όμως όπου είχαμε καταφύγει, ήταν κατά ένα μεγάλο τουλάχιστον ποσοστό από τα βλήματα του εχθρικού πυροβολικού ασφαλής. Συνεχίζαμε λοιπόν τη συζήτηση τη φορά αυτή για τις Νίκες του στρατού μας χωρίς να αφήσουμε και το κονιάκ.
Έτσι πέρασαν τη νύχτα αυτή του Φεβρουαρίου τρεις απεσταλμένοι Έλληνες δημοσιογράφοι, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τεπελένι.
***
Ο ΣΠ. ΜΕΛΑΣ ΑΠΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΙΣ «ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ» ΤΙΜΕΣ
[…] Σε μια επιτελική του Α΄ Σώματος Στρατού αναγνώριση στα προκεχωρημένα του Λαμπόβου παρατηρητήρια, που εμάχετο με τους ευζώνους του ο ήρωας του Ελ-Αλαμέϊν Παυσανίας Κατσώτας, ετύχαμε της εξαιρετικής τιμής από τον στρατηγό Κοσμά και το επιτελάρχη του Πεντζόπουλο, ο Ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς και ο υποφαινόμενος [σ.σ. Χρ. Κολιάτσος], να ακολουθήσουμε καβάλα σε άλογα το επιτελείο του Σώματος.
Ήταν τέλη Φεβρουαρίου μέρα παγερή αλλά ηλιόλουστη. Η συνοδεία προχωρούσε σιγά-σιγά, γιατί ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος. Ο στρατηγός Κοσμάς και ο επιτελάρχης Πεντζόπουλος είχαν στη μέση τον Ακαδημαϊκό Μελά, ο οποίος δεν ήθελε να χάσει και την πιο ελάχιστη και ασήμαντη λεπτομέρεια από την αναγνώριση των ανωτάτων στρατιωτικών ηγετών.
Οι Ιταλοί, οι οποίοι κατείχαν τα δεσπόζοντα του Τεπελενίου στρατηγικά υψώματα «Σεντέλι» και «Δόντι» υπεράνω του χωριού Λέκλι, ως και τα υψώματα της Κλεισούρας, κοντά στη γέφυρα Δραγκότι, όπου η συμβολή των ποταμών Αώου και Δρίνου, αντελήφθησαν από τα παρατηρητήριά τους την παρουσία μας και μας άρχισαν «στις γρήγορες με τις γουρούνες» ‒ έτσι αποκαλούν οι φαντάροι μας τα βλήματα του βαρέος πυροβολικού.
Οι Ιταλικές οβίδες έσκασαν μπροστά μας και ξάφνιασαν τα άλογά μας. Ο στρατηγός δυσφόρησε με την «υποδοχή» που μας έκαναν οι Ιταλοί και άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δική μας ασφάλεια παρά για τη δική του και του επιτελείου του.
Συνέστησε στον Μελά να κατέβει από το άλογό του και να προφυλαχτεί στα πολλά δεξιά και αριστερά φυσικά βραχώδη καταφύγια εις την προ Λαμπόβου περιοχή. Ο Μελάς αποποιήθηκε τη φιλική του στρατηγού σύσταση και απάντησε: «Δεν φαντάζομαι, στρατηγέ μου, ότι η ζωή ενός ή δύο δημοσιογράφων να έχει μεγαλύτερη αξία από τη δική σας».
Και επέμενε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Η επιμονή αυτή του Μελά ανάγκασε τον στρατηγό να κατέβουμε όλοι από τα άλογα και να προφυλαχθούμε από τη μανία του Ιταλικού πυροβολικού. Από τα παρατηρητήρια, τα οποία επισκεφθήκαμε αργότερα, παρακολουθήσαμε με τις διόπτρες το απέναντι Τεπελένι, τη γενέτειρα του αιμοδιψούς Αλή Πασά του Τεπελενλή, που ήταν τελείως κατεστραμμένο από τους συνεχείς αγγλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς.
Από τη θέση εκείνη που ευρισκόμεθα, το Τεπελένι απείχε σε ευθεία γραμμή περί τα 5 χιλιόμετρα. Με τις διόπτρες παρακολουθήσαμε επίσης την καταστροφή κινουμένων φαλαγγών από Τεπελένι προς Κλεισούρα, από τα επιτυχή πυρά φραγμού και απαγορεύσεως του πυροβολικού μας.
Το βράδυ στο σταθμό διοικήσεως του Α΄ Σώματος Στρατού μάς έγινε και το σχετικό μάθημα πάνω στους επιτελικούς χάρτες για την πρόοδο των επιχειρήσεων από τον επιτελάρχη του Σώματος συνταγματάρχη Πεντζόπουλο και του αντισυνταγματάρχη Λασπιά.
Στο φιλόξενο σπίτι του Καρατζά στη Δερβιτσάνη, που καταλύσαμε, η όμορφη και αγνή Ελληνοπούλα Βικτωρία ή Βίτα, όπως τη φώναζαν οι οικείοι της, που της αφιέρωσε αργότερα ένα χρονογράφημα στην «Καθημερινή» ο Μελάς για τις περιποιήσεις και τα πατριωτικά της αισθήματα, έστρωσε για τον Ακαδημαϊκό συνάδελφο το κρεβάτι, όπου είχε κοιμηθεί πριν λίγες μέρες ο Διάδοχος Παύλος και ο Πρίγκηψ Πέτρος, ενώ για τον υποφαινόμενο παραχωρήθηκε ο απέναντι καναπές.
Ο Μελάς, φθασμένος αυτός και τιμημένος λογοτέχνης, Ακαδημαϊκός και διαπρεπής δημοσιογράφος, αποποιήθηκε με ευγένεια τις βασιλικές τιμές, ίσως… διότι εφοβείτο μήπως του διαφθείρουν τα εδώ και κάμποσο καιρό σκληραγωγημένα από τις πολεμικές περιπέτειες ήθη, αυτά τα θαυμάσια χονδρά μάλλινα σκεπάσματα.
Και μια που ήρθαν έτσι τα πράγματα, ο υποφαινόμενος δεν δίστασε καθόλου να εκτελέσει τη μικρή διαδρομή, ταπεινός αυτός, από τον απλό καναπέ στο… «ηγεμονικό» κρεβάτι, όπου ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς με διάθεση να φιλοσοφήσει… για τα κλωθογυρίσματα της τύχης.
Οι κρότοι και οι λάμψεις των Ιταλικών και δικών τηλεβόλων δεν μας άφησαν να κλείσουμε μάτι. Άλλωστε ποιος στρατιώτης σε αυτή την πολεμική περιοχή εύρισκε ανάπαυση και ησυχία από τους πολεμικούς και φυσικούς, μέσα σε αυτή την αναθεματισμένη από την βαρυχειμωνιά της Βορείου Ηπείρου, κινδύνους;
Στο στρατηγείο του Σώματος συναντηθήκαμε το πρωί με τους συναδέλφους Αθάνατον, Θωμόπουλον, Τριανταφυλλίδην, Καπίτσογλου, Ρούσσον, Μαλαβέταν, Ταχογιάννην, Βεκιάρην και Παντ. Καψή.
* * *
ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
[…] Τρέχαμε τις πρώτες μέρες του πολέμου αλλόφρονες, στα επιτελεία, στα νοσοκομεία, πιάναμε τους οδηγούς των αυτοκινήτων, τους διαγγελείς αξιωματικούς και ταχυδρόμους, και προσπαθούσαμε να βγάλουμε καμιά σημαντική είδηση. Να μάθουμε κάτι καινούργιο. Βλέπαμε στην αναγγελία της πτώσεως του Αργυροκάστρου όχι μόνο σαν καινούργιο θρίαμβο του ηρωικού μας στρατού, αλλά και σαν κολοσσιαία δημοσιογραφική επιτυχία. Ποιος πρώτος θα έμπαινε με τα στρατεύματά μας στην μαρτυρική αυτή πόλη. Γι’ αυτόν τον λόγο είχαμε αρχίσει να επιμένουμε καθημερινά στην κατάληψη του Αργυροκάστρου με την φαντασία και τα μολύβια… Μας είχε στριμώξει κυριολεκτικά η κακοκαιρία. Χιόνια, χιονοθύελλες, καταρρακτώδεις βροχές, παγωνιά, υγρασία, λάσπη και επιπλέον 15-20 εχθρικές αεροπορικές επιδρομές την ημέρα. Δεν έβρισκες καταφύγιο και ησυχία πουθενά. Τα καφενεία της πόλης των Ιωαννίνων κατάμεστα από αξιωματικούς και στρατιώτες. Μέσα σε μία αποπνικτική ατμόσφαιρα δεν κατόρθωνες να βρεις ένα φασκόμηλο. Όλη η στρατευθείσα και επί ποδός πολέμου Ελλάς περνούσε σε ατελείωτες φάλαγγες, νύχτα και μέρα από τα Ιωάννινα. Γιατροί, δικηγόροι, γεωπόνοι, τραπεζικοί, βιομήχανοι, έμποροι, επαγγελματίες, εργάτες και αγρότες σφιγμένοι μέσα στη στολή τους, αγκαλιά με το όπλο και φορτωμένοι το γυλιό τους, βάδιζαν προς τα Ηπειρωτικά βουνά για να εκπληρώσουν ένα ιερό χρέος στην προσταγή της Πατρίδας.
Και ποιος δεν θυμάται το Στάθη Δέντο, τον γνήσιο πατριώτη εστιάτορα από τη Βόρειο Ήπειρο, σε αυτές τις δύσκολες του πολέμου ημέρες; Δεν προφθάναμε να πάρουμε στα χέρια μας ένα πιάτο φαγητό και καινούργιος συναγερμός. Ύπουλα, δολοφονικά τα μολυβένια Ιταλικά βομβαρδιστικά ξεπετιόταν ξαφνικά πίσω από το Μιτσικέλι, για να χτυπήσουν αλύπητα τον άμαχο πληθυσμό της πόλης. Αληθινά δεν ήταν ζωή αυτή, ήταν ένα διαρκές μαρτύριο, ένας συνεχής εκνευρισμός και διαρκής υπερδιέγερση που εμείς οι δημοσιογράφοι υποχρεωνόμασταν να τη ζούμε, γιατί μόνο η πόλη των Ιωαννίνων δεχόταν δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα και δεν είχαμε άλλο μέσο επικοινωνίας με τις εφημερίδες μας.
Ήταν αδύνατο να πείσουμε ούτε τον Πεντζόπουλο επιτελάρχη του Σώματος ούτε τον Αρβανίτη αξιωματικό του 2ου γραφείου πληροφοριών, να μας πουν κάτι αξιόλογο από ειδησεογραφικής απόψεως, κάτι που ίσως ήταν πρόωρο να γνωσθεί ή είχε σχέση με την πρόοδο των επιχειρήσεων. Η μοναδική φιλόξενη γωνιά για τους πολεμικούς ανταποκριτές τις πρώτες ημέρες του πολέμου και αργότερα ήταν το γραφείο του επιτελάρχη της στρατιωτικής διοικήσεως των Ιωαννίνων συνταγματάρχου Αλ. Παππά, ο οποίος ήταν και λογοκριτής των τηλεφραφημάτων μας. Τη δημοσιογραφική συντροφιά των αλησμόνητων εκείνων ημερών του 40 αποτελούσαμε οι συνάδελφοι: ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, ο Στάθης Θωμόπουλος, ο Κώστας Αθάνατος, ο Θ. Μαλαβέτας, ο Παύλος Παλαιολόγος, Κ. Τριαντάφυλλίδης, Παν. Καψής, Γ. Ρούσσος, Κ. Παπαδάκης, ο υποφαινόμενος (σ.σ Χρ. Κολιάτσος) κ.ά.
Αγαπητέ Συνάδελφε
Να προλογίσω το βιβλίο σας με τις αναμνήσεις από τον δοξασμένο πόλεμο του σαράντα; Γιατί όχι;
Αναπολώ πάντα με βαθιά συγκίνηση τις μέρες εκείνες που περάσαμε μαζί με σας και τον κ. Τριανταφυλλίδη, συχνά στις πρώτες γραμμές της φωτιάς, που δεν το κάναμε από ευσυνειδησία μονάχα δημοσιογραφική, αλλά και γιατί θέλαμε να νοιώσουμε τον πόλεμο σαν τον απλό φαντάρο, που μαχότανε και κινδύνευε τη ζωή του την κάθε στιγμή.
Θυμηθήκατε τα επεισόδια της παλαβής πορείας μας προς το Τεπελένι, κάτω από τα πυρά του Ιταλικού πυροβολικού και τις επιδρομές των αεροπλάνων και τη γραφική έπειτα διανυκτέρευση στη Δερβιτσιάνη… Και λέτε ότι αρνήθηκα να κοιμηθώ στο βασιλικό κρεβάτι, για να μη χάσω τα σκληραγωγημένα ήθη της εκστρατείας. Αλλά κι αυτήν την άρνηση την υπαγόρευε ο ίδιος πόθος: Να περάσουμε όχι μόνο από όλους τους κινδύνους, αλλά κι όλες τις κακουχίες του φαντάρου.
Ο στρατιώτης, ο υπέροχος του σαράντα…
Ό,τι και να γράψετε, αγαπητέ συνάδελφε, γι’ αυτόν τον ήρωα, θα είναι πάντα λίγο. Διάβασα το βιβλίο σας, όπου σημειώνετε με ακρίβεια και ευσυνειδησία τα όσα είδατε, που μόνο μερικά από αυτά ‒η δουλειά μας εχώριζε‒ τα είδαμε μαζί. Ξανάζησα τις θαυμαστές σελίδες της εποποιίας. Ο μεγαλοπρεπέστατος πίνακας της Ελλάδος, ενωμένης κι αρματωμένης στον αγώνα για όλα, για τη λευτεριά της και τη λευτεριά του κόσμου, ξεδιπλώθηκε και πάλι μπροστά στα μάτια μου. Σας ευχαριστώ για την συγκίνηση που μου δώσατε.
Βεβαιωθήτε ότι σας θυμάμαι πάντα. Σταθήκατε πλάϊ μου ευγενικός σύντροφος και δραστήριος συνεργάτης στη δύσκολη δουλειά που είχαμε αναλάβει. Σας θυμάμαι και σαν δημοσιογράφο και σαν άνθρωπο. Τους εξετίμησα και τους δύο. Κι αν η ανθρωπότης τρελαθή και επιχειρήσει τρίτο πόλεμο, θα σας ήθελα πάλι μαζί μου, στη γραμμή της φωτιάς, να περάσουμε το καινούργιο δράμα πλάϊ στο μαχόμενο λαό, σαν και τότε.
Πάντα δικός σας
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ
της Ακαδημίας Αθηνών