Ο λοχίας Πεζικού Στ. Λαζαρίδης, από τον Βόλο, υπηρετούσε στα σύνορα όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση. Τραυματίσθηκε στη διάρκεια μάχης
[Αποστολέας: Ειρήνη Ζαχαροπούλου].
Η 28η Οκτωβρίου 1940 με βρήκε, δωδεκάχρονο, στα θρανία του 2ου Γυμνασίου του Βόλου. Εκείνο το πρωινό μπήκε στην τάξη ο αξέχαστος γυμνασιάρχης μας Παπαϊωάννου (από τα Κανάλια της Καρδίτσας) και, ήρεμα, μας ανήγγειλε ότι έχουμε πόλεμο με την Ιταλία, ότι διακόπτονται προσωρινά τα μαθήματα και ότι πρέπει ήσυχα να πάμε στα σπίτια μας.
Ήμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του αδερφού του πατέρα μου, Μήτσου, ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο στον Βόλο. Ο θείος Μήτσος είχε ένα μοναχογιό τον Γιώργο, μία τάξη μικρότερο.
Ξεκινήσαμε ήρεμα με το Γιώργο για το σπίτι, αλλά στο δρόμο άρχισαν να σκούζουν με τον ανατριχιαστικό τους ήχο οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας. Τρέξαμε έντρομοι στο σπίτι. Σε λίγο ήρθε ο θείος και μας είπε να ετοιμαστούμε για το χωριό της καταγωγής της θείας μου, την Άνω Γατζέα Πηλίου.
Πήραμε λοιπόν το υπέροχο τραινάκι του Πηλίου και φθάσαμε στη Γατζέα, ένα γραφικό χωριό χωμένο μέσα στις ελιές. Καταλύσαμε σ’ ένα συγγενικό σπίτι της θείας μου κι από κει ζήσαμε τις πρώτες μέρες του πολέμου.
Δύο-τρεις μέρες μετά την εγκατάστασή μας στη Γατζέα, νά σου τα ιταλικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τον Βόλο από πολύ μεγάλο ύψος. Τα κοιτάζαμε και βλέπαμε γύρω τους να σκάνε οι οβίδες του αντιαεροπορικού πυροβολικού. Συνταρακτικό για μας θέαμα, το οποίο απολαμβάναμε εκ του φυσικού και όχι από μία κινηματογραφική ταινία.
Τα βράδια ακούγαμε τα νέα από το ραδιόφωνο του καφενείου της πλατείας. Μαζί με τις πρώτες νίκες του στρατού μας, που ξεσήκωναν παραλήρημα ενθουσιασμού στο ακροατήριο, ακούγαμε και ονόματα τραυματιών.
Τότε άκουσα τον τραυματισμό του μνηστήρα της μεγάλης μου αδερφής Χαρίκλειας, του Στέφανου Λαζαρίδη. Άκουσα επίσης τον τραυματισμό και ενός άλλου συγχωριανού, του Νόντα Οικονόμου. Μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι, τρύπησε το κράνος και τον τραυμάτισε μάλλον ελαφρά. Αργότερα, όταν πήγα στην Καστανιά, όπου ο Στέφανος έμεινε για λίγο με αναρρωτική άδεια, ρουφούσα αχόρταγα τις διηγήσεις του από τις μάχες στο μέτωπο. Ο Στέφανος ήταν λοχίας πεζικού.
Κάτι που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα από τις διηγήσεις του είναι το ακόλουθο: Ο Στέφανος υπηρετούσε στη μεθόριο όταν εκδηλώθηκε η επίθεση των Ιταλών. Δεινός σκοπευτής, σημάδευε τους Ιταλούς, αλλά τις πρώτες μέρες δίσταζε να πατήσει τη σκανδάλη. Σκεπτόταν ότι θα αφαιρούσε ανθρώπινες ζωές. Αργότερα, βέβαια, όταν οι σφαίρες σφύριζαν γύρω του, έκανε αυτό που έκαναν όλοι.
Όταν καταλάγιασε ο φόβος των βομβαρδισμών, μαζευτήκαμε στον Βόλο και, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, πήρα το τραίνο των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων για την Καρδίτσα. Το τραίνο ήταν γεμάτο νέους στρατιώτες που πήγαιναν στην Καλαμπάκα και από κει με τα πόδια στο μέτωπο. Οι στρατιώτες έδειχναν να διακατέχονται από ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Φώναζαν, τραγουδούσαν και πυροβολούσαν από τα παράθυρα…
Θυμάμαι που μπήκε στο βαγόνι ένας αξιωματικός και τους είπε: «Σταματήστε να πυροβολείτε, δεν θα σας μείνουν σφαίρες για τους Ιταλούς!» Έτσι πήγαιναν οι φαντάροι μας στο μέτωπο. Έτσι εξηγείται το θαύμα της Αλβανίας.
Στην Καρδίτσα κατέλυσα σε συγγενικό σπίτι. Μόλις οι συγγενείς αυτοί είχαν επιστρέψει από τη γενέτειρα Καστανιά Αγράφων, όπου παρέμειναν λίγες μέρες στο πατρικό μας σπίτι, έπειτα από κάποιο βομβαρδισμό που είχε γίνει στην Καρδίτσα. Οι Ιταλοί στόχευαν τους στρατώνες, αλλά οι βόμβες έπεσαν έξω απ’ την πόλη, κοντά στον μύλο του Παρθένη, με μοναδικό αποτέλεσμα τον θάνατο ενός γαϊδάρου και τον ελαφρύ τραυματισμό της κυρίας Παρθένη στο γλουτό. Όπως μου είπαν, ο πατέρας μου, ειρωνευόμενος τους Ιταλούς αεροπόρους, έλεγε: «Τι πέτυχαν; Χτύπησαν ένα γάιδαρο και το κώλο της μυλωνούς!»
Φθάνοντας στην Καστανιά, βρήκα έναν πατέρα αλλαγμένο. Ο συνήθως φειδωλός σε εκδηλώσεις και αυστηρός προς όλους Κώστας Ζαχαρόπουλος φαινόταν να βρίσκεται σε διαρκή έξαρση. Κάθε φορά που αναγγέλλονταν μία νίκη του στρατού μας, έβγαζε τη σημαία, ζητωκραύγαζε και κερνούσε όσους βρίσκονταν στο μαγαζί του. Ασφαλώς αυτές οι νίκες τού θύμιζαν τις νίκες των βαλκανικών πολέμων στους οποίους είχε λάβει μέρος και είχε μπει νικητής στη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος χάρισε στους μαχητές του –και στον πατέρα μου– μία φωτογραφία του, με ιδιόχειρη αφιέρωση. Την κρατάει τώρα ο γιος μου που φέρει το όνομά του.
Αλλά και όλο το χωριό βρίσκονταν σε έξαρση. Συσσίτια οργανώθηκαν για τις άπορες οικογένειες των στρατευμένων, οι γυναίκες νυχτέρευαν πλέκοντας μάλλινες κάλτσες και πουλόβερ για τους στρατιώτες του μετώπου, ο καθένας συνείσφερε στον αγώνα όπως μπορούσε.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισαν να φθάνουν τα μαντάτα για τους πεσόντες στο μέτωπο. Δεν θα ξεχάσω το θρήνο της Νικόλαινας Κόγια όταν έλαβε το μαντάτο για τον θάνατο του δασκάλου-εφέδρου ανθυπολοχαγού γιου της Παναγιώτη. Λίγο πριν από τον πόλεμο είχε πεθάνει, νεότατος, από πνευμονία (δεν υπήρχε πενικιλίνη τότε), ο άλλος δάσκαλος γιος της ο Κώστας, κάπου στη Μακεδονία όπου υπηρετούσε. Η Νικόλαινα ήταν δυνατός άνθρωπος. Άντεξε τον χαμό των δύο γιων της, τον ένα μετά τον άλλον, δύο λεβέντες που με μύριες θυσίες είχε σπουδάσει. Είχε άλλους δύο γιους και τρεις κόρες. Σπούδασε τον νεώτερο, κράτησε τον μεγαλύτερο στο σπίτι για στήριγμα και πάντρεψε τις 3 κόρες. Αυτές ήταν οι μανάδες του ’40, οι Αγραφιώτισσες μανάδες. Τραγικότερη ήταν η Λίαινα του Μπότση, που είχε χηρέψει νέα και τώρα έχασε και τον πρωτότοκό της, τον λεβέντη Θεοφάνη.
Η Καστανιά είχε συνολικά 12 νεκρούς. Μεγάλος αριθμός για μικρό χωριό. Ανάλογες απώλειες είχαν και τα άλλα γειτονικά χωριά. Οπωσδήποτε το ποσοστό νεκρών των περιοχών μας από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο είναι πολλαπλάσιο του εθνικού ποσοστού. Πιθανή εξήγηση είναι το γεγονός ότι το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, στο οποίο κατατάσσονται οι στρατεύσιμοι της περιοχής μας, έπαιξε κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της Εαρινής Επίθεσης του Μουσολίνι τον Μάρτιο του 1941. Τότε έλαβαν χώρα οι πιο φονικές μάχες του πολέμου. Ιδιαίτερα, το Τάγμα ΙΙ/5 του 5ου Συντάγματος είναι εκείνο που υπερασπίστηκε το θρυλικό Ύψωμα 731. Στο ύψωμα αυτό είχε επικεντρωθεί από την πρώτη ημέρα (9 Μαρτίου 1941) η επίθεση του Μουσολίνι.
Ο ηρωικός διοικητής του Τάγματος, ταγματάρχης Κασλάς, γράφει: «Την 06.30 ώραν ήρξατο τρομοκρατικόν και καταιγιστικόν πυρ πυροβολικού όλμων και αεροπλάνων, 400 πυροβόλα παντός διαμετρήματος εξεμούσαν πυρ και σίδηρον…» Τα πυροβόλα αυτά τα ακούγαμε στην Καστανιά. Κάποιος μας συμβούλευσε να βυθίσουμε στο έδαφος ένα μυτερό αντικείμενο για να τα ακούμε καλύτερα.
Μέσα στο χαλασμό που δημιουργήθηκε, ο Κασλάς σκέφτηκε ότι έπρεπε να περισώσει τα πολυβόλα και τα οπλοπολυβόλα για να αντιμετωπίσει την επίθεση του πεζικού που σίγουρα θα ακολουθούσε. Τα απομάκρυνε λοιπόν και τα τοποθέτησε σε ασφαλή θέση. Με τα όπλα αυτά οι επιζήσαντες της πύρινης λαίλαπας υποδέχτηκαν το ιταλικό πεζικό. Ανυποψίαστοι οι Ιταλοί, ήταν πεπεισμένοι ότι το ύψωμα είχε ισοπεδωθεί και ότι δεν υπήρχε εκεί ψυχή ζώσα. Και θερίστηκαν από τα πολυβόλα που είχε περισώσει ο ταγματάρχης Κασλάς.
Είχα την τύχη να ακούσω σχετική μαρτυρία από έναν Ιταλό λοχαγό. Βρέθηκε στην Καστανιά κυνηγημένος από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943. Είχε διδαχθεί αρχαία ελληνικά και, κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, καλλιέργησε και τα νέα ελληνικά. Έτσι μπορούσαμε να έχουμε μία άνετη συζήτηση μαζί του. Ανήκε στο πεζικό που πραγματοποίησε την επίθεση στο 731 μετά το χαλασμό που δημιούργησαν το πυροβολικό και τα αεροπλάνα.
Προχωρούσαμε αμέριμνοι, έλεγε ο λοχαγός, διότι ήμασταν πεπεισμένοι ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ζωντανός άνθρωπος σ’ αυτό το ύψωμα. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας και στ’ αυτιά μας όταν, φθάνοντας κοντά στο ύψωμα, οι Έλληνες βγήκαν από τους τάφους τους και μας θέρισαν.
Τελικά, το 731 έμεινε απόρθητο, η Εαρινή Επίθεση απέτυχε και ο Μουσολίνι γύρισε στη Ρώμη καταντροπιασμένος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος μέχρι την 6η Απριλίου 1941, ημέρα της γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας. Οι Γερμανοί έφθασαν στα σύνορά μας, μέσω της Βουλγαρίας, χωρίς πρόβλημα, εφόσον η Βουλγαρία ήταν σύμμαχός τους. Η Γιουγκοσλαβία είχε αποφασίσει να αντισταθεί αλλά κατέρρευσε αμέσως. Δεδομένου δε ότι η αμυντική μας προσπάθεια είχε επικεντρωθεί στα βουλγαρικά σύνορα, οι υπερασπιστές των οχυρών μας βρέθηκαν υπερφαλαγγισμένοι από τους Γερμανούς που εισέβαλαν, χωρίς ουσιαστικά να βρουν αντίσταση, από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Όμως οι ήρωες των οχυρών συνέχισαν να πολεμούν, παρά το γεγονός ότι είχαν υπερφαλαγγισθεί. Ο Γερμανός στρατηγός Χάσε έγραψε σχετικά: «Και ένας μόνο Έλληνας στρατιώτης αν έμενε στα οχυρά της Ανατολικής Μακεδονίας, μας πυροβολούσε μέχρι που έπεφτε». […]
Ο νικηφόρος στρατός του αλβανικού μετώπου αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί. Η σύμπτυξη έγινε με τάξη. Απλώς οι ηρωικοί φαντάροι μας γύρισαν στα σπίτια τους με το παράπονο ότι, ενώ κατατρόπωσαν τον εισβολέα, εκείνος τώρα πατάει ανενόχλητος το ιερό έδαφος της πατρίδας. […]
Ζωηρό έμεινε στη μνήμη το πέρασμα από την Καστανιά εκατοντάδων αξιωματικών και στρατιωτών επιστρέφοντας από το μέτωπο. Και κάθε άλλα παρά νικημένοι έδειχναν. Αντίθετα, παρά την ταλαιπωρία από την πολυήμερη πορεία, έδειχναν ακμαίοι χωρίς να έχουν αποχωρισθεί τον οπλισμό τους, ακόμα και τα βαριά πολυβόλα που είχαν φορτωμένα σε μουλάρια. Αξέχαστος μένει ο ενθουσιασμός της οικογένειας όταν ξαφνικά χτύπησε την πόρτα μας και εμφανίστηκε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ηλίας Διαμαντής. Τον είχε βαφτίσει ο πατέρας μου και τον καμάρωνε, όπως καμαρώνω κι εγώ τον γιο του Δημήτρη Διαμαντή, τον οποίο επίσης έχω βαφτίσει. Έφεδρος αξιωματικός και ο Δημήτρης, είναι ήδη παππούς με δύο εγγόνια. […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Άγγ. Ζαχαρόπουλου (πατέρα της αποστολέα και συγγενή του Στ. Λαζαρίδη) για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Περιέχονται πληροφορίες για τη δράση του Στ. Λαζαρίδη.