ΛΙΑΣΚΟΒΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ


O Ι. Λιασκοβίτης από τα Κανάλια Καρδίτσας υπηρέτησε τη θητεία του την περίοδο 1938-1940 ως λοχίας. Λίγους μήνες μετά την αποστράτευσή του, άρχισε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, οπότε κλήθηκε πάλι στα όπλα
[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης].

Επιστρατεύθηκα για πρώτη φορά το 1938 και υπηρέτησα στον ελληνικό στρατό, ως λοχίας, μέχρι το 1940, οπότε αποστρατεύθηκα. Δεν έμεινα ως πολίτης, παρά μερικούς μήνες.
Την παραμονή της κηρύξεως του πολέμου του 1940 ήμουν στο ξενοδοχείο «Θεοξένια» της Κηφισιάς, που το είχε ο γιατρός Βάιος Τσαρούχας. Εκείνο το βράδυ είχαμε διάφορα μισθωμένα δωμάτια. Ένα είχε ο στρατηγός ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, που ήταν αθλητικός και πολύ ωραίος τύπος, και ένα η Άσλικ, πρώτη γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας. Αυτοί έμεναν μόνιμα εκεί, και το βράδυ εκείνο της 28ης Οκτωβρίου ακούγαμε ειδήσεις, στις 12 τα μεσάνυχτα. Γυρίζει ο Ραγκαβής και μου λέγει:
‒ Γιάννη, πού υπάγεσαι στρατολογικά;
‒ Στα Τρίκαλα, του απαντώ.
Εγώ κάτι κατάλαβα, αλλά περίμενα λίγο ακόμη. Και συνεχίζει ο Ραγκαβής:
‒ Από τα Τρίκαλα θα έρθεις στη Λάρισα. Εκεί είμαι διοικητής της στρατιάς κ.λπ.
Και πραγματικά, πρωί πρωί χτυπάει την πόρτα ο νυκτοφύλακας, που είχαμε στο ξενοδοχείο, λέγοντας με σιγανή φωνή.
‒ Γιαννάκη, ξύπνα. Μας κήρυξε τον πόλεμο η Ιταλία.
Αυτό ήταν αναμενόμενο. Από την ώρα που έριξαν τορπίλες στην «Έλλη», στην Τήνο, ήταν πλέον βέβαιο. Πήρα ένα ταξί και κατεβαίνω στην Αθήνα, κι εκεί στην πλατεία Κάνιγγος βλέπω τον Αθανάσιο Ντενίση να γυαλίζει τα παπούτσια του, στο λούστρο του πεζοδρομίου, και θέλησα να τον πειράξω.
‒ Θέλεις να πας και γυαλισμένος, Θανάση, του είπα.
Πήγαμε μαζί στο τραίνο, άλλος στα παράθυρα, άλλος στη σκάλα, άλλος αλλού, και φθάνω στα Τρίκαλα, διότι τότε ο νομός Τρικάλων περιλάμβανε και την Καρδίτσα. Πήγα να δω πού είμαι. Αμέσως με βάζουν αποστολή, αλλά εγώ δεν πήγαινα, διότι ήμουν αδιάθετος. Και με λίγα λόγια, έρχεται ένας λοχίας, και μου λέει: Σε ζητάει ο διοικητής. Μόλις με βλέπει ο διοικητής μου λέει:
‒ Γιάννη, είδα έγγραφο από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, τον στρατηγό, για να πας στη Λάρισα. Πάμε, λοιπόν, όλοι μαζί, στον στρατηγό, μας περιμένει.
Βρήκα τον Ραγκαβή στη Λέσχη Αξιωματικών και αμέσως λέγει στους επιτελείς του, λίγο περιπαιχτικά:
‒ Πού θα τακτοποιήσουμε το παιδί από εδώ, γιατί είναι λίγο καλομαθημένο, με καλοριφέρ κ.λπ.;
‒ Να τον στείλουμε στο Ταχυδρομείο, να κοιμάται.
Και πραγματικά πήγα στο Ταχυδρομείο για μερικούς μήνες, όπου κοιμόμουν το βράδυ. Μου έδωσαν δε τη διοίκηση ενός λόχου εφέδρων. Μετά έρχονται οι τριάρηδες αξιωματικοί (που είχαν υπηρετήσει δηλαδή τρία χρόνια), αλλά δεν ήθελε να αναλάβει κανένας τους τη διοίκηση του λόχου, που είχα εγώ. Τελικά πείσθηκαν και τον πρώτο καιρό περνούσαμε καλά.
Ένα βράδυ, σε ελεύθερη ώρα, παίζαμε χαρτιά και κάποιοι με έψαχναν και ρωτούσαν:
‒ Πού είναι ο Γιάννης Λιασκοβίτης;
‒ Είναι εκεί, όπου παίζουν χαρτιά. Ψάξτε να τον βρείτε.
Και πραγματικά εκείνο το βράδυ παίζαμε χαρτιά με λεφτά, πολλά λεφτά. Και μου έρχεται ένα χαρτί και τα κερδίζω όλα. Έτσι οι άλλοι έχασαν για μια βραδιά τον πρώτο τους μισθό. Το πρωί, όμως, τους έδωσα όλους από τρία κατοστάρικα. Μάλιστα, μεταξύ αυτών ήταν και ένας τριμηνίτης, ο οποίος λεγόταν Δημήτριος Δεμέστιχας και ήταν πρώτος ξάδερφος του στρατηγού. Έγινε κι αυτός στρατηγός και έψαχνα να τον βρω πολύ καιρό αργότερα. Τον βρήκα δε τώρα τελευταία και θυμηθήκαμε μαζί το αναπάντεχο αυτό συμβάν.
Ένα βράδυ έρχονται όλοι οι λοχίες, που ήταν σε διάφορες μονάδες, και παίρνουν εντολές για να πάνε στο μέτωπο. Ήταν Δεκέμβριος και τότε ήταν πολύ ανεβασμένο το ηθικό των στρατιωτών και του ελληνικού λαού. Γυρίζω μέσα στον στρατηγό και του λέω:
‒ Θέλω να πάω κι εγώ στο μέτωπο.
‒ Τι λες, βρε παιδί μου. Εγώ τώρα θα φύγω για τη Θεσσαλονίκη και το έχω σχέδιο να σε πάρω κι εσένα εκεί, μου απαντά.
‒ Στρατηγέ, είναι καμιά πεντακοσαριά λοχίες και δεκανείς που θα πάνε στο μέτωπο, άφησέ με να πάω κι εγώ.
Τελικά πείστηκε και μου λέγει:
‒ Όταν θα πας στον Πειραιά να πάρεις μαζί σου πουλόβερ, γάντια, κασκόλ κ.λπ. γιατί κάνει κρύο πολύ στην Αλβανία.
Πήγα, τα πήρα και φύγαμε έξω, με επικεφαλής έναν αντισυνταγματάρχη, ο οποίος στον δρόμο με κολλούσε. Όταν το είδαν αυτό οι άλλοι, του λένε:
‒ Μην τον κολλάς τον Λιασκοβίτη, γιατί θα πάθεις ζημιά.
Από Λάρισα πήγαμε Πειραιά με το τραίνο, από εκεί Μεσολόγγι με πλοίο και ύστερα Ιωάννινα με στρατιωτικά αυτοκίνητα. Όπου σταθμεύαμε, εγώ έβρισκα την ευκαιρία και έπαιζα χαρτιά με άλλους, για να περάσει η ώρα.
Από τα Γιάννενα φύγαμε για το Καλπάκι. Ήταν Γενάρης 1941. Ήμουν εκεί με τον ξάδερφό μου Λάμπρο Λιασκοβίτη και τον Χρήστο Δημητρίου Ζούμπο. Εκεί στο Καλπάκι με πιάνει ένας πυρετός το βράδυ, αλλά ευτυχώς έφυγε το άλλο πρωί. Μπαίνουμε στο αλβανικό έδαφος και αφού βαδίσαμε αρκετά, μας παρέλαβε ένας συνταγματάρχης με μια χλαίνη μπαρουτοκαπνισμένη, Κώστας, σαν να τον βλέπω τώρα, ψυχωμένος άντρας.
‒ Καλωσορίσατε, παιδιά μου, μας λέγει. Ποιος είναι εδώ ο αρχαιότερος;
‒ Εγώ είμαι, κύριε συνταγματάρχα, του απαντώ εγώ.
‒ Ποια είναι η επιθυμία σας, λοχία;
‒ Επιθυμία μας είναι να αποτελέσουμε ένα ανεξάρτητο σώμα, παρά τον Αώο ποταμό, με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη που μας έφερε έως εδώ.
Τότε, μερικοί άλλοι, στρέφονται προς τον αντισυνταγματάρχη και του λένε:
‒ Δεν σου είπαμε μην τον πειράζετε το Λιασκοβίτη; Ορίστε, τώρα σας την έφερε.
Και πραγματικά, ο αντισυνταγματάρχης αυτός είχε στο μυαλό του να μας παραδώσει και να φύγει, να επιστρέψει στη Λάρισα. Αλλά τώρα του άλλαξαν τα σχέδιά του. Δέχτηκε, λοιπόν, την πρόταση και είπε:
‒ Να ιδούμε τα χαρτιά του και να τον κρατήσουμε εδώ.
Από εκεί μας έβαλαν στα τάγματα και εγώ με πολλούς άλλους στελεχώσαμε ένα τάγμα που είχε αποδεκατισθεί στις μάχες που έδωσε έως εκείνη την ώρα.
‒ Εσύ θα αναλάβεις την τάδε διμοιρία, μου λέει ο επικεφαλής.
‒ Ό,τι έχει ανάγκη ο στρατός, του απάντησα.
Στην ίδια διμοιρία έτυχε να είναι και ο Χρίστος Ζούμπος. Ανεβήκαμε σ’ έναν λόφο, όπως είναι η Στρατώνα. Μετά μου λέει ο λοχαγός:
‒ Θα πάρεις τη διμοιρία σου και θα πας να χτυπήσεις το απέναντι ύψωμα, που το κατέχουν τώρα οι Ιταλοί.
Παίρνω πραγματικά τη διμοιρία, την αναπτύσσω και προχωρούμε απέναντι από το ποτάμι. Μόλις μπαίνουμε, όμως, στη μάχη και ρίχνουμε τις πρώτες σφαίρες, τραυματίζομαι στο πόδι. Τότε φωνάζω τον άλλο λοχία να αναλάβει τη διοίκηση, κι εγώ παρέμεινα πίσω, για να ασχοληθώ με το τραύμα μου. Είχε ρίξει χιόνι τη νύχτα και πιάστηκε αρκετά στο έδαφος. Ήταν 21η Ιανουαρίου 1941. Ακούει ο Χρήστος Ζούμπος, που ήταν μπροστά μπροστά στο παρατηρητήριο, ότι τραυματίστηκε ο Γιάννης, και αμολάει κάτω, με παίρνει στον ώμο, περνάει το ποτάμι, που είχε νερό ως τη μέση, και μ’ έβγαλε πίσω σε κάτι αγροτόσπιτα. Εκεί με άφησε και έφυγε για την πρώτη γραμμή πάλι, ώστε να βρει τη διμοιρία του. Αφού κάθισα λίγη ώρα, έφεραν και άλλους τραυματίες. Τότε ακούει ένας λοχίας σιτιστής ότι τραυματίστηκε ο Λιασκοβίτης και αμέσως μου φέρνει κουραμάνα, ελιές κ.λπ., για να φάω. Έφαγα και έδωσα και στους άλλους που πεινούσαν. Ένας φαντάρος από την Αργαλαστή Μαγνησίας φώναζε να του δώσω κι αυτού, απαιτητικά. Τότε του λέγω:
‒ Αν σταματήσεις να φωνάζεις και να απαιτείς, τότε θα σου δώσω. Όλοι μας είμαστε τραυματισμένοι, όλοι μας πονάμε, αλλά τι να κάνουμε; Πόλεμο έχουμε.
Σταμάτησε να φωνάζει, και του έδωσα και αυτού κουραμάνα.
Το πρωί έρχεται ένα φορτηγό, μας ανεβάζουν επάνω όλους τους τραυματίες και μας πηγαίνουν στα Γιάννενα, στο Νοσοκομείο. Το πρωί που ξύπνησα, είδα ένα φαινόμενο στο δεμένο πόδι μου. Από εδώ, που ήταν όλο με γάζες κάτω, ήταν γεμάτο ψείρα. Δεν έβλεπες καθόλου γάζα. Οι ψείρες όλες από το σώμα μου μαζεύτηκαν εκεί που ήταν άσπρο και καθαρό.
Από εκεί τελείωσαν τα βάσανά μου με τον πόλεμο. Μαθαίνει ο θείος μου ο γιατρός ο Βάιος Τσαρούχας και έρχεται και με περιμένει στον Πειραιά, όπου φθάσαμε από την ίδια διαδρομή, που είχαμε πάει, μέσω Μεσολογγίου. Με πήγε στο Αμερικανικό Κολέγιο, το οποίο είχε μετατραπεί, τότε, σε νοσοκομείο. Από εκεί πλέον πήρα εξιτήριο.
Αφού έγινα καλά, πήγα στρατιωτική αποστολή στην Άμφισσα, με το τραίνο. Τότε μου λέει κάποιος ότι διοικητής της στρατιωτικής υπηρεσίας της Άμφισσας είναι ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου. Αμέσως πηγαίνω να τον ιδώ και μου λέγει:
‒ Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Θα φύγεις αμέσως για Αθήνα.
Φωνάζει κάποιον, του δίνει τη σχετική εντολή και με ένα στρατιωτικό φορτηγό φθάνουμε στην Αθήνα και πηγαίνω κατευθείαν στο ξενοδοχείο «Δροσιά», στο Γαλάτσι, που το είχε ο Απόστολος Λιασκοβίτης. Εκεί ντύθηκα πολιτικά, πλέον, διότι στο μεταξύ είχε λήξει ο πόλεμος και άρχισε η Κατοχή.
Αυτή ήταν η ιστορία μου στο αλβανικό μέτωπο.