Ο Ιορδ. Β. Παπαδόπουλος ήταν, κατά την έναρξη του πολέμου, μαθητής στην Δ’ τάξη του Δημοτικού στο Πλατύ Ημαθίας, το οποίο βρίσκεται στη γραμμή του τρένου και απέχει 36 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη
[Αποστολέας: Ιορδάνης Β. Παπαδόπουλος].
Είναι Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940. Ήσυχο πρωινό στο Δημοτικό Σχολείο. Παίζουμε στην αυλή, περνάει η ώρα και περιμένουμε ανέμελοι το κουδούνι.
Κάποτε, σημαίνει ο κώδων, μαζευόμαστε για παράταξη, αλλά δεν βλέπουμε τον Διευθυντή στο κεφαλόσκαλο. Μάθαμε πως ήδη τον κάλεσαν με ατομική πρόσκληση, καθώς και το γιο της κυρίας Θεανώς. Ήλθε η κυρία Θεανώ και άρχισε με μάτια βουρκωμένα:
‒ Σήμερα, παιδιά, δεν έχει μάθημα, έχουμε πόλεμο, και συνέχισε με λυγμούς.
Δεν ακούσαμε τίποτε άλλο, μας έφτανε που δεν είχαμε μάθημα. Χοροπηδούσαμε με κραυγές χαράς, «Ζήτω ο πόλεμος, δεν έχει μάθημα!».
Νομίζαμε πως ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι, κάτι σαν τις σχολικές παραστάσεις Τούρκοι – Κλέφτες και Αρματολοί ή Κλέφτες κι Αστυνόμοι.
Το Σχολείο έμεινε με δύο δασκάλες. Έπαψαν και τα νυχτερινά μαθήματα για τους γονείς μας, που είχε θεσπίσει ο Μεταξάς.
Γυρίσαμε οίκαδε, χαρούμενοι, αλλά εκεί επικρατούσε άλλο κλίμα. Οι γυναίκες της γειτονιάς στην αυλή του σπιτιού μας. Κατήφεια και κλάμα, κανείς δεν μας ρωτάει «Τι γυρεύετε τέτοια ώρα στο σπίτι».
Ο πατέρας λείπει στο καφενείο. Πηγαίνουμε στο καφενείο, του Αντρέα, όπου και το μοναδικό ραδιόφωνο στο χωριό. Μαζεμένοι όλοι οι άνδρες, παρακολουθούν τα νέα.
«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Τσιγγιρίδη». Ήταν ιδιωτικός που άρχισε να λειτουργεί από το 1926 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, με κεραία στο Λευκό Πύργο. Το 1928 είναι πλέον ο πρώτος Ραδιοφωνικός Σταθμός στα Βαλκάνια. Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης ήταν πρόσφυγας από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το δελτίο ειδήσεων μεταδιδόταν στα ελληνικά και στα τουρκικά.
Στη Θεσσαλονίκη είχαν εγκατασταθεί ανταλλάξιμοι πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων αρκετοί τουρκόφωνοι. Από το καφενείο, μια παρέα παιδιά πήγαμε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό (ΣΣ), σε απόσταση κάπου ένα χιλιόμετρο. Από τον Σταθμό Πλατέος περνάει η γραμμή Θεσσαλονίκης, με διακλάδωση για Λάρισα-Αθήνα και Βέροια-Φλώρινα.
Στον σταθμό ασυνήθιστη κίνηση. Βαγόνια εμπορικά όπου έγραφαν με άσπρη μπογιά ΥΠΠΟΙ 8 ‒ ΑΝΔΡΕΣ 44. Από τα βαγόνια κατεβαίνουν στρατιώτες που έρχονται από Αθήνα και Λάρισα. Στο Πλατύ γεμίζουν άλλα φορτηγά βαγόνια στη γραμμή Φλώρινας για τα σύνορα της Αλβανίας. Πολύς κόσμος και βαβούρα. Η ατμόσφαιρα καθόλου δεν μοιάζει με την κατήφεια που επικρατούσε στο χωριό. Οι φαντάροι με τάξη και ευδιάθετοι, αλλάζουν βαγόνια, τραγουδούν και κάνουν πλάκες μεταξύ τους. Ακόμη και οι υπάλληλοι του σταθμού, επηρεασμένοι από τους χαρούμενους φαντάρους, δείχνουν ευδιάθετοι.
Αυτό το πήγαιν’-έλα των φαντάρων κέντριζε τη φαντασία μας. Τα απογεύματα τα περνούσαμε στο Σταθμό.
Δεκαπέντε παλικάρια από το χωριό έφτασαν στον Σταθμό για να πάνε στις μονάδες που γράφουν τα απολυτήριά τους για επιστράτευση. Ο πρόεδρος του χωριού την παραμονή οργάνωσε πλούσιο τσιμπούσι. Οι άντρες άνω των σαράντα και «ικανοί να φέρουν όπλα» οργανώθηκαν στην Πολιτοφυλακή.
Τα βράδια, τα περνούσαμε στο καφενείο. Ακούγαμε τα νέα από τον σταθμό Τσιγγιρίδη. Διασκεδάζαμε με τα ανέκδοτα, πολλά ανέκδοτα για τους «μακαρονάδες» και τον Μπενίτο Μουσολίνι. Στα ενδιάμεσα ακούγαμε τη Σοφία Βέμπο «Με το χαμόγελο στα χείλη» και «Κορόιδο Μουσολίνι».