Ο Δ. Ταραντίνος πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο αλβανικό μέτωπο
[Αποστολέας: Νικόλας Ταραντίνος].
[…] Αλλά από το σουρούπωμα και πέρα αποζημιωνόμουν για όλη αυτήν την κούρασι γιατί ήμουν ελεύθερος μέχρι την επομένη το πρωί. Το βράδυ εκοιμώμουν μαζί με την μητέρα μου σε κάποιο φιλικό μας σπίτι. Κι’ οι νύχτες που περνούσα δεν ήσαν φυσικά καθόλου ευχάριστες, γιατί από ημέρα σε ημέρα επεριμέναμε τη διαταγή της αναχωρήσεως μας για το μέτωπο. Κι’ έτσι παρ’ όλη την κούρασι οι διάφορες θλιβερές σκέψεις και ιδίως το ότι έβλεπα την μητέρα μου να σπαράζη από τον πόνο, δεν με άφηναν να κοιμηθώ. […]
Θυμάμαι την νύχτα της 5ης ή 6ης Νοεμβρίου ότι έπεσε μια ραγδαιοτάτη βροχή με αστραπές και κεραυνούς. Αυτή η τρομερή νύχτα με αγρίεψε τόσο πολύ που κι’ αν και ήμουν σε καλό κρεββάτι και καλά σκεπασμένος έννοιωθα κρυάδες και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Η σκέψη μου πήγαινε σε όλες αυτές τις χιλιάδες των στρατιωτών που θα κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο την ίδια νύχτα μεσ’ τη βροχή και στην λάσπη και στη συνέχεια ότι σε λίγες ημέρες κι’ εγώ θα βρισκόμουν ανάμεσα σ’ αυτούς για να συμμερισθώ απόλυτα την ζωή που κάνουν.
[…] Μετά την Τρίπολη δύο δασκαλίτσες μας εσυντρόφεψαν μέχρι τον Αχλαδόκαμπο και ο λοχίας ο Αδαμόπουλος επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να κρατήσει τις διευθύνσεις τους και να τους γράψη. Άρχιζαν οι σχέσεις των πρόσω με τα μετόπισθεν.
Στην Κόρινθο εφθάσαμε βραδιυζοντας και στην Αθήνα κατά τα μεσάνυχτα. Στον σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών η αμαξοστοιχία εσταμάτησε για λίγα λεπτά, αλλά το φρουραρχείον του σταθμού μας απηγόρευσε την κάθοδον εκ των βαγοίων. Σε λίγο πάλι εξεκίνησαμε κι’ εφθάσαμε στον στρατιωτικό σταθμό Ρουφ όπου απεβιβάσθημεν. Το θέαμα που αντίκρυσα εκεί ήτανε παράξενο κι υποβλητικό.
Μέσα σε ένα φως γαλάζιο που εδημιουργείτο από πολλούς ειδικούς λαμπτήρας έβλεπα να μανουβράρουν 4-5 αμαξοστοιχίες με πολλά βαγόνια ενώ στα διάκενα των γραμμών και γύρω ένα πυκνό πλήθος, χιλιάδες στρατιωτών με πολυποίκιλες αποσκευές και φορτηγά ζώα εγέμιζαν ασφυκτικά τον χώρο. Οι περισσότεροι φαντάροι καθόντουσαν χάμω στο χώμα και πολλοί απ’ αυτούς παρά το πανδαιμόνιον που εγίνετο γύρω τους, είχαν από την κούρασι πάρει έναν ύπνο.
Πάνω απ’ τα κεφάλια μας συχνοπερνούσαν αεροπλάνα δικά μας με κόκκινο και γαλάζιο φως στις άκρες των φτερών. Μαύρα αισθήματα δοκίμαζα αντικρίζοντας την εικόνα αυτή και σε μια στιγμή εσκέφθηκα ότι θα είχε κάθε δίκιο όλο αυτό το πλήθος αν σηκωνόταν με μιας και με μια μυριόστομη κραυγή φώναζε σε όλους και σε όλα γύρω του και περισσότερο προς την ζωή, την ειρηνική ζωή που άφηνε σαν στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια “Morituri te salutant”. Στην μία μετά τα μεσάνυχτα μας δόθηκε η διαταγή να συγκεντρωθούμε στον σταθμό του Ρουφ στις οκτώ το πρωί. Αμέσως άφησα τα πράγματά μου και το όπλο μου σε έναν συνάδελφο που δεν είχε να πάη πουθενά αυτές τις νυχτερινές ώρες κατ’ ευθείαν έξω για την Αθήνα. Με ταξί κατώρθωσα να δω τους στενότερους συγγενείς μου, να κοιμηθώ τρεις ώρες και να είμαι στο σταθμό στις 7 ½. Αλλά η αναχώρησις είχε αναβληθή για μια ώρα ίσως και περισσότερο, γιατί η επιβίβαση των μεταγωγικών ζώων ήταν πολύ δύσκολη και εγινόταν σιγά-σιγά. Την ώρα αυτή εσκέφθηκα να την χρησιμοποιήσω για να κατορθώσω να δω έστω κι από μακριά την Α., που βέβαια δεν ήταν δυνατό να την δω εις προηγούμενες νυχτερινές ώρες. Η Α. ήταν μια πραγματική φίλη που την αγαπούσα και την εκτιμούσα παρά πολύ από αρκετά χρόνια πειό πριν, χωρίς όμως και η φιλία μας μέχρι τότε να έχει πάρει τη μορφή της αγάπης.
Με ένα ταξί σε πέντε λεπτά ήμουν στην γειτονιά της. Στον σωφέρ είπα να περιμένει στο μέρος που τον άφησα κι’ εγώ βγήκα επάνω στον λόφο που είναι απέναντι από το σπίτι της. Επερίμενα αρκετά λεπτά και δεν έβλεπα ούτε πόρτα ούτε παράθυρο να ανοίγη κι’ όσο περνούσε η ώρα τόσο η αγωνία μου μεν εμεγάλωνε γιατί είχα το φόβο μήπως περάσει η ώρα και ξεκινήση η αμαξοστοιχία με την οποία θα έφευγε το τμήμα μου. Στο τέλος απεφάσισα να φύγω κι’ εξεκίνησα αλλά καθώς περνούσα έξω από το σπίτι της να κι’ ανοίγει η μπαλκονόπορτα και βγαίνει η Α. στο μπαλκόνι απεριποίητη με μία ρόμπα του σπιτιού γιατί ακόμη ήταν αρκετά πρωί. Μόλις μ’ είδε ξαφνιάστηκε και εκατάλαβε ότι έπρεπε να κατεβή να με δη αμέσως. Δεν μπορούσε όμως να ξέρη πόσο πολύ βιαζόμουν και τα δέκα λεπτά που επερίμενα στην γωνία μέχρις ότου ντυθή κάπως και βγη μου φάνηκαν ένας αιώνας. Τέλος ήρθε και αφού μπήκαμε βιαστικά στο ταξί το οποίο εξεκίνησε αμέσως για του Ρουφ μπόρεσα να της πω με λίγα λόγια όλα τα νέα μου κι’ ότι φεύγω αμέσως για το μέτωπο.
Όταν βγήκαμε στου Ρουφ έμαθα από συναδέλφους ότι είχαμε ακόμη καμμιά δεκαριά λεπτά καιρό. Το περιβάλλον, η ζωηρά κίνησις και η προσπάθεια που κατέβαλε η Α. δεν άφησαν να εκδηλωθή η λύπη και η συγκίνησή της. Πόσο με συνεκίνησε που μου επρότεινε να πάμε για μια στιγμή στην εκεί εκκλησία όπου άναψε μια λαμπάδα και προσευχήθηκε για μένα. Ίσως αυτό να ήταν ένα τίποτε, κάτι πολύ μικρό, αλλά σε μένα αυτό έκανε τόση εντύπωσι και θα το θυμάμαι πάντοτε για μία ώμορφη και τόσο συγκινητική εκδήλωση αγάπης.
Ύστερα επειδή δεν μας έπερνε πειά η ώρα , μόλις εβγήκαμε από την εκκλησία εμπήκαμε πάλι μέσα στο ταξί και απομακρυνθήκαμε καμιά διακοσαριά μέτρα από τον σταθμό και μέσα σ’ αυτό αποχαιρετιστήκαμε με ένα φιλί, το πρώτο φιλί της αγάπης μας. […]
[…] Το μεσημέρι ήρθε κι’ η δική μας σειρά για να επιβιβαστούμε στο άλλο τραίνο για την Καλαμπάκα και πρώτα-πρώτα φορτώθηκαν σε ένα βαγόνι μιας αμαξοστοιχίας που θα μετέφερε άλλο τμήμα, τα τρόφιμα μας. Συνοδός του βαγονιού αφού το ζήτησα από τον λοχαγό μου επήγα εγώ μαζί με τον φίλο μου τον Τρυφωνόπουλο. Κι’ αυτό το κάναμε για να φύγουμε από το Δεμερλή όπου και φόβος αεροπορικής επιθέσεως υπήρχε , αλλά και το θέαμα τόσων χιλιάδων στρατιωτών ήταν πολύ άσχημο. Μετά ταξείδι τριών ημερών κατά το οποίον εσημάνθησαν δύο συναγερμοί, χωρίς όμως να μας πειράξη τίποτε εφθάσαμε στην Καλαμπάκα. Αφού εξησφαλίσαμε στον σταθμό τα πράγματά μας ανεβήκαμε επάνω στην κωμόπολι και τραβήξαμε κατ’ ευθείαν για το ταχυδρομείο μη τυχόν μπορούσαμε να στείλωμε κανένα γράμμα στα σπίτια μας. Το ταχυδρομείο είχε επιταχθή από την στρατιωτική ταχυδρομική υπηρεσία, αλλά κάποιος συνάδελφος που υπηρετούσε εκεί μας διηυκόλινε κι’ έτσι εγράψαμε δυο λέξεις στους δικούς μας. Μετά επήγαμε σε ένα γαλακτοπωλείο όπου εβρήκαμε και εφάγαμε γιαούρτη και ρυζόγαλο, αγοράσαμε από ένα φαρμακείο μερικά κινίνα κι ασπιρίνες και μετά επειδή ενύχτωνε κατεβήκαμε στον σταθμό για να μη μας κλέψουν τα πράγματα και για να μην έρθει το τμήμα μας κι’ ο διοικητής μας δεν μας εύρη εκεί. Ευτυχώς ευρήκαμε τους στρατιώτες που είχαμ’ αφήσει να τα φυλάνε, να κοιμούνται δίπλα σ’ αυτά γι’ αυτό κι εμείς επήραμε βόλτα όλο το σταθμό για να βρούμε καμιά καλή θέση για ύπνο. Στο τέλος βρήκαμε δυο κασόνες που μας εφάνηκαν ότι ήσαν οι καταλληλότερες για το σκοπό μας. Ήσαν ανοικτές από την μία επιφάνεια και τα ανοίγματά τους τα εβάλαμε απέναντι αλλήλων σε μικρή απόστασι, ερρίξαμε μετά αρκετά άχυρα και τις κουβέρτες μας δύο εν όλω κι’ ύστερα μπήκαμε μέσα για να ισιώσουμε το άχυρο. Μετά την τακτοποίησι ετραβήξαμε την κασσόνα που ήταν στα πόδια μας και το κουτί-δωμάτιο έκλεισε. Ότι όμως ετακτοποιηθήκαμε κι’ ήμαστε έτοιμοι να κοιμηθούμε, ακούσαμε να έρχεται ένα τραίνο. Με όλη μας την ψυχή παρακαλούσαμε να μην είναι μεσ’ σ’ αυτό το τμήμα μας για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε μερικές ώρες μέσα στις κασσόνες. Δυστυχώς μόλις μπήκε το τραίνο στο σταθμό διεπιστώναμε ότι ήταν το δικό μας το τμήμα. Η αποβίβασις άρχισε να γίνεται με ταχύν ρυθμό αλλά κι’ ο λοχαγός μας το είχε παρακάνει στις βλαστήμιες. Εγώ εν τω μεταξύ δεν είχα δουλειά να κάνω και μόλις άκουσα ότι φέρνουν Ιταλούς αιχμαλώτους έτρεξα με ζωηρή περιέργεια στο γραφείο ελέγχου του σταθμού να δω τι άνθρωποι είνε, πως είνε ντυμένοι και πως έχουν καταντήσει, αλλά και πως φέρονται οι δικοί μας. Κι’ αφού ικανοποίησα την περιέργειά μου, κι’ έφυγα για να πάω ανάμεσα στα βαγόνια κοντά στο τμήμα μου άκουσα να μου φωνάζη ένας Ιταλός από το ψηλό παραθυράκι ενός φορτηγού βαγονιού μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένος με αρκετούς άλλους «Amico date mi un po’ di galetta”. Μούλεγε και πολλά άλλα Ιταλικά, αλλά εγώ αυτά περισσότερο εκατάλαβα, τον λυπήθηκα, επλησίασα και του έδωσα ένα μεγάλο κομμάτι κουραμάνα απ’ αυτήν που είχα στο σακίδιο μου. Με λατινο-γαλλικά εγώ κι αυτός με τα Ιταλικά του επιάσαμε συζήτησι μικρή κατά την οποία αυτός προσπαθούσε να με ευχαριστήση. Κατόπιν μου εζήτησε τσιγάρο και τούδωσα, καθώς και φωτιά απ’ το δικό μου τσιγάρο […].
Μαζί με δυο άλλους φαντάρους ετραβήξαμε προς κάτι παλιόσπητα-στάβλους που βρισκόντουσαν σε μια πεδιάδα μικρή που απλωνόταν δεξιά του δρόμου. Ήταν κι’ άλλοι φαντάροι εκεί άλλων τμημάτων, αλλά κατωρθώσαμε να εξασφαλίσωμε κι εμείς μια γωνία. […]
Χάμω ήταν στρωμένο πολύ άχυρο κι’ έτσι εκοιμηθήκαμε μαλακά και πολύ ζεστά. Τα μειονεκτήματα του καταλύματος ήσαν οι ψίλοι που μυρμήγκιαζαν στο σώμα μας και η βρώμα από τις καβαλλίνες. Ας είνε όμως, τυχεροί σταθήκαμε που βρήκαμε αυτή τη στέγη γιατί την νύχτα έπιασε βροχή κι’ όσοι εκοιμηθήκανε στ’ αντίσκηνα δεν καλοπέρασαν.
Η επομένη, δευτέρα Δεκεμβρίου, ήταν μια συννεφιασμένη μέρα και συχνά ψιλόβρεχε. Εγώ δεν ξέρω πως μπερδεύτηκα και πλησίασα τον διοικητή κι’ έτσι μ’ άρπαξε και μ’ έβαλε να τακτοποιήσω το «Μητρώον των κτηνών», για τις απώλειες και τις μεταβολές που είχαμε. Κατά το μεσημέρι έπιασε μια ψιλοβροχή εκνευριστική κι’ εγώ στην κωνική σκηνή του διοικητού ετραινάριζα την δουλειά μου για να μην βγω έξω στην λάσπη και στην βροχή.
Κατά τις 4 τ’ απόγευμα ξεεκινήσαμε και πάλι. Ο καιρός βαρειά συννεφιασμένος και με μία εκνευριστική βροχή ψιλή-ψιλή μας εγέμιζε απαισιοδοξία. Οι φαντάροι παρουσίαζαν θλιβερό θέαμα τυλιγμένοι μέσα στ’ αντίσκηνα τους και σέρνοντας τ’ άρβηλά τους που από τις λάσπες που είχαν κολλήσει επάνω τους θα ζύγιζαν εκατό οκάδες το ένα. Ένας απ’ αυτούς ήμουν κι’ εγώ και μηχανοκίνησι δεν υπήρχε. Καθώς μάθαμε με την πορεία αυτή θα φθάναμε και θα ξεπερνούσαμε τα Γιάννενα. Όσο νύχτωνε τόσο και δυνάμωνε η βροχή κι’ εμείς τυλιγμένοι μες’ τα λασπωμένα αντίσκηνα προσπαθούσαμε να φυλαχτούμε απ’ το νερό που απ’ τα εξωτερικά μας ρούχα κόντευε να φτάσει τα εσωτερικά και να ενωθή με τον ιδρώτα που έτρεχε απ’ το κορμί μας απ’ την αδιάκοπη πορεία.
Κατά τις έντεκα αντικρύσαμε την περίφημη λίμνη των Ιωαννίνων, από την πόλη θα μας χώριζε καμμιά ώρα δρόμος ακόμη. Μεσ’ σ’ αυτή την ώρα η βροχή δυνάμωσε τόσο πολύ που έγινε ένας πραγματικός κατακλυσμός και μαζί με την βροχή φυσούσε τόσο δυνατά που το αντίσκηνο με δυσκολία μπορούσαμε να το κρατήσωμε λίγο επάνω μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγριότητα αυτής της νύχτας. Όταν μετά την ώρα αυτή που ήταν σαν ένας αιώνας μεγάλη, φτάσαμε επί τέλους μπροστά στην πόλη, μας επερίμενε μια μεγάλη απογοήτευσι. Φρουροί με εφ’ όπλου λόγχην μας απηγόρευαν την είσοδο προς την πόλη και μας ανάγκαζαν να πάρωμε τον δρόμο που απομακρυνόταν απ’ αυτή. Σκληρότερο πράγμα δεν μπορούσε να γίνη απ’ αυτό, γιατί όσο περπατούσαμε μέσα στην θύελλα παρηγοριούμαστε με τη σκέψη ότι σαν θα φθάναμε στην πόλη θα βρίσκαμε μία στέγη κάτω απ’ την οποία θα μπορούσαμε να περάσωμε το υπόλοιπο αυτής της μαύρης νύχτας και να που υποχρεωνόμαστε να εξακολουθήσωμε να σέρνωμε την ύπαρξή μας σαν ένα φυλλαράκι μεσ’ στη θύελλα και στη σκοτεινιά. Οι ιδέες που μου κατέβαιναν σ’ αυτό το διάστημα νομίζω ότι δεν είνε σωστό να γραφτούν μα τριγύριζαν γύρω σ’ ωρισμένα πράγματα που απ’ αυτά σπουδαιότερα ήτανε τα ώμορφα άρθρα που γράφανε κείνες τις ημέρες οι εφημερίδες, μ’ ένα σωρό ωραία επίθετα αφιερωμένα στους φαντάρους κι’ ένα τόννο λόγια για την ευγνωμοσύνη της πατρίδας σ’ αυτούς που και την ζωή τους θα πρόσφερναν γι’ αυτήν, σε κάτι άλλα άρθρα που γράψανε για την επιτυχία της επιστρατεύσεως και τη θαυμάσια οργάνωσι της προωθήσεως των εφεδρειών και για την αλληλεγγύη του άμαχου πληθυσμού προς το μέτωπο κι’ ενώ σκεφτόμουν ολ’ αυτά έβριζα και βλαστημούσα φριχτά για την πραγματικότητα.
Πάρα πάνω στο δρόμο που μας εσπρώχνανε υπήρχε άλλο ένα σταυροδρόμι που μπορούσε κανείς να πάη προς την πόλη κι’ αυτό ήταν εντελώς αφρούρητο˙ εκεί θα γινότανε του Κουτρούλη το πανηγύρι˙ κάθε τμήμα που περνούσε έβαζε δικούς του φρουρούς στο δρόμο για να μη μπουν οι φαντάροι του στην πόλη, αλλά πρώτοι τρέχανε προς τους δρόμους με τα σπίτια οι φρουροί και κατόπι γιουράρανε κι’ οι άλλοι φαντάροι ˙ μα κι οι αξιωματικοί αλαλιασμένοι από το κακό της θύελλας τα παρατούσαν και πήγαιναν να βρουν στέγη.
Κάθησα κι’ εγώ σε μιαν άκρη γιατί η βροχή είχε λίγο κόψει ν’ αντιληφτώ τι θάκανε και το δικό μου το τμήμα κι’ εκεί που καθόμουν έρχεται ένα μουλάρι φορτωμένο που μες’ το σκοτάδι δεν το είδα και μου δίνει μια με το φορτίο του και πέφτω μέσα στο ρείθρο του δρόμου που ήταν βαθύ και φαρδύ κάνα μέτρο και γεμάτο νερό˙ εκεί μέσα συμπληρώθηκε η διαβροχή μου μα και τα νεύρα μου επαναστάτησαν κι’ έτσι αμέσως βγήκα και βούτηξα το μουλάρι για να το χτυπήσω όταν να σου κι’ εμφανίζεται προστάτης του ο ημιονηγός που πριν το είχε παρατημένο, η βλαστήμια κι’ η βρισιά π’ ακούστηκε ανάμεσά μας ήταν κάτι το σιχαμερό. Μα δεν αρκέστηκα μόνο σ’ αυτό αλλά του ρίχτηκα για να τον χτυπήσω όσο πειό άγρια μπορούσα και ποιος ξέρει τι θα γινότανε αν μερικοί φαντάροι πούχαν ακούσει τον καβγά μας δεν πέφταν στη μέση να μας χωρίσουν. Ποιος ήταν ο φαντάρος που τσακώθηκα ούτε ήθελα μα κι’ ούτε ήταν δυνατόν απ’ το σκοτάδι να δω. Την άλλη μέρα έμαθα απ’ τους φαντάρους που μας χωρίσανε ποιος ήτανε κι’ επειδή ήτανε ένα καλό παιδί που πολλές φορές είχαμε μαζί κουβεντιάσει, επήγα και τον βρήκα κι εζητήσαμε κι’ οι δυο , ο ένας απ’ τον άλλον συγνώμη μια κι’ ο καβγάς μας έγινε χωρίς λόγο. […]
Το βράδυ μας το επεράσαμε αρκετά ευχάριστα με γενναίο φαγοπότι και με καφφέ στο καφφενείο ακούγοντας ραδιόφωνο˙ στο ξενοδοχείο μας είχαν ετοιμάσει ένα δωμάτιο με δυο καλά κρεββάτια κι’ όταν εξάπλωσα παρ’ όλο που ο ύπνος βάραινε τα μάτια μου προσπαθούσα να μην κοιμηθώ για να μπορώ να θαυμάζω το πολύφωτο, τις κουρτίνες, τα έπιπλα κι’ ότι άλλο ήταν μες’ το δωμάτιο γιατί είχα τόσον καιρό να δω τέτοια πράγματα κι’ αυτή τη στιγμή νόμιζα ότι βρίσκομαι μέσα σε μια παραμυθένια χλιδή όσο μάλιστα θυμόμουν την προηγούμενη νύχτα του κατακλυσμού. Ύστερα βρισκόμουν χωμένος μέσα σε σεντόνια και μαλακά σκεπάσματα μόνο με τα εσώρουχα κι’ αυτό δηλαδή, το να γδύνεται κανείς για να κοιμηθή, είνε μια απόλαυση, μια ηδονή που μόνο όταν την στερηθή την αισθάνεται. Την άλλη μέρα που διηγόμουν στους συναδέλφους ότι κοιμήθηκα σε κρεββάτι με σεντόνια κι’ ότι ύστερα από τόσο καιρό έβγαλα το χιτώνιο και την κυλόττα με άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα οι φουκαράδες κι’ ένα χαμόγελο ήταν απλωμένο στη φάτσα τους σαν νάνοιωθαν ‘κείνη την στιγμή οι ίδιοι την ηδονή του γδυσίματος. […]
Το πρωί συνεχιζόταν ψιλή κι’ επίμονη η βροχή κι’ έδειχνε πως όλη αυτή η ημέρα, 7 Δεκεμβρίου, θα περνούσε έτσι˙ ευτυχώς και πάλι είχαμε κατασκηνώσει δίπλα-δίπλα με τον λόχο του Επιτελείου του Συντάγματος κι’ έτσι μόλις ήπια το τσάι τράβηξα κατ’ ευθείαν προς την σκηνή του υπασπιστού και του έγινα μαζί με τους άλλους δύο που επρόκειτο να ονομασθούν ανθυπολοχαγοί, κυριολεκτικά κουνούπι ώσπου επί τέλους επήρε την απόφαση κι’ επήγε στον Διοικητή να τον ρωτήσει αν είχε καμμιά αντίρρησι για να γίνη η ορκωμοσία˙ ο Διοικητής φυσικά δεν είχε λόγο να αρνηθή κι’ έτσι αμέσως με τον γραφέα του υπασπιστού επέσαμε με τα μούτρα να γράψωμε στα γόνατα την σχετική ημερήσια διαταγή και τ’ αντίγραφα αυτής ένα για τον καθένα˙ εν τω μεταξύ ειδοποιήθηκε ο παπάς του συντάγματος κι’ οι μάρτυρες αξιωματικοί κι’ αφού συνεκεντρώθησαν όλοι επήγαμε στη σκηνή του συνταγματάρχη γιατί έξω έβρεχε˙ η ορκωμοσία εβάστηξε λίγα λεπτά, αλλά ήταν αρκετά επιβλητική˙ στο τέλος ο Συνταγματάρχης μας είπε «Συγχαρητήρια κι’ εύχομαι να φανήτε αντάξιοι του βαθμού τον οποίον η πατρίς σας απονέμει» και μας εχαιρέτησε με το χέρι κάθε έναν˙ κατόπιν μας συνεχάρησαν και όλοι οι παρευρισκόμενοι αξιωματικοί […].
[…] Μόλις μπήκα στην μάντρα του νεκροταφείου ακούστηκαν πυκνές τουφεκιές και πολυβολισμοί πίσω μας από το μέρος ενός βραχόλοφου˙ όλοι μας ξαφνιαστήκαμε και τρομάξαμε και παγώσαμε όταν είδαμε την πολυβολαρχία του τάγματος που είχε κατασκηνώσει πειό κοντά στον λόφο να τ’ αφήνη όλα και να τρέχουν οι φαντάροι πανικόβλητοι προς εμάς φωνάζοντες «Ιταλοί μας κυκλώσανε»˙ αμέσως οι σάλπιγγες εσήμαναν συναγερμό και οι άλλοι λόχοι εβούτηξαν τα τουφέκια και σε πέντε λεπτά είχαν αναπτυχθή για μάχη έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν παν ενδεχόμενον˙ το δικό μας τμήμα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση γιατί το νεκροταφείο είχε γύρω-γύρω μια χαμηλή μάντρα στην οποία ταμπουρωθήκαμε ˙ απελπισία μ’ είχε πιάσει εκείνη την ώρα γιατί σκεφτόμουν ότι ήρθε η ώρα που μπορεί να σκοτωθώ ή να αιχμαλωτισθώ έτσι στα καλά καθούμενα˙ εν τω μεταξύ οι ομάδες που είχαν βγει για ανίχνευσι δεν βρίσκαν τίποτα, αλλά ευτυχώς σε λίγο είδαν νάρχεται μια ύλη ιππικού από την οποία μάθανε και μάθαμε ότι είχε ανακοινωθή η κατάληψη του Αργυροκάστρου και οι πυροβολισμοί που ακούγαμε ήτανε από τα λεβεντόπαιδα του Στρατηγείου της Μεραρχίας που είχανε ενθουσιασθή˙ ο ενθουσιασμός αμέσως μεταδόθηκε και στους δικούς μας φαντάρους που άρχισαν να πυροβολούν κι’ αυτοί αγρίως, ύστερα μάλιστα από την τρομάρα που είχαν πάρει. Το ρεζιλίκι αυτό αργότερα όταν το θυμόμαστε γελούσαμε και ιδίως τους σωφέρ του όρχου που από την τρομάρα τους οι μισοί θέλανε να μπουν στ’ αυτοκίνητα και να φύγουνε κι’ οι άλλοι μισοί από φόβο κι’ αυτοί να μείνουνε και απάνω στη σύγχυσί τους αρπάχτηκαν και σίγουρα θα σκοτωνόντουσαν αν δεν μπαίνανε στη μέση άλλοι φαντάροι να τους χωρίσουν. […]
[…] Έξω ακόμη έβρεχε και φυσούσε δυνατά˙ με το νύχτωμα επέσαμε για ύπνο˙ ότι είχαμε τακτοποιηθή η βροχή είχε γίνει θύελλα τρομακτική όταν ακούσαμε φωνές από φαντάρους ξένους κι’ ύστερα μάθαμε ότι μ’ αυτό το κακό έφθασε στο χωριό ορειβατικό πυροβολικό άλλης μεραρχίας που φυσικά ήθελε κι’ αυτό να μπη σε σπήτια ˙ στείλαμε αμέσως κάτω τον υπηρέτη του λοχαγού και είπε στους ξένους φαντάρους να φύγουν απ’ αυτό το σπήτι γιατί δήθεν έμενε ο Συν/ης Κετσέας που ήταν πασίγνωστος για την αυστηρότητά του και την αγριότητα˙ μόλις τ’ άκουσαν αυτό οι στρατιώτες όπου φύγει-φύγει κι’ έτσι εμείς μείναμε ήσυχοι και εκοιμηθήκαμε ωραία μέχρι το πρωί.
Ήταν 12 Δεκεμβρίου η ημέρα που άρχιζε κι’ απ’ το χωριό εξεκινήσαμε κατά τις 7 το πρωί αφού ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους που τόσο καλά μας εφιλοξένησαν. Με πολύ μεγάλη δυσκολία επεράσαμε τον χείμαρρο που τρέχει με ορμή ανάμεσα από βράχια δέκα λεπτά απ’ το χωριό. Πολλοί φαντάροι αναρριχήθηκαν στα κλαριά των πλατανιών που ενωνόντουσαν πάνω απ’ τον χείμαρρο κι’ έτσι πέρασαν, αλλά ο μεγάλος κίνδυνος ήτανε για τα ζώα και τους ανθρώπους που θα πέρναγαν μες’ απ’ το νερό. Τα καλλίτερα μουλάρια τα ξεφορτώσαμε και δύο απ’ αυτά με ικανούς ημιονηγούς δεμένους με σκοινί επέρασαν απέναντι˙ κατόπιν το σκοινί δέθηκε απέναντι και με την βοήθεια αυτού επεράσαμε όλοι καβάλλα στα ζώα˙ εγώ μάλιστα έμεινα τελευταίος και έλυσα το σκοινί κι’ επέρασα κρατώντας το επάνω στο άλογό μου˙ οι μόνες απώλειες κατά το πέρασμα αυτού του ποταμιού ήτανε δυο τσουβάλια κουραμάνες που τα πήρε το νερό από ένα μουλάρι που παραπάτησε κι’ έπεσε ολόκληρο και που πάρα τρίχα εγλύτωσε από βέβαιο πνίξιμο. Σε μισή ώρα περνούσαμε απ’ το χριστιανικό και ελληνόφωνο χωριό Σενίτσα απ’ το οποίο ο δρόμος συνεχίζονταν όλο προς τα ψηλά ανάμεσα από κατσάβραχα˙ ο καιρός ήταν βαρύς μολυβένιος από την συννεφιά κι’ έκανε ένα τρομερό κρύο και υγρασία˙ αργότερα πειό ψηλά μπήκαμε μέσα σε σύννεφα που σαν πελώριοι όγκοι γκριζόμαυρου μπαμπακιού ξεσκίζονταν απάνω στα βράχια απ’ τα οποία περνούσαν˙ ήτανε μα την αλήθεια ώμορφη και μεγαλειώδης εικόνα αυτή που σχηματιζόταν από τα μαύρα κι’ άγρια βράχια χωρίς και την ελάχιστη βλάστησι επάνω τους, τα πελώρια σύννεφα που αργοκυλούσαν και τα ζώα και τους στρατιώτες που αναρριχόντουσαν με δυσκολία τα γιδόστρατα αυτά ˙ θυμάμαι την επιθυμία μου εκείνης της ώρας και θα την θυμάμαι πάντα γιατί ήταν πολύ έντονη˙ πόσο ήθελα νάβλεπαν τ’ αγαπημένα μάτια τι τραβούσε το κορμί μας μα κι’ η ψυχή πόσο πονούσε απ’ τον χωρισμό˙ η σκέψη μόνον αυτή ελεύθερη έτρεχε κοντά τους και τους κρατούσε συντροφιά όλες τις ώρες, κάθε στιγμή όποια κι’ αν ήταν αυτή, καλή ή κακή. Αργότερα μπήκαμε σε ρεματιές και η βροχή ήρθε πάλι να μας ποτίσει μέχρι το κορμί, αλλ’ αργότερα σταμάτησε κι’ ο καιρός ξάνοιξε μόνο που το κρύο είχε γίνει πολύ δυνατό κι’ είχαμε αρχίσει να πατούμε τα πρώτα χιόνια˙ στο δρόμο συναντήσαμε τους τσολιάδες του 39ου συντάγματος που πηγαίναμε εμείς να τους αντικαταστήσουμε στην γραμμή του πυρός˙ πάρα πάνω βρήκαμε μερικούς αλβανούς τσοπάνους που τους ρωτήσαμε αν άκουσαν από πουθενά πυροβολικό ή αν ξέραν που βρίσκονται οι Ι.˙ αυτοί μας απάντησαν ότι αυτοί υποχωρούν τρέχοντες και ότι τους φαίνεται σαν δύσκολο να σταθούν και να δώσουν πουθενά μάχη˙ η χαρά μας δεν λεγόταν γιατί είχαμε κάθε λόγο να πιστεύωμε ότι γρήγορα θα κατελαμβάναμε ολόκληρη την Αλβανία. […]
[…] Όλοι μας αισθανθήκαμε ένα ρίγος και μια αγωνία να μας καταλαμβάνη˙ ο δρόμος που βαδίζαμε ήταν ένα στενώτατο μονοπάτι στο πλάι μιας χαράδρας˙ μετά μια ώρα περίπου βλέπω στο πλάι του μονοπατιού μέσα σε μία σπηλιά έναν ανθ/γό ο οποίος μου εφώναξε ότι απ’ εδώ και μπρος η χαράδρα βάλλεται παρενοχλητικώς από πυροβολικό και πράγματι είδα στο πλάι επάνω στις χιονισμένες πλαγές τρύπες ολόμαυρες σχηματισμένες από τις οβίδες. Για να γλυτώσουμε από τον κίνδυνο αυτό έπρεπε να περάσουμε μια απόστασι ενός χιλιομέτρου περίπου τρέχοντας μέχρις ότου φθάσουμε στο ρίζωμα μιας πλαγιάς στο ύψος της οποίας άρχιζε ένα μικρό οροπέδιο και μες’ στο οποίο ευρίσκετο το χωρίο Γκολέμι στο οποίον επήγαινα˙ αν δεν είχαμε τα ζώα βέβαια θα το εβάζαμε στα πόδια και θα εφθάναμε αμέσως στο ασφαλές σημείο˙ αλλά είχαμε μαζί και τόσα μουλάρια που δεν ήτο δυνατόν να προχωρήσουν γρήγορα αφού ήσαν αρκετά φορτωμένα˙ τα φουκαριάρικα έφαγαν αρκετό ξύλο μέχρις ότου φθάσουν στο ασφαλές μέρος, αλλά και η αγωνία όλων μας δεν λεγόταν αυτήν την ώρα που υπήρχε φόβος μην φάμε καμιά οβίδα στα καλά καθούμενα ˙ με την ψυχή στο στόμα περάσαμε όλο αυτό το διάστημα χωρίς ευτυχώς να συμβή τίποτε˙ στην πλαγιά που αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε από κάτι μονοπάτια στενά γεμάτα βράχια και χιόνι που έφθανε τους 30-40 πόντους αντικρύσαμε τη δυστυχία που φέρνει ο πόλεμος απ’ όπου περάση˙ οι κάτοικοι του χωριού που είχε μόλις καταληφθή έφευγαν πανικόβλητοι συναποκομίζοντες ότι ήτο δυνατόν να πάρουν μαζί των˙ κι’ επειδή τα μονοπάτια τα χρησιμοποιούσε ο στρατός όλοι αυτοί γυναίκες-παιδιά και άντρες κατέβαιναν μεσ’ από τα βράχια γλυστρώντας και πέφτοντας επάνω στα χιόνια˙ γυναικούλες με μπόγους στον ώμο, παιδάκια με αρνάκια στην αγκαλιά, χωριατοπούλες με την άκα στην πλάτη με το μωρό τους μέσα, άντρες με τσουβάλια με τρόφιμα, όλοι αυτοί τρέχανε, κατρακυλούσανε, ξανασηκωνόντουσαν και όλο φεύγανε προς τα πίσω, φωνάζοντας και μοιρολογώντας πολύ δυνατά και φρικιαστικά από την αγωνία τους και τον τρόμο που πήρανε να βρεθούν ξαφνικά μέσα στην φρίκη της μάχης˙ στο ύψος της πλαγιάς βρισκότανε το χωριό που εβάλλετο από πυροβολικό, όλμους και πολυβόλα ενώ συχνά περνούσαν από επάνω αεροπλάνα και εβομβάρδιζαν. Πριν να τελειώσουμε την ανάβασι εσταμάτησα τα ζώα για να μη βγουν στο ύψος και εκτεθούν σε κίνδυνο ή δώσουν στόχο στον εχθρό και με τον ένα λοχία από τους δύο που είχα ανεβήκαμε στο χωριό˙ από τα λογής-λογής βλήματα που έσκαγαν γινόταν μεγάλο κακό˙ οι φαντάροι που ήσαν στο χωριό ήσαν κρυμμένοι πίσω από μάντρες και σπήτια˙ εκείνες τις στιγμές φόβο δεν αισθανόμουν αλλά μόνον εδοκίμαζα μία εξαιρετικά δυνατή νευρικότητα˙ με άλματα από μάντρα σε μάντρα προχωρήσαμε καμμιά εκατοστή μέτρα και ρωτώντας βρήκαμε το σπήτι […].
[…]Κι’ έτσι αναγκαστήκαμε να γυρίσωμε πίσω στο Αργυρόκαστρο κατά τις τρεις το απόγεμμα πεινασμένοι και παγωμένοι˙ το Αργυρόκαστρο είνε μία πόλις με δεκαπέντε χιλιάδες κατοίκους σχεδόν όλο Έλληνες˙ είνε χτισμένη επάνω σε λόφους και δεν έχει κανέναν καλό δρόμο, αλλά μόνον καλντερίμια ανηφορικά˙ καταστήματα έχει αρκετά καλά και με πολύ πράγμα τότε˙ υπήρχε επίσης και ένας κινηματογράφος που δεν λειτουργούσε λόγω του πολέμου. Η πρώτη μας δουλειά άμα μπήκαμε στην πόλη ήταν να βρούμε ξενοδοχείο στο οποίο εμέναμε˙ οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι από φαντάρους κι αξιωματικούς που εψώνιζαν, εχάζευαν και έκαναν βόλτες˙ μεσ’ σ’ αυτούς ήτανε και λίγοι πολίτες ντόπιοι˙ δύο απ’ αυτούς ρωτήσαμε ποιο είνε το καλύτερο ξενοδοχείο και μας έστειλαν στο “Royal”. Στην είσοδο υπήρχε μία ειδοποίησις κατά την οποίαν η είσοδος επετρέπετο μόνον εις τους αξιωματικούς˙ αυτό βέβαια μας ευχαρίστησε γιατί καταλάβαμε ότι θα βρίσκαμε καλή σχετικώς περιποίησι. Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελές και αυτό μας έκανε να πατούμε με τις μύτες των αρβυλών μας στο πάτωμα που ήταν παρκέ˙ ένα σαλόνι ήταν μεγάλο και περίφημο με πολύφωτα, χαλιά και πολυθρόνες και έως ότου μας ετοιμάσουν ένα δωμάτιο καθήσαμε σ’ αυτο˙ πόσο μας φαινόταν παράξενο που βρισκόμαστε ύστερα από τα χιόνια και τα κατσάβραχα μέσα σε ένα τόσο ωραίο περιβάλλον κι’ εγώ δεν ήθελα να το κουνήσω ρούπι από αυτό˙ το δωμάτιό μας ήταν ωραίο με τρία καλά κρεβάτια και ζεστές κουβέρτες. Αφού επλυθήκαμε επήγαμε στην τραπεζαρία μια πολύ ώμορφη σάλα με καμμιά εικοσαριά τραπεζάκια και λουλούδια μέσα σε ωραία ανθοδοχεία˙ δυστυχώς από τα εξαιρετικά περιποιημένα γκαρσόνια εμάθαμε ότι τα φαγητά θα ήσαν έτοιμα μόνον στις έξη το βράδυ˙ η πείνα μας ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό βγήκαμε έξω μήπως βρούμε τίποτε να φάμε˙ στα γαλακτοπωλεία δεν υπήρχε τίποτε˙ έτσι αγοράσαμε μερικά πορτοκάλια κι’ εφάγαμε και μετά επήγαμε σε ένα μπαρ στο οποίο συνηντήσαμε τον αντισυν/ρχη και φίλο κ. Τσικλητήρα από τον οποίον εμάθαμε ότι το στρατηγείο της Μεραρχίας ευρίσκετο στο χωριό Καλογκοραντζή 5-6 χιλιόμετρα πίσω από το Αργυρόκαστρο και επάνω στην δημοσία οδό προς αυτό, εμείναμε δε σύμφωνοι να πάμε να τον συναντήσωμε την άλλη μέρα για να μας διευκολύνη στην τακτοποίησή μας˙ αφού ήπιαμε καφφέ και μερικά λικέρ κι’ αφού κάναμε μία βόλτα ήρθε τέλος πάντων η ώρα του φαγητού κι’ ανεβήκαμε στο ξενοδοχείο. Το δείπνο μας ήταν λουκούλειο και δεν πρέπει να παραλείψω ότι εφάγαμε όλα τα φαγητά, επτά τον αριθμόν, που είχε ο κατάλογος του ξενοδοχείου και μια μπουκάλα του κιλού κρασί Κιάντι˙ αφού εχαρήκαμε λίγο το θέαμα της αιθούσης επήγαμε στο δωμάτιο όπου επαίξαμε δύο ώρες χαρτιά και μετά χωθήκαμε στα κρεββάτια μας˙ δίπλα σ’ ένα δωμάτιο έπαιζε ένα ραδιόφωνο και η μουσική του μ’ εγέμιζε νοσταλγία, η σκέψη μου κι’ η ψυχή μου έτρεχε μακριά κάτω στην πατρίδα εκεί που βρισκόταν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο.
Εκοιμηθήκαμε καλά και την επομένη ξυπνήσαμε κατά τις 9 η ώρα. Ήταν 18η Δεκεμβρίου. Μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας είδαμε στα σεντόνια και στις ωραίες κουβέρτες αρκετές ψείρες να κάνουν περίπατο˙ αμέσως πεταχτήκαμε επάνω και γδυτοί αρχίσαμε να ψειρίζουμε τα ρούχα μας˙ οι δύο άλλοι είχαν και δικές τους που είχαν όμως σκούρο χρώμα ενώ οι καινούργιες ήταν κάτι στρογγυλές άσπρες˙ αυτές τις εβγάλαμε ότι ήταν ράτσα «Royal”. Μόλις βγήκαμε ρωτήσαμε πότε θα είνε έτοιμο το φαγητό κι’ εμάθαμε ότι αυτό θα γινόταν στις έντεκα˙ αφού ήπιαμε τσάι με κάμποσα μπισκότα κόψαμε μερικές βόλτες στην πόλη˙ θέλαμε ν’ αγοράσωμε πολλά πράγματα και προ πάντων εσώρρουχα αλλά δυστυχώς λεπτά δεν είχαμε παρά πάνω απ’ όσα υπελογίζαμε ότι θα μας εκόστιζε το μεσημεριανό φαγητό. Η ημέρα ήταν σπουδαία και ένας δυνατός ήλιος έδινε σε όλα τα γύρω μία χαρούμενη όψη. […]