Ο Ευρ. Χρυσάφης συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Στο Έπος του Υψώματος 731, όπου επικεντρώθηκε η Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, μεταξύ 9ης και 25ης Μαρτίου 1941, ήταν διοικητής του 9ου Λόχου του 19ου Συντάγματος
[Αποστολέας: Ιωάννης Ευρ. Χρυσάφης].
Ονομάζομαι Ευριπίδης Ιωάν. Χρυσάφης, έφεδρος αξιωματικός, διοικητής του Λόχου που κράτησε το Ύψωμα 731, απομακρύνοντας τον εχθρό με πάρα πολλές απώλειες. Και αρχίζω από την 8η Μαρτίου 1941.
Το βράδυ της 7ης ώρας της 8ης Μαρτίου το Τάγμα μου έφθασε στο Σπι Καμαράτε, όπου συνεχώς από το πρωί μάς βομβάρδιζε το πυροβολικό του εχθρού και η αεροπορία του. Περί την 10η ώρα ο ταγματάρχης Παναγιώτης Κουτρίδης πήρε εμάς τους λοχαγούς και προχωρήσαμε περίπου χίλια μέτρα, όπου από ένα σημείο κάναμε αναγνώρισιν των υψωμάτων της πρώτης γραμμής. Ο ταγματάρχης μετά την αναγνώρισιν έδωσε διαταγή εις μεν τον 10/19 Λόχο το βράδυ να πάει αριστερά του υψώματος 731 και να αντικαταστήσει τον εκεί ευρισκόμενον λόχον. Τον 11/19 λόχον έδωσε διαταγήν να οδηγηθεί στα δεξιά του υψώματος 731 και να αντικαταστήσει τον εκεί λόχον.
Σε μένα, διοικητήν του 9ου Λόχου του 19ου Συντάγματος, μόλις νύχτωσε να οδηγήσω τους άντρες μου επί του υψώματος 731, με εντολήν να μείνω πενήντα περίπου μέτρα από το χαράκωμα πίσω, με διαταγή αν γίνει επίθεσις και αν υποχωρήσει ο λόχος του 5/42 Συντάγματος που ήταν εκεί επάνω να κάνω αντεπίθεσιν.
Τη νύχτα, που ήταν πάρα πολύ ήσυχη και δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός, οδήγησα τον λόχο μου στην καθορισμένη θέση. Το πρωί της 9ης Μαρτίου και ώρα 6.30 ακούστηκε εφ’ όλου του μετώπου μια ομοβροντία και επί του υψώματος 731 περίπου πεντήκοντα οβίδες έπεσαν πάνω του που ήταν σκεπασμένος ο λόφος με καστανιές. Σείστηκεν όλος ο λόφος και εν συνεχεία επί μιάμιση περίπου ώρα εβομβαρδίζετο και μαζί έγινεν και επίθεσι ενός τάγματος 1.200 ανδρών εχθρού, το οποίο αναχαιτίστηκε εντός 10 λεπτών. Την 10η ώραν δεύτερη επίθεσι με πολύ πυροβολικό, η οποία αναχαιτίστηκε και αυτή, και της 4ης ώρας ομοίως. Οι απώλειες ήσαν αρκετές. Την 10η Μαρτίου ώρα 6.30 πάλι βομβαρδισμός, πάλι επίθεσιν, πάλι αναχαίτισιν. Την 4η ώραν επίσης άλλη επίθεσιν. Μετά την επίθεσιν αυτή έλαβα διαταγή να αντικαταστήσω μόλις νυχτώσει τον λόχον επί του υψώματος. Οι απώλειες του λόχου μου ήσαν δέκα οχτώ άνδρες και ένας αξιωματικός τραυματίας. Την επομένην 11 Μαρτίου μού κάνανε δυο επιθέσεις, βομβαρδίζοντας επί μίαν και ημίσειαν ώρα. Οι επιθέσεις αναχαιτίστηκαν. Την 12η Μαρτίου επίσης δύο επιθέσεις, την 13η μία επίθεσιν περί ώραν 6.30 πρωϊνή με πυροβολικό και μίαν την 6η βραδυνήν άνευ πυροβολικού. Οι απώλειες του λόχου ύστερα από αυτήν τη μάχη ήσαν εκατόν δέκα τρεις άνδρες και δύο αξιωματικοί. Επίσης, δεν υπήρχαν πυρομαχικά. Την νύχτα με δύο αναφορές ζητούσα ενισχύσεις και πυρομαχικά από τον ταγματάρχη μου. Την πρωίαν αφού εκδηλώθηκε η επίθεσις διέταξα οι εναπομείναντες να επιτεθούμε με εφ’ όπλου λόγχη εναντίον ενός τάγματος εχθρού.
Ευτυχώς την ώρα που διέταξα αντεπίθεσιν έφθασαν δύο διμοιρίες ενίσχυσης οι οποίες διετάχθησαν να επιτεθούν με εφ’ όπλου λόγχη. Την ίδια στιγμή έφθασε και ο υπασπιστής του τάγματος κ. Ισαάκ Λαυρεντίδης [ΣΗΜ. μετέπειτα βουλευτής συνεχώς επί 44 χρόνια και β και ά αντιπρόεδρος της βουλής] με είκοσι άνδρες φέροντες πυρομαχικά. Και αυτοί επίσης διέταξα να μπουν στη μάχη. Η μάχη κράτησε περίπου 45 λεπτά σώμα προς σώμα, με αποτέλεσμα να διαλυθή το τάγμα του εχθρού. Οι δικές μας απώλειες ήσαν ογδοήκοντα δύο άνδρες και ένας αξιωματικός τραυματίας, ο Γεώργιος Βλάχος.
Οι άλλες ημέρες 15, 16, 17, 18, 19, 20 και 21 του μηνός πότε μία επίθεσις, πότε δύο απεκρούσθησαν ως αναφέρω παραπάνω. Την 22α Μαρτίου και ενώ περίμενα βομβαρδισμόν είδα απέναντι τρεις άνδρες να σηκώνουν μία άσπρην σημαία. Αμέσως κι εγώ με ένα μαντήλι άσπρο στην ξιφολόγχη τούς κάλεσα να προσχωρήσουν. Αφού τους δέχτηκα τους ρώτησα τι ζητούν. Ήταν ένας λοχαγός, ένας παπάς κι ένας Ρόδιος διερμηνέας. Μου ζητούσαν δεκαήμερον ανακωχήν για να θάψουν τους νεκρούς. Σήκωσα το τηλέφωνο και είπα στον ταγματάρχη μου ότι ζητούσαν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Αλλά τον παρακάλεσα να μην εγκριθεί, διότι τα πτώματα των Ιταλών ήσαν προπύργιον για το Ύψωμα. Την δωδέκατη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπε ο ταγματάρχης μου ότι δεν εγκρίνεται. Τότε ο λοχαγός χτύπησε το χέρι του σε ένα κασόνι από πυρομαχικά και με ένα ύφος μού είπε πως θα ισοπεδώσει με το πυροβολικό του το ύψωμα. Εγώ διά του διερμηνέως τον ρώτησα αν γνωρίζει αρχαία ελληνική ιστορία. Μου απάντησε «ναι». Τον είπα πως όταν οι Πέρσες ήλθαν να κατακτήσουν την Αθήνα στας Θερμοπύλας συνάντησαν τον Λεωνίδα με τους Τριακόσιους και του πρότειναν να παραδοθεί. Και ο Λεωνίδας απάντησε «όχι». Τότε οι Πέρσες είπαν πως με τα βέλη τους θα σκεπάσουν τον ήλιο, και ο Λεωνίδας απάντησε «θα πολεμάμε υπό σκιάν». Εγώ του απάντησα «εάν ισοπεδώσεις το ύψωμα, θα φυτέψουμε τριανταφυλλιές». Αμέσως σηκώθηκε και έφυγε θυμωμένος χωρίς να με αποχαιρετήσει. Μόνον ο παπάς μού είπε «αλλοίμονον».
Την 2αν ώραν άρχισε επίθεσις με δίωρον βομβαρδισμόν από δύο τάγματα και αναχαίτισις υπό των ημετέρων τμημάτων. Την 23, 24, 25 Μαρτίου βομβαρδισμός, επίθεσις και αναχαίτισις. Την 25η κατά τον βομβαρδισμόν εφονεύθησαν δύο αξιωματικοί, Κωνσταντινίδης και Μαδεμλής, και τραυματίστηκε ο αξιωματικός Αναστάσιος Τζόμαλος. Την 26η δεν έγινε επίθεσις, διότι ως με επληροφόρησε ο ταγματάρχης έφυγε το πυροβολικό προς βορράν, αλλά είχαν μόνο πολυβόλα. Οι μάχες τελείωσαν χωρίς να καταλάβουν το Ύψωμα 731. Οι απώλειες του εχθρού τις υπολόγισα πέραν των δέκα χιλιάδων και των ημετέρων περίπου χιλίων ανδρών και δέκα αξιωματικών.
Αφού σταμάτησαν οι μάχες, παρακάλεσα τον ταγματάρχη μου να με αντικαταστήσει λόγω ελαφρύ τραύματος, και ήρθε ο κ. Ισαάκ Λαυρεντίδης, και εγώ πήγα στη θέση του ως υπασπιστής του τάγματος μέχρι παραδόσεως του οπλισμού στους Γερμανούς. Το Ύψωμα 731 το κρατήσαμε μέχρι 10 Απριλίου που διετάχθη η οπισθοχώρησις. Αυτή είναι η αλήθεια του 731.