ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΚΙΜΩΝ


Ο Κ. Αθανασιάδης ήταν 10 ετών την εποχή που ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος
[Αποστολέας: Κίμων Αθανασιάδης].

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΙΜΩΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

Τα θυμάμαι πολύ έντονα, σαν να ‘ταν χτες. Το προειδοποιητικό, απειλητικό, άγριο ουρλιαχτό της σειρήνας. Κόσμος στις πόρτες και στα παράθυρα. Ερωτήσεις, απαντήσεις, συζητήσεις, βρισιές: «Τους παλιανθρώπους». Γρήγορο περπάτημα οι περαστικοί, σχεδόν τρεχαλητά μερικοί. Ένα αρχικό ξάφνιασμα, μούδιασμα, φόβος, θα το ‘λεγα. Κι ύστερα τα τραμ, τα λεωφορεία, τα φορτηγά γεμάτα νέους άνδρες, να φωνάζουν, να γελάνε, να τραγουδάνε, να σκορπίζουν ένα κύμα ενθουσιαστικής αποκοτιάς. Να το μεταφέρουν σε όλους γύρω, και τους παρασύρουν σε μια πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα, λες και ήτανε γιορτή. «Εκδίκηση για το δεκαπενταύγουστο, εκδίκηση για την “Έλλη”, εκδίκηση, τους δείξιους, τους μπίξιους».

Κράταγε μέρες αυτό. Μερικοί παλιότεροι, φρονιμότεροι, προσπαθούσαν να κρατήσουν τα μπόσικα, «βρε παιδιά, πόλεμος είν’ αυτός», τίποτα αυτοί, γέλαγαν, «θα τους κάναμε, θα τους δείξουμε, τους βρωμομακαρονάδες».

Τα παιδιά στις αλάνες, να σηκώνουν τις γροθίτσες τους απειλώντας κάτι σημάδια ψηλά στον ουρανό, τα εχθρικά αεροπλάνα.

Μετά από λίγο καιρό χαλάρωσε κάπως ο οίστρος, κάποια σιωπή έπεσε, οι συζητήσεις πιο σκεφτικές, λογικές συγκρίσεις, τα μετρήματα δεν έβγαιναν, πολλοί οι άλλοι, δυνατοί, καινούργια όπλα, αεροπλάνα… Και τότε πάταγος, η πρώτη νίκη. Πανζουρλισμός, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Άγνωστοι ν’ αγκαλιάζονται, να φιλιούνται. Τι λέω, δεν υπήρχαν τότε άγνωστοι, είχαν γίνει όλοι ένα.

Θυμάμαι ότι πήγαμε με τον πατέρα μου θέατρο, σε μια επιθεώρηση. Ο κόσμος να σκάει στα γέλια, στην κατάμεστη αίθουσα, και κάθε φορά που έβγαινε ένας ηθοποιός κοκορόφτερος, σφυρίγματα, μούτζες, βρισιές. Κι ύστερα ένας άλλος ηθοποιός –τραυματίας αυτός από το μέτωπο– απόλυτη σιγή, άκουγες καρφίτσα. Το τέλος δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μετά από ένα βαθύ ηρωικό τραγούδι της εποχής, σηκώθηκαν όλοι (ανατριχιάζω και συγκινούμαι ακόμη) τραγουδώντας ενθουσιαστικά, αλλά και ευλαβικά, τον Εθνικό Ύμνο.