ΧΑΪΔΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


O Αλ. Χάιδος από τα Κανάλια Καρδίτσας πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Ήταν λοχίας και εκτελούσε χρέη σιτιστή σε πυροβολαρχία του Ορειβατικού Πυροβολικού
[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης].

Στρατεύθηκα στις 3 Μαρτίου 1940, ως κληρωτός, και πήγα και κατατάχτηκα στη Λάρισα, στο πυροβολικό, όπου διοικητής ήταν ο αδερφός μου Βασίλειος Χάιδος. Πέρασα τις σχολές και έγινα λοχίας, οπότε στις 28 Οκτωβρίου κηρύχτηκε ο πόλεμος.
Τότε ανέλαβα λοχίας-σιτιστής στην πυροβολαρχία του Oρειβατικού Πυροβολικού, της οποίας λοχαγός ήταν ο αδερφός μου. Από πολύ πρωί χαλούσε ο κόσμος από το βουητό των ιταλικών αεροπλάνων, που κατέφθασαν και βομβάρδιζαν τη Λάρισα, αλλά από πολύ ψηλά.
Πήραμε αμέσως το τρένο για την Καλαμπάκα και από εκεί πεζοπορία στα Γιάννενα. Δεν μείναμε σχεδόν καθόλου εκεί και προωθηθήκαμε στα αλβανικά σύνορα. Η πυροβολαρχία είχε τέσσερα πυροβόλα και αρχίσαμε να υποστηρίζουμε τους πεζικάριους που προχωρούσαν. Τόσα πολλά πυρά βάζαμε συνεχώς, ώστε από τη μεγάλη θέρμανση οι σωλήνες των δύο πυροβόλων κοκκίνισαν, ράγισαν και άνοιξαν μπροστά, οπότε αχρηστεύτηκαν και έμεινε η πυροβολαρχία με δύο πυροβόλα. Έτσι την πυροβολαρχία μας την ονομάσαμε «ουλαμό θανάτου», επειδή ήταν λειψή σε πυροβόλα.
Σε κάθε επίθεση, εμείς πρώτα κάναμε την προετοιμασία με το πυροβολικό, σφυροκοπώντας τις θέσεις του εχθρού, και μετά έκαναν επίθεση οι πεζικάριοι και καταλάμβαναν το μέρος. Πάντα προχωρούσαμε και πάντα καταλαμβάναμε νέα οχυρά των Ιταλών. Έτσι φτάσαμε στην Κορυτσά και την απελευθερώσαμε. Εκεί βρήκαμε πράγματα παρατημένα από τους Ιταλούς. Άφθονα πράγματα, πολύ χρήσιμα. Και του πουλιού το γάλα βρήκαμε.
Οι Ιταλοί νόμιζαν ότι θα κάνουν έναν περίπατο και θα καταλάβουν την Ελλάδα, όπως του έλεγε ο Μουσολίνι, γι’ αυτό βρήκαμε εκεί και διάφορα όργανα διασκεδάσεως, όπως μαντολίνα, τρομπέτες κ.λπ. Σ’ ένα κουρείο βρήκαμε εξοπλισμό, που κι εμείς δεν τον ξέραμε καν, κολόνιες, εργαλεία κουρευτικής παράξενα και σύγχρονα. Δηλαδή φάνηκε ότι οι Ιταλοί δεν έρχονταν για πόλεμο, αλλά για διασκέδαση περισσότερο.
Από την Κορυτσά, συνεχίσαμε την προέλαση στο αλβανικό έδαφος, παρότι έβρεχε, χιόνιζε, έκανε δαιμονισμένο κρύο και τόσα άλλα. Από το πολύ περπάτημα μας είχαν φύγει οι σόλες από τα άρβυλα. Εγώ, βέβαια, υπέφερα λιγότερο από τους άλλους, γιατί, ως λοχίας πυροβολικού, είχα άλογο, τη στιγμή που ο ταγματάρχης πεζικού δεν δικαιούνταν άλογο. Το άλογο το έδινα και στους πεζούς πότε πότε για να ξεκουράζονται.
Τα πυροβόλα που είχαμε ήταν των εφτά και πέντε, δηλαδή είχαν κάννη με διαμέτρημα 75 χιλιοστών. Διότι υπήρχαν και μικρότερα των έξι και πέντε, ενώ τα μεγαλύτερα, των δέκα και πέντε, του βαρέως πυροβολικού τα έσερναν άλογα, με ρόδες μεγάλες κυλιόμενες. Τα δικά μας πυροβόλα τα διαλύαμε και τις δυο ρόδες τις φορτώναμε σε ένα μουλάρι, τον κιλλίβαντα σε άλλο μουλάρι και το κλείστρο σε τρίτο μουλάρι.
Οι κινήσεις και οι προελάσεις μας γίνονταν νύχτα για να μη μας βλέπουν οι Ιταλοί, και περνούσαμε κακοτράχαλους τόπους μέσα στα ρέματα και στις κακοτοπιές, διότι δρόμοι δεν υπήρχαν. Τα χιόνια ήταν μέχρι το γόνατο και τα μουλάρια βούλιαζαν μέχρι την κοιλιά και έπεφταν. Οπότε τα ξεφορτώναμε, τα σηκώναμε και πάλι τα φορτώναμε με τα εξαρτήματα των πυροβόλων.
Προχωρώντας φθάσαμε σ’ ένα ύψωμα εξακόσια τόσο, που το είχαν καλά οχυρωμένο οι Ιταλοί. Στην κορυφογραμμή πάνω είχαν κάνει ένα μεγάλο αμπρί. Έσκαψαν κάτω βαθιά και έκαναν μεγάλους χώρους, ακόμη και τα μαγειρεία τους. Εκεί έμεναν το βράδυ με τα πολλά χιόνια, εκεί έτρωγαν και από εκεί πολεμούσαν. Το βράδυ εκείνο που το προσβάλαμε έριχνε μεγάλη βροχή και φυσούσε αέρας δυνατός και παγωμένος. Εμείς ήμασταν νηστικοί και το βράδυ εκείνο το περάσαμε με ένα φλιτζάνι κονιάκ και λίγη ξανθιά σταφίδα. Στρατοπεδεύσαμε σε ένα μέρος που είχε χαμόκλαδα και ετοιμαστήκαμε για τη μεγάλη επίθεση. Αυτό το ύψωμα προσπάθησε να το καταλάβει ο Δημήτριος Κασλάς, από το Βόλο, με τη δική του μονάδα, αλλά χωρίς την προετοιμασία του πυροβολικού και γι’ αυτό δεν τα κατάφερε. Εκεί έπεσαν πολλά παιδιά, διότι γύρω γύρω οι Ιταλοί είχαν συρματόπλεγμα.
Το βράδυ που φθάσαμε εμείς είδαμε ένα τοπίο σαν το Πήλιο και εμείς ήμασταν εδώ κάτω στο Βόλο. Πριν ακόμη χαράξει, από τις 6 η ώρα, άρχισε ο καταιγισμός πυρός με το πυροβολικό μας σε όλα τα σημεία της κορυφογραμμής και μετά από μια δυο ώρες συνεχούς βολής, τα πυροβόλα σταμάτησαν και έγινε η επίθεση του πεζικού. Οι Ιταλοί τα είχαν χαμένα. Άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν και μερικοί οπισθοχώρησαν σε άτακτη φυγή. Το ύψωμα το κατέλαβε ο στρατός μέσα σε λίγες ώρες.
Ύστερα προχωρήσαμε κι εμείς με τα πυροβόλα και φθάσαμε στην κορυφή. Εκεί αντικρίσαμε φρικιαστικό θέαμα. Παντού χαλάσματα και παντού πτώματα Ιταλών. Πολλές οβίδες δικές μας έπεσαν μέσα στο εκτεταμένο εκείνο αμπρί και τους σκότωσε όλους. Διότι ήταν όλοι μέσα αφού γύρω γύρω ήταν παχύ χιόνι.
Οι Ιταλοί ήταν πάρα πολύ καλά οχυρωμένοι στο ύψωμα αυτό. Είχαν πάνω από 10 πυροβόλα και όλα μεγαλύτερα από τα δικά μας και καινούργια. Δεν μπορούσαμε, όμως, να τα ξαναχρησιμοποιήσουμε, διότι τα είχαν αχρηστέψει, παίρνοντας τα κλείστρα οι Ιταλοί μαζί τους. Πίσω από κάθε πυροβόλο είχαν ολόκληρη τρακάδα από βλήματα, στοιβαγμένα με τη σειρά. Αυτά πλέον έγιναν δικά μας, αλλά και πάλι δεν έκαναν στα κανόνια μας. Εκείνα που χρησιμοποιούσαμε στον πόλεμο από τα λάφυρα των Ιταλών ήταν τα ατομικά όπλα, οι χειροβομβίδες κ.λπ.
Όταν έφθασα κι εγώ εκεί πάνω, ήμουν με έναν άλλο λοχία, ονόματι Δουλαδίρη, από τα Τρίκαλα και είχαμε τα άλογά μας. Σταματήσαμε για λίγο να περιεργαστούμε τα ολοκαίνουργα κανόνια. Το δικό μου το άλογο το είχα αφήσει ελεύθερο για να βρει κανένα φύλλο ανάμεσα στο χιόνι και να φάει. Ο Δουλαδίρης το πήρε μαζί του από τα γκέμια. Εκείνη την ώρα καταφθάνουν τα ιταλικά αεροπλάνα και αρχίζουν ανελέητο βομβαρδισμό. Αμέσως τότε, αφήνω το φίλο μου λοχία και τρέχω για να πιάσω το άλογο, που πρόγκισε. Εκείνη τη στιγμή έπεσε μια βόμβα και σκότωσε το Δουλαδίρη και το άλογό του. Εγώ τη γλίτωσα φτηνά και όταν τα αεροπλάνα έφυγαν προχώρησα προς τα εμπρός και βρήκα έναν άλλο λοχία από το Φανάρι, ονόματι Κωνσταντίνο Κακαέ, που προσπαθούσε να σηκώσει το μουλάρι του, το οποίο ήταν πεσμένο μέσα στα χιόνια. Τον βοήθησα να το ξεφορτώσει, να το σηκώσει και να το φορτώσει πάλι.
Προχωρώντας βλέπαμε πάνω στα χιόνια πολλούς σκοτωμένους Ιταλούς, αλλά το λυπηρό θέαμα ήταν οι λαβωμένοι που φώναζαν:
‒ Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο.
Ζητούσαν δε συνεχώς βοήθεια. Εμείς πραγματικά τους λυπόμασταν σ’ αυτή την κατάσταση που τους βλέπαμε, γεμάτους αίματα και κατακόκκινο το χιόνι τριγύρω τους, αλλά δεν ήταν δυνατό να βοηθήσουμε, γιατί καλά καλά δεν μπορούσαμε να σύρουμε τα πόδια μας από την κούραση, διασχίζοντας το άφθονο χιόνι, που ήταν μπροστά μας.
Προχωρούσαμε, λοιπόν, αλλά κοιτούσαμε και προς τα πίσω μην τύχει και μας πυροβολήσουν, διότι δεν τους αφοπλίζαμε, αλλά φροντίζαμε να προχωρήσουμε και να φθάσουμε στον προορισμό μας. Δεξιά και αριστερά βλέπαμε αποκαμωμένους Ιταλούς, που δεν πρόλαβαν να οπισθοχωρήσουν και τους πιάναμε όλους αιχμαλώτους, χωρίς καμιά προσπάθεια. Βρήκαμε και πολλούς πεζικάριους δικούς μας μέσα στα χιόνια, που είχαν αποκάμει κι αυτοί και κάθονταν για να ξεκουραστούν. Ήταν του 5ου Συντάγματος και μας έλεγαν:
‒ Μην προχωράτε άλλο γιατί δεν έχει στρατό μπροστά. Εμείς ήμαστε στη εμπροσθοφυλακή και καθόμαστε να ξεκουραστούμε.
Οι δικοί μας, όμως, του πυροβολικού, λόγω του ότι δεν έβρισκαν καθόλου αντίσταση, αφού οι Ιταλοί παραδίδονταν συνεχώς, προχωρούσαν ακατάπαυστα. Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι, πάντα ήταν μαζί μας και ήταν σαν χαμένοι, γιατί είχαν σκορπίσει και δεν ήξεραν που βρίσκονται. Πάντα δε φώναζαν:
‒ Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο, και παραδίδονταν.
Μάλιστα μας βοηθούσαν στη μεταφορά των διαφόρων πραγμάτων που είχαμε στην πλάτη μας. Ακόμη και το γυλιό μας τον έπαιρναν για να μας ξεκουράσουν και για να μας δείξουν ότι είναι πάντα κάτω από τις διαταγές μας. Εμείς προχωρούσαμε μέσα στις γραμμές των Ιταλών, χωρίς καμιά αντίσταση. Οι δικοί μας έκοψαν τη γέφυρα του Αώου ποταμού, και έτσι οι Ιταλοί αυτοί αποκόπηκαν και δεν μπορούσαν πλέον να οπισθοχωρήσουν προς τα βόρεια. Έτσι έμειναν πίσω και παραδίδονταν. Πάρα πολλοί Ιταλοί.
Γενικά θέλω να πω ότι εκείνη την ημέρα Έλληνες στρατιώτες και Ιταλοί αιχμάλωτοι είχαμε μπερδευτεί και γενήκαμε ένα, με κοινό στόχο να σωθούμε από την κακοκαιρία.
Περπατώντας με τον τρόπο αυτό φθάσαμε κοντά στο άλλο εξαιρετικά οχυρωμένο ύψωμα το 731. Εκεί κάτω βρήκαμε ένα καλύβι, μια αχυρώνα. Μαζί μας ήταν και ο διοικητής της μοίρας του ορειβατικού πυροβολικού, ο ταγματάρχης Αθανάσιος Βουλόδημος, ο οποίος είχε τη διοίκηση δύο πυροβολαρχιών, στην μία των οποίων ήταν διοικητής ο Αδρύμης από το Βόλο. Λέγει, λοιπόν, στον λοχαγό αδερφό μου Βασίλειο Χάιδο.
‒ Να καθίσουμε λίγο εδώ μέσα για να φτιάξουμε τσάι για μας και για τους άνδρες μας.
Και πραγματικά άρχισαν οι μάγειροι φαντάροι να ετοιμάζουν τα καζάνια για το τσάι. Τότε σε μια στιγμή, ανοίγουν την πόρτα προς τα κάτω και ακούνε θόρυβο. Πηγαίνουν προς τα εκεί και τι να ιδούν. Μια ομάδα Ιταλών έπαιζε χαρτιά του καλού καιρού. Δεν είχαν πάρει καθόλου χαμπάρι, οι κακόμοιροι, τι γινόταν γύρω γύρω, ούτε σκοπιές είχαν. Όταν μας είδαν δεν πρόβαλαν καμιά αντίσταση, αλλά σήκωσαν τα χέρια ψηλά και αυτό ήταν. Παραδόθηκαν.
Εκεί βρήκαμε και άφθονα τρόφιμα. Έτσι ενώ πρωτύτερα ήμασταν πειναλέοι χωρίς μπουκιά ψωμί στο στόμα μας, τώρα είχαμε τα πάντα. Μέχρι και του πουλιού το γάλα βρήκαμε εκεί πάλι. Κατέβηκαν κάτω οι ημιονηγοί και έφεραν φορτώματα ολόκληρα με τρόφιμα. Επίσης έφεραν και άφθονες ζωοτροφές, διότι και τα ζώα ήταν πολλές μέρες νηστικά, αφού το χορτάρι ήταν σκεπασμένο με το χιόνι. Ένα βράδυ δε φυσούσε ένας παγωμένος βοριάς και είχαμε δέσει τα μουλάρια στα γύρω δένδρα, ενώ εμείς κάπου ξενυχτίσαμε μέσα. Το πρωί βρήκαμε πολλά όρθια, αλλά ψόφια, με το κεφάλι κοκαλωμένο και γερμένο αντίθετα του βοριά.
Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το ύψωμα 731. Κάναμε πρώτα την προετοιμασία με το πυροβολικό, ρίχνοντας αμέτρητες οβίδες στις κορυφές του. Ύστερα ήταν η σειρά των πεζικάριων, οι οποίοι όρμησαν και μέσα σε λίγες ώρες το κατέλαβαν. Είχε μια πολύ στρατηγική θέση το ύψωμα αυτό, που ήταν στη βάση του όρους Τρεμπεσίνα, και βρίσκονταν πέρα από μια χαράδρα. Έγινε πραγματικό μακελειό στο ύψωμα αυτό και τόσο πολύ κατασκάφτηκε από τους βομβαρδισμούς, ώστε το υψόμετρό του μειώθηκε κατά 5 μέτρα και σήμερα είναι 726 μέτρα. Ήταν δασωμένο, γεμάτο πανύψηλα δένδρα και έγινε εντελώς φαλακρό.
Αφού το καταλάβαμε, κάναμε τη δική μας οχύρωση πλέον για να το κρατήσουμε από αντεπιθέσεις. Η οχύρωση ήταν τέλεια και αυτό αποδείχθηκε λίγο αργότερα με την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Άφηναν οι δικοί μας τους Ιταλούς να προχωρήσουν στο σημείο αυτό και μετά από λίγο ξεκάμπιζαν μέσα από τα λαγούμια τους και τους πελεκούσαν όλους. Γι’ αυτό η εαρινή επίθεση είχε τα ίδια δεινοπαθήματα με τις άλλες επιθέσεις των Ιταλών.
Εμείς στρατοπεδεύσαμε απέναντι από το 731, σε ένα χωριό που λεγόταν Πάβαρι. Ήταν σα να ήμασταν πάνω στη Μακρινίτσα και από εκεί ρίχναμε με τα πυροβόλα κάτω στην περιοχή του Βόλου, όπου ήταν το στρατηγικό αυτό ύψωμα 731, από το οποίο περνούσε ο μοναδικός δρόμος προσπεράσματος προς τα απέναντι μέρη.
Εκεί πλέον σταματήσαμε την προέλαση, ενώ θα μπορούσαμε να τους κυνηγήσουμε τους Ιταλούς ακόμη πιο κάτω, μέχρι τη θάλασσα, αλλά είχαμε διαταγή να μην προχωρήσουμε, ώστε να απασχολούμε εκεί πολύ ιταλικό στρατό και να μην πάει κάτω στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, όπου υπήρχε ήδη ένα άλλο εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο με τον Ρόμελ.
Μείναμε, λοιπόν, στο μέρος αυτό αμυνόμενοι και κρατούσαμε το 731 από την Πρωτοχρονιά του 1941 μέχρι και το Μάρτιο. Στο μεταξύ οι Ιταλοί έκαναν συνέχεια επιθέσεις, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όλες τις αποκρούαμε.
Στις 3 Μαρτίου, νομίζω, έγινε η εαρινή επίθεση των Ιταλών, παρόντος και του ίδιου του Μουσολίνι. Έκαναν, λοιπόν, την επίθεση αυτή, αλλά εμείς το κρατούσαμε το ύψωμα με τα δόντια. Έπεσαν στο πεδίο της μάχης χιλιάδες Ιταλοί. Σωστή πανωλεθρία. Τόσα πολλά ήταν τα πτώματα των σκοτωμένων, ώστε ζήτησαν να κάνουμε τριήμερη ανακωχή, για να τα πάρουν τα πτώματα και να τα θάψουν οι Ιταλοί.
Δεν πρέπει να ξεχάσω να πω ότι πολλοί Καναλιώτες, που υπηρετούσαν εκεί, όταν έμαθαν ότι στην πυροβολαρχία ήμουν εγώ με τον αδερφό μου, έρχονταν στη σκηνή μου ημέρες ανάπαυλας και έπαιρναν διάφορα πράγματα, τρόφιμα και ρουχισμό, όπως ο Χρίστος Ζούμπος, ο Λάμπρος Λιασκοβίτης, ο Κωνσταντίνος Λάσδας (ή Χασιώτης) και αρκετοί άλλοι. Ο αδερφός μου ο Βασίλειος Χάιδος, επειδή είχα πάντα την ειδικότητα του λοχία-σιτιστή ολόκληρης της πυροβολαρχίας, μου είχε πει να μην κάνω καμιά οικονομία, όταν βλέπω Καναλιώτη. Να του δίνω με το παραπάνω ό,τι θέλει.
Εκεί μου έκαναν και πρόταση οι ταγματάρχες για να γίνω αξιωματικός, αλλά εγώ δεν ήθελα τα παραπάνω γαλόνια, διότι δεν ήθελα να απομακρυνθώ από τον αδερφό μου, που με στήριζε και τον στήριζα.
Στην επίθεση του 731 ήταν και ο Αρχοντής Κυρίτσης, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και μετέπειτα δάσκαλος του χωριού μας, ο οποίος στη συνέχεια ήρθε και έμεινε στη σκηνή του αδερφού μου. Εκεί ήταν και την παραμονή το βράδυ της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι και μάλιστα είχαν κάποια ευχέρεια και έπαιξαν λίγα χαρτιά για να περάσει η ώρα. Ύστερα, το ίδιο βράδυ, έφυγε και πήγε στη μονάδα του. Τη νύχτα εκδηλώθηκε η επίθεση και την επόμενη ημέρα μαθαίνουμε ότι τραυματίσθηκε στα πόδια του. Αμέσως τον πήγαν στο ορεινό χειρουργείο για να του κόψουν τα πόδια, αλλά δεν δέχθηκε. Ύστερα τον μετέφεραν στην Αθήνα. Και εκεί ήθελαν να του κόψουν το ένα πόδι, αλλά και πάλι δεν δέχθηκε. Τελικά έγινε καλά και το δεύτερο το πόδι του, αλλά απλώς κούτσαινε λίγο.
Πήρε απολυτήριο στρατού εν τιμητική αποστρατεία και έπαιρνε δυο μισθούς: ως δάσκαλος και ως αξιωματικός του στρατού.
Αξίζει να σημειώσω ότι με την εαρινή επίθεση εμείς δεν υποχωρήσαμε ούτε ρούπι, αλλά μείναμε στις θέσεις μας πάντα αμυνόμενοι, όπως ήταν η διαταγή.
Στις αρχές Απριλίου, όμως, όταν προσέβαλαν τα ελληνικά σύνορα οι Γερμανοί, από την πλευρά της Σερβίας, πήραμε διαταγή να φύγουμε και να πάμε προς τα εκεί για να ανακόψουμε την προέλασή τους. Έτσι φθάσαμε στην Κορυτσά εσπευσμένα. Το βράδυ στήσαμε, σε ένα ύψωμα, παρατηρητήριο για να βλέπουμε τις κινήσεις των Γερμανών. Η υπόλοιπη πυροβολαρχία έμενε κάτω και περίμενε. Μαζί ήταν και ο Νικόλαος Γεωργούλας, του οποίου οι μονάδες του συντάγματός του είχαν διαλυθεί και οπισθοχώρησαν άτακτα.
Μάλιστα και από μας ένας υπολοχαγός το έσκασε, όταν η πυροβολαρχία μας δεν επικοινωνούσε με το παρατηρητήριο, που ήταν στο ύψωμα. Διότι νόμισε ότι τους έπιασαν οι Γερμανοί τους άνδρες του Παρατηρητηρίου. Όμως, όχι μόνο δεν τους έπιασαν, αλλά εκείνοι έβαλαν τους σαλπιγκτές να σαλπίσουν «Προχωρείτε! Προχωρείτε». Έτσι οι Γερμανοί κοντοστάθηκαν σε κατάσταση άμυνας. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους άνδρες του παρατηρητηρίου να οπισθοχωρήσουν και να έρθουν κοντά μας.
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί προχωρώντας έβαζαν με το πυροβολικό τους, το οποίο είχε μεγαλύτερη εμβέλεια από το δικό μας ορειβατικό πυροβολικό και τα βλήματα έφθαναν μέχρι σε μας. Οι δικοί μας ημιονηγοί είχαν φύγει και όταν διατάχθηκε να οπισθοχωρήσουμε, εμείς μόνοι μας κυλούσαμε τα πυροβόλα. Παράλληλα οπισθοχωρούσε και το βαρύ πυροβολικό, υπό τον συνταγματάρχη Καλαμάρα από τη Λοξάδα. Οπισθοχωρώντας δε, έβαζε με το πυροβολικό του εναντίον των Γερμανών και έτσι καθυστερούσε τους Γερμανούς, δίνοντας την ευκαιρία σε μας να οπισθοχωρούμε ομαλά.
Σε μια στροφή του κακόδρομου βρίσκουμε μια ίλη δικού μας ιππικού, με σκελετωμένα άλογα, αλλά και οι στρατιώτες ήταν καταταλαιπωρημένοι. Έτσι δεν μπορούσαν να μας υπερασπισθούν, αφού άλλωστε οι Γερμανοί έρχονταν με μοτοσικλέτες. Τους προσπεράσαμε και φθάσαμε στο χωριό Ελσέκα, όπου ήταν ο κεντρικός ανεφοδιασμός όλου του ελληνικού στρατεύματος. Έτσι ανεφοδιαστήκαμε για καλά από τρόφιμα και διάφορα άλλα χρειαζούμενα είδη.
Έπρεπε, όμως, να βιαστούμε γιατί οι Γερμανοί όλο και μας πλησίαζαν. Θέλαμε δε το γρηγορότερο να μπούμε στο ελληνικό έδαφος, διότι αν μας έπιαναν στο αλβανικό, θα θεωρούμασταν αιχμάλωτοι πολέμου και δεν ξέρω τι θα μας έκαναν. Προχωρούσαμε, λοιπόν, όσο μπορούσαμε ταχύτερα για να περάσουμε τη γέφυρα τη Κόνιτσας και να πέσουμε προς τα μέρη της πόλης αυτής.
Ήταν απελπιστική πραγματικά η κατάσταση αυτή. Εγώ, βέβαια, είχα άλογο και πότε πότε το έδινα και σε κάποιους άλλους. Οι πεζικάριοι, όμως, υπέφεραν πολύ και δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο. Πρήστηκαν τα πόδια τους και ήταν κατακουρασμένοι. Πολλούς τους παίρναμε σηκωτούς για να περάσουν τη γέφυρα και να βρεθούν απέναντι στην Ελλάδα.
Έτσι επί τέλους πατήσαμε σε ελληνικό έδαφος. Στην Κόνιτσα φθάσαμε ανήμερα του Πάσχα και ο κόσμος μάς υποδέχτηκε με πολλή συμπόνια. Μας φίλεψαν κρέας, τυριά και κόκκινα αυγά. Εκεί δεν έφθασαν οι Γερμανοί, διότι πήγαν από άλλον δρόμο και προήλασαν μέσα στα μέρη της Μακεδονίας.
Στο μεταξύ είχε γίνει η συνθηκολόγηση και ήρθε διαταγή να παραδώσουμε τα όπλα. Αλλά Γερμανούς εμείς δεν είδαμε καθόλου. Έτσι φύγαμε από την Κόνιτσα και πήραμε το δρόμο προς τα Γιάννενα και από εκεί βρεθήκαμε στο Μέτσοβο, πάντα οργανωμένοι, όλοι μαζί οι άνδρες της πυροβολαρχίας, χωρίς καθόλου σχεδόν απώλειες.
Εκεί απέναντι, σε ένα βουνό πήγαμε και κρύψαμε τα πυροβόλα, όπως και ένα οπλοπολυβόλο «χότσχις», που το είχαμε από τότε που ξεκινήσαμε για τον πόλεμο από τη Λάρισα. Το πυροβόλο αυτό δεν είχε επικρουστήρα, και ούτε μπορέσαμε να βρούμε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οπωσδήποτε, όμως, απασχολούσε και αυτό αρκετούς άνδρες. Άλλωστε και εμείς του πυροβολικού όταν πήγαμε στον πόλεμο δεν είχαμε όπλα δικά μας, αλλά πήραμε τα όπλα των αιχμαλώτων Ιταλών.
Κρύψαμε τα πυροβόλα, αλλά οι Γερμανοί βρέθηκαν στο Μέτσοβο. Το πήραν είδηση, λοιπόν, και μας διέταξαν να τα βγάλουμε από τις κρυψώνες και να τους τα παραδώσουμε. Όταν τα παραδώσαμε, κατεβήκαμε κάτω από το Μέτσοβο και κατασκηνώσαμε στο χωριό Ανήλιο, όπου μείναμε κάπου μια εβδομάδα. Εκεί είχαμε ακόμη ακμαίο το ηθικό, ήμασταν συντεταγμένοι και πήραμε με τη σειρά όλοι τα απολυτήρια στρατού. Μάλιστα το απολυτήριο εκείνο το έχω ακόμη. Τότε ο φαντάροι ξεκίνησαν για τις πατρίδες τους.
Εκεί ήταν ο Ολύμπιος, διοικητής του 1ου Συντάγματος Ορειβατικού Πυροβολικού, και ο Νικόλαος Γεωργούλας, ο διοικητής του 5ου Συντάγματος Βαρέως Πεζικού Πυροβολικού. Οι Γερμανοί έστειλαν ειδοποίηση να ανεβούν οι αξιωματικοί στο Μέτσοβο και να παρουσιασθούν στη μονάδα τους.
Τότε οι αξιωματικοί εμπιστεύθηκαν ολόκληρο το αρχείο του 1ου και του 5ου Συντάγματος, με 4 μεγάλα σιδερένια μπαούλα, σε μένα μαζί με κάποιον Αναστάσιο Πράντζο, που τον είχε ιπποκόμο ο αδερφός μου Βασίλειος Χάιδος, και κάποιον τρίτο που ήταν συγχωριανός του Πράντζου από τον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσας, ο οποίος είχε την ειδικότητα του ημιονηγού. Τα φορτώσαμε σε δυο μουλάρια και ο Βασίλης μού λέει ότι με κάθε θυσία θα τα διασώσω ανέπαφα και να τα κρύψω στο ντάμι μας, στο χωριό, που είχαμε στο Λουτρό.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, και πάντα είχαμε το νου μας στο πολύτιμο φορτίο. Το βράδυ φθάσαμε σε ένα χωριό, όπου οι κάτοικοι έβλεπαν με ύποπτο τρόπο τα μπαούλα, αλλά και τα καλοθρεμμένα μουλάρια μας. Γι’ αυτό δεν τα ξεφορτώσαμε καν, αλλά εμείς μόνο ξεκουραστήκαμε, αγρυπνώντας ο ένας και ο άλλος με τη σειρά. Την άλλη μέρα κινήσαμε πάλι προς τα κάτω και φθάσαμε στο Μουζάκι, όπου βρήκαμε στο δρόμο προς Τρίκαλα μια φάλαγγα Γερμανών στρατιωτών, που έρχονταν προς τα εκεί. Δεν μας έδωσαν καμιά απολύτως σημασία, αν και ήμασταν ντυμένοι φαντάροι και μάλιστα οπλισμένοι με πιστόλια.
Έτσι προχωρήσαμε, φθάσαμε στη Λάσδα, τα ξεφορτώσαμε στο ντάμι και τα κρύψαμε πίσω από τις μπάλες με το τριφύλλι που είχε στοιβαγμένες εκεί ο αδερφός μου ο Χαρίλαος Χάιδος. Ύστερα οι άλλοι σύντροφοί μου έφυγαν και πήγαν για το χωριό τους, παίρνοντας μαζί τους από ένα άλογο. Εγώ κράτησα το δικό μου άλογο, που το είχα πάντα από το μέτωπο.
Ο Βασίλης, που είχε την οικογένειά του στο χωριό, επέστρεψε μετά από μια εβδομάδα, κατακουρασμένος και γενειοφόρος, διότι είχε μέρες να ξυριστεί. Σ’ αυτόν παρέδωσα τα μπαούλα και αυτός τα προώθησε αρμοδίως. Έφερε και αυτός το άλογό του στο χωριό, που ήταν πολύ ψηλό και γεροδεμένο, αλλά είχε πάθει κρυοπαγήματα και πλήγιασαν τα πόδια του.
Με αυτή μου την πράξη θέλω να τονίσω ότι κατά κάποιον τρόπο αναδείχθηκα σε έναν από τους πρώτους αντιστασιακούς, αφού δεν παρέδωσα τίποτε στους Γερμανούς, αλλά τα κράτησα όλα τα έγγραφα και τα εφόδια για να χρησιμοποιηθούν εναντίον του κατακτητή.
Όταν ξεκίνησα για το αλβανικό μέτωπο, η θεία μου Ειρήνη Τσιανάκα μού έδωσε ένα τριγωνικό φυλαχτό, ραμμένο με βελούδινο ύφασμα, που το είχα πάντα μαζί μου στον πόλεμο και πιστεύω ότι με φύλαξε από κάθε κακό. Έχει επάνω χαραγμένο με κλωστή το γράμμα Α (Αλέκος) και το φυλάω ακόμη ως κειμήλιο.