Ο Κώστας Αρ. Χατζιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932 και κατά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ήταν μαθητής στη Β’ Δημοτικού
[Αποστολέας: Κώστας Χατζιώτης].
Δευτέρα, 28η Οκτωβρίου 1940
Όπως κάθε πρωί, έτσι και σήμερα, έχω προβλήματα με το πρωινό ξύπνημα. Ιδιαίτερα όμως σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, γιατί είναι Δευτέρα και χθες ήμασταν στο εξοχικό μας στα Βριλήσσια απ’ όπου γυρίσαμε άργα το βράδυ. Έτσι, δεν έχω καμιά όρεξη για το σχολειό· και είμαι κι αδιάβαστος.
Η Τασία, η κοπέλα που έχουμε στο σπίτι, με κυνηγά να μου δώσει να πιω το γάλα και να ετοιμαστώ έγκαιρα για το σχολειό. Ο πατέρας μου, στο διπλανό δωμάτιο, δεν έχει ακόμη σηκωθεί. Μου φωνάζει να κατεβώ να του φέρω το «Ελεύθερο Βήμα», την εφημερίδα που ο εφημεριδοπώλης μάς αφήνει κάθε πρωί. «Σήμερα άργησες», ακούω πάλι τη φωνή του πατέρα, «δεν θα σου διαβάσω τα νέα».
Κάτι πάω να απαντήσω. Η Τασία με καθηλώνει σε μια καρέκλα και προσπαθεί νευριασμένη να μου φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας φοβερός ήχος, κάτι σαν συνεχής βροντή, ξεσχίζει τ’ αφτιά μου. Κοιτάζω περίτρομος γύρω μου. Τι είναι και τούτο πάλι; Η Τασία μπροστά μου, με τις κάλτσες στο χέρι, μένει ακίνητη, αποσβολωμένη.
Παρατηρώ αφηρημένα από την ανοικτή πόρτα του δωματίου μου το μεγάλο ρολόι που είναι στον τοίχο χολ ακριβώς απέναντί μου. Η ώρα είναι επτά. Τινάζομαι από την καρέκλα μου καθώς στ’ αφτιά μου αντηχεί η φωνή του πατέρα: «Πόλεμος!». Κατρακυλώ τρία τρία τα σκαλιά και καθώς φτάνω κάτω στην εξώπορτα, αρπάζω την εφημερίδα. Δεν μπορώ ακόμα να διαβάσω με μεγάλη άνεση (μόλις έχω πάει στη Β’ Δημοτικού).
Όμως, από τα μεγάλα γράμματα που καλύπτουν όλο το πλάτος της πρώτης σελίδας, καταλαβαίνω πως κάποιο μεγάλο κακό μάς βρήκε.
Η κραυγή του πατέρα «Πόλεμος!» με κάνει και τρέμω. Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, πολλά πράγματα ακόμη, όμως ξέρω πως ο πόλεμος σημαίνει σκοτωμούς, καταστροφές, δυστυχία, ερημιά… Εδώ κι ένα περίπου χρόνο, κάθε πρωί, ο εφημεριδοπώλης μάς φέρνει το «Ελεύθερον Βήμα», που κατεβαίνω, το παίρνω, το φέρνω στον πατέρα και, αφού ξαπλώσω πλάι του στο κρεβάτι, εκείνος αρχίζει να διαβάζει τα νέα με δυνατή φωνή. Έτσι, έχω παρακολουθήσει μέρα με την ημέρα όλη τη φοβερή αθρωποσφαγή που καταστρέφει την Ευρώπη, από την πρώτη στιγμή, από τη μοιραία 1η Σεπτεμβρίου του περασμένου χρόνου… […]
Ανεβαίνω λαχανιασμένος τα σκαλιά και, κραδαίνοντας την εφημερίδα, τρέχω κοντά στον πατέρα που στο μεταξύ έχει σηκωθεί και έχει ήδη ντυθεί.
«Την 6ην πρωινήν θα κινηθεί ο Ιταλικός στρατός κατά της Ελλάδος. Υπεγράφη την πρωΐαν το Διάταγμα της Γενικής Επιστρατεύσεως», διαβάζει δυνατά με σταθερή και κάπως επίσημη φωνή.
Ο αδελφός μου (που είναι δέκα περίπου χρόνια μεγαλύτερός μου) έχει ανοίξει το ραδιόφωνο και οι ήχοι εμβατηρίων πλημμυρίζουν το σπίτι. Σε λίγο, μια φωνή βαριά, η φωνή του εκφωνητή, αναγγέλλει:
«Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30′ σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Είναι το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου του στρατού μας…
Για λίγα λεπτά, η συγκίνηση και η αμηχανία βασιλεύει παντού στο σπίτι. Αλλά αμέσως μετά, ο πατέρας παίρνει τη μητέρα κι ετοιμάζονται να κατεβούν. «Θα πάμε στην Τράπεζα να τραβήξουμε μερικά χρήματα», τον ακούω να λέει στον αδελφό μου. «Εσύ μείνε στο σπίτι με τα μικρά (εννοώντας την αδελφή μου κι εμένα). Δεν θα αργήσουμε να επιστρέψουμε».
Εκείνη τη στιγμή κτυπά το τηλέφωνο. Είναι η αδελφή της μητέρας μου, η Λέλα Μπακάκου, που το σπίτι της είναι λίγα μόλις τετράγωνα πιο πέρα από το δικό μας. Είναι πολύ ανήσυχη και ζητά να μιλήσει με τη μητέρα μου. Ο πατέρας, όμως, βιάζεται: «Γρήγορα», φωνάζει, «οι Τράπεζες θα κλείσουν. Πρέπει να προλάβουμε». Καθώς ο πατέρας και η μητέρα κατεβαίνουν τις σκάλες βιαστικά, ο αδελφός μου τρέχει από κοντά. «Θα έλθω κι εγώ μαζί σας», τον ακούω να λέει.
Κενό. Για λίγη ώρα δεν θυμάμαι τίποτε… Καμιά εικόνα, καμιά θύμηση… Κι ύστερα (θα ‘ταν 10 ή 11 το πρωί;), μια συγκίνηση πρωτόγνωρη· μια ανατριχίλα που όσο ζω δεν θα την ξεχάσω ποτέ: κόσμος πολύς, λαοθάλασσα, έχει συγκεντρωθεί στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και ζητωκραυγάζει ξέφρενα τα πράσινα τραμ που κατηφορίζουν από την Πλατεία Ομονοίας γεμάτα νέα παιδιά, που σπεύδουν να παρουσιαστούν στο Κέντρο Διερχομένων, στον Σταθμό Λαρίσης…
Τρέχω κι εγώ σαν χαμένος ενώ πίσω μου ακολουθεί λαχανιασμένη η Τασία. «Γρήγορα πάμε πίσω στο σπίτι», μου φωνάζει. Μα εγώ ζω τις δικές μου ηρωικές στιγμές με το παιδικό μυαλό μου… Δεν ξέρω πώς και γιατί, όμως σκέπτομαι πως ήρθε η ώρα να ξεπλύνουμε την ντροπή της [Μικρασιατικής] καταστροφής για την οποία μού μίλησε κάποτε ο πατέρας […].
Ανηφορίζουμε με την Τασία βιαστικά προς την Ομόνοια. Εδώ πια, ο ενθουσιασμός έχει φτάσει τα όρια του παροξυσμού. Κι όταν κάποια στιγμή ακούγεται η κραυγή: «Ο βασιλιάς, ο βασιλιάς» κι ένα αυτοκίνητο περνά αργά αργά μέσα στο πλήθος, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο. Όμως, απ’ όλα τούτα που βλέπω, μια εικόνα χαράζεται ανεξίτηλα στο μυαλό μου: τα δάκρυα της υπερηφάνειας και της χαράς των νέων που φεύγουν για το μέτωπο· κι η πίστη τους για τη νίκη.
Οι σειρήνες ηχούν πάλι. Συναγερμός. Τρέχουμε να γυρίσουμε στο σπίτι. Ο κόσμος, όμως, γύρω μας ούτε που νοιάζεται να κρυφτεί. Μάταια η Αστυνομία προσπαθεί να πείσει όλο αυτό το συνεπαρμένο πλήθος πως πρέπει να κατεβεί στα καταφύγια. […]
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Αρ. Χατζιώτη,
Ημερολόγιο. Η μαρτυρία ενός παιδιού από τον πόλεμο του 1940-41,
Εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε, Αθήνα 2019]