Ο ράφτης Ν. Χούπας, από τη Βράχα Ευρυτανίας (περιοχή Αγράφων), πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο
[Αποστολέας: Χαράλαμπος Θεοδώρου].
29 Οκτωβρίου 1940
To βράδυ φθάσαμε στο Κάντζικο. Μη ευρόντες τον Ταγματάρχην, μας διατάσσει ο Λοχαγός: «Αποθέσατε αμέσως και πάρτε μόνον τ’ αντίσχηνο και μια κουβέρτα και να πιάσουμε αμέσως το ύψωμα επάνω από το χωριό». Εντός 5 λεπτών της ώρας είμεθα έτοιμοι και φεύγουμε τροχάδην.
Νυκτώσαμε. Καθόμαστε σε ένα χωράφι έξω από το δάσος, παρ’ όλο του ότι έβρεχε ραγδαίως.
Ο Λοχαγός και ο Ανθυπολοχαγός της πυροβολαρχίας βγήκανε στο ύψωμα να εγκαταστήσουν τα πολυβόλα και τα οπλοπολυβόλα. Όλη τη νύκτα έβρεχε κι ημείς είμεθα έξω περιτυλιγμένοι μόνον με τα αντίσχηνα. Έως 11η ώρα ακούμε αριστερά μας πυροβολισμούς όπλων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων. Νομίσαμε ότι μας πλησιάζουν οι Ιταλοί. Κατά τας 12η ώρα βρέχοντας, υποχωρούμε και κατεβαίνουμε στο ποτάμι του Σαρανταπόρου και Καντζικόρεμα, με την απόφαση να πάμε στο Επταχώρι. Εκεί μας καταφθάνει ο Λοχαγός και φέγγοντας γυρίζουμε πάλι προς Κάντζικο. Τώρα είμεθα ξελιγωμένοι από την πείνα. Φθάνοντας στο χωριό βλέπουμε όλες τις γυναίκες στις αυλές των. Ζητήσαμε ψωμί και μας δώσανε.
Απ’ εκεί τραβάμε προς άλλο ύψωμα αριστερότερα και ψηλότερα από το πρώτο… εκεί κατασκηνώσαμε. Εγώ έστησα σχηνή μαζί με τον Αθ. Τσέλον. Την νύκταν ο Τσέλος βγήκε 3ο νούμερο περίπολο και ήλθε κατακουρασμένος. Το πρωί στις 6 εφώναξε ο Λοχαγός την ομάδα διοικήσεως εις την οποίαν ανήκον κι εγώ. Βγήκα αφήνοντας τον Τσέλο να κοιμάται. Προ ενός τετάρτου ήλθαν δύο πολίτες, οι οποίοι χάθηκαν αμέσως, άμα έξαφνα ήκουσαν πυροβολισμούς. Λένε «Παιδιά, μας βάζουν οι Ιταλοί, μη φοβάστε».
Αριστερά ήτανε ο 10ος Λόχος. Αμέσως βάζει ο 10ος Λόχος, ο δικός μας και οι Ιταλοί. Ο Τσέλος παίρνει το όπλο και μπαλάσχες και τρέχει να κρυφθεί. Κρυφθήκαμε όλοι πίσω από τα πεύκα και τις καστανιές. Οι σφαίρες περνούσαν από πάνω μας και απ’ το πλευρό μας βροχή, σφυρίζοντας. Μας διέταξαν να υποχωρήσουμε. Φεύγουμε να πιάσουμε το ύψωμα που εγκαταστήσαμε την προηγούμενη βραδιά τα αυτόματα όπλα.
Κατεβαίνοντας προς τα κάτω μάς βάνει Ιταλικό πολυβόλο από το χωριό. Το Κάντζικο κατελήφθη. Φοβουμένοι να μην αιχμαλωτισθούμε, φεύγουμε δεξιά χωριού μέσα στα χωράφια και εκεί μας βάνουν. Διασκορπισθήκαμε. Προχωρώντας προς την ίδια κατεύθυνση ο Λοχαγός Ζωγράφος και Ανθυπολοχαγός Γεωργίου έμειναν επάνω, δεν ξέρουμε πού πάνε. Μαζί μας ήτανε ο Ανθυπολοχαγός Αγιοπετρίτης της πολυβολαρχίας εις την οποίαν ήτανε και ο Γ. Ράνζος εκ Δομιανών.
Χαθήκαμε προσπαθώντας να κρυφθούμε. Εγώ με τον Ευαγ. Ζαχαρόν εξ Οξυάς Καρδίτσας είμεθα μαζί. Το εχθρικό πολυβόλο μάς κυνηγούσε. Νομίζοντας ότι μας υποστηρίζει ένα οπλοπολυβόλο μας από ένα τσουμαράκι, προχωρούμε προς το τσουμάρι απέναντι του χωριού και εκεί εξακολουθεί το εχθρικό να μας βάνει. Σταματάμε έχοντας ένα προπέτασμα. Το πολυβόλο σταματά. Βλέπουμε από τη γέφυρα του ποταμού Σαρανταπόρου κάτω από το Κόντζικο να ανεβαίνει φάλαγξ. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν ήταν Ιταλοί ή όχι. Διακρίναμε ότι ήταν Ιταλοί. Τους βάζουμε από δύο στη φάλαγγα με κλισιοκόπιο 800 μέτρα.
Σταματάμε μην τυχόν μάς πάρουν στόχο και μας βαρέσουν με το πολυβόλο. Βλέπουμε από το χωριό 5 Έλληνες στρατιώτες να έρχονται τρέχοντας με άσπρη σημαία για να μην τους βαρέσουμε. Μαζί με αυτούς ήτανε ο Λοχίας Αγγελόπουλος Απόστολος εκ Γαρδικίου Τρικάλων και ο Κολιντζόγλου Ιατρός φαντάρος. Ανταμωθήκαμε και βαδίζαμε προσπαθώντας να βρούμε τον λόχο μας. Βαδίζοντας βρίσκουμε 5-6 παιδιά σε ένα μαντρί εις θέσιν Βαθύλακκο. Από τα παιδιά πήραμε ψωμί και ένα μουλάρι να φέρουμε έναν συνάδελφό μας του 3ου Λόχου, από τον Βλάση Καρδίτσας, ονόματι Φλέγκας Αθανάσιος, που μας είπε: «Παιδιά, αν με αφήσετε, να με σκοτώσετε και τότε να φύγετε, να μη με πιάσουν». Τον φέραμε στο Επταχώρι. Εγώ, ο Ράντζος, ο Τσέλος και ο Ζαχαρός.
Κοιμηθήκαμε στο σπίτι της Κουτούλενας Νάκου. Χαλάσαμε την πόρτα από ένα δωμάτιο και παίρνουμε ένα τραγότσιλο [=βαρύ σκέπασμα] και ένα πάπλωμα και ένα πιάτο ξυνοτύρι. Εζήτησα από τη Βασιλική Αθ. Κουστάρα ένα τραγότσιλο.
4 Νοεμβρίου 1940
Ώρα 5 μ.μ. Η καρδιά μου φούσκωσε και το στήθος μου πάει να σπάσει για την παρακολούθηση της νεκροσήμου ακολουθίας ενός αειμνήστου συναδέλφου μου, Τσαφάρα Ευαγγέλου, εκ του 11ου Συντάγματος Πεζικού της Τριπολέως, φονευθέντος την 3-11-40 εις την μάχην Λυκόρραχης, ετών 33. «Αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε και αείμνηστε αδελφέ Βαγγέλη». Ευρισκόμενοι όλοι μας υπό την σκιάν του πολέμου, αναμένομεν από στιγμήν εις στιγμήν τον θάνατο, τον άγριο θάνατο.
Επίσης με συνεκίνησε πολύ μια διμοιρία Ιταλών αιχμαλωτισθείσα εις τη Φούρκα μαζί με τον Ανθυπολοχαγόν των. Όταν ήλθαν στην Πλατεία και αντίκρισε ο Ανθυπολοχαγός των τους Αξιωματικούς μας, τους διέταξε προσοχή και εχαιρέτησε. Αφού τους πήραν τα ονόματα και επρόκειτο να τους πάνε για ύπνο, τους εχαιρέτησε όλους διά χειραψίας και έκλαυσε καθώς και αυτοί έκλαψαν. Το βράδυ κατά τας 9 μ.μ. φέρανε και άλλους. […]
15 Νοεμβρίου 1940
Απόψε έκανε πάρα πολύ κρύο και βραδιά με τη βραδιά μεγαλώνει το κρύο. Σήμερα ξύπνησα, αν και άυπνος από το κρύο, εν τούτοις σηκώθηκα εύθυμος και τούτο γιατί καταλάβαμε τα φυλάκιά μας και δεν επρόκειτο να πολεμήσουμε.
Σήμερα είχαμε ήλιο και αφ’ ενός μεν ηλιάσθηκα, αφ’ ετέρου μού εδόθη ευκαιρία να ρίξω μια σκέψη στα περασμένα, και με του ηλίου το πέσιμο στηρίχθηκα εν τέλει στην ελπίδα με του Θεού τη δύναμη να ξαναδούμε πάλι τα σπιτάκια μας.
Το μεσημέρι φάγαμε ύστερα από τόσες ημέρες μακαρόνια, 1/2 κουραμάνα και σταφίδα, καθώς και για το βράδυ ετοιμάζουν μακαρόνια.
[Αποσπάσματα από το βιβλίο: Νικολάου Ι. Χούπα, Ημερολόγιο ενός στρατιώτη. Από τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του 1940 (3 Οκτ. 1940 – 3 Ιαν. 1940), Αθήνα 2020].