ΔΑΜΑΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ


O Ν. Δαμαλάς (1914-2001) υπηρέτησε ως οδηγός φορτηγών στο 44ο Σύνταγμα Πεζικού, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Αφού τραυματίστηκε και υπέστη κρυοπαγήματα, επέστρεψε στην Αθήνα
[Αποστολέας: Εύη Κουσούλα].

Σήμερα μετά από 40 χρόνια έλαβα το μετάλλιο ανδρείας από το Υπουργείο Άμυνας. Και όλα αυτά που προσπαθούσα να ξεχάσω επανήλθαν στη μνήμη βασανιστικά και με πολύ καθαρές εικόνες. Το κάλεσμα στην Αθήνα στις 28-10-1940 και μετά το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη με το τρένο και ο ερχομός στην Αλβανία. Ένας τραγικός χειμώνας με χιόνια, ψείρες και τρομερή ταλαιπωρία. Οδηγούσα φορτηγά με καύσιμα στην πρώτη γραμμή. Πόσες φορές δεν κινδύνευσα να πεθάνω με τα ιταλικά βομβαρδιστικά πάνω από το κεφάλι μου. Θυμάμαι όταν τίναξαν το φορτηγό κι εγώ πήδησα αριστερά και χώθηκα στο χιόνι, ενώ ο Γιάννης έμεινε εκεί για πάντα, τον ακούω ακόμα να λέει την παροιμία «όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει».
Με βρήκαν μετά από δύο μέρες με κρυοπαγήματα. Ευτυχώς μπόρεσα να επανέλθω. Με αγαπούσαν πολύ στη μονάδα κι έψαξαν να με βρουν. Το απόλυτο κενό για το τι γινόταν πίσω στον Πειραιά και την οικογένεια. Ξανά τραυματισμός και κρυοπαγήματα. Στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης μού σφύριξαν να φύγω γιατί ο γιατρός ήταν εγκάθετος και έκοβε πόδια ακόμα κι όταν τα κρυοπαγήματα δεν ήταν σοβαρά. Το έσκασα και μπήκα λαθραία στο τρένο για Αθήνα. Τότε κάποιος με ρώτησε στο τρένο. «Από πού είσαι ρε παλικάρι;». «Από τον Πειραιά». « Αγόρι μου, έγινε μεγάλος βομβαρδισμός πριν δύο μέρες. Δεν υπάρχει πια Πειραιάς». Έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή. Ευτυχώς μπόρεσαν όλοι να σωθούν. Πιστεύω ότι σώθηκα γιατί δεν πείραξα ποτέ γυναίκα Αλβανού ούτε έκλεψα πορτοφόλι από νεκρό. Αυτά που έζησα δεν περιγράφονται ούτε στους μεγαλύτερους εφιάλτες. Προσπαθώ πάντα να ξεχάσω για να ησυχάσω αλλά τίποτα δεν πρέπει να ξεχαστεί. Ας θυμόμαστε πάντα.