ΔΗΜΟΥ ΦΡΙΞΟΣ


Ο Φρ. Δήμου ήταν επτά ετών όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος
[Αποστολέας: Φρίξος Δήμου].

Ήταν Δευτέρα. Μια Δευτέρα σαν όλες τις άλλες αλλά για μας τα εφτάχρονα παιδιά, μια σημαδιακή μέρα γιατί θα πηγαίναμε για πρώτη φορά στο σχολείο. Στην πρώτη τάξη του Δημοτικού!
Νοιώθαμε μεγάλη χαρά ή καλύτερα ευδαιμονία και συνάμα ικανοποίηση που επιτέλους… μεγαλώσαμε και γίναμε μαθητές αλλά κι απ’ την άλλη λυπόμαστε που θα λιγόστευε ο χρόνος για τα παχνίδια και θα κακοπερνούσαν οι παλάμες μας από το… χάρακα της «κυρίας» ή του «κυρίου» μας. Μόνο που η τόσο σημαντική μέρα για τα πρωτάκια ήταν και η πιο ένδοξη της νεότερης Ελλάδας, αφού το ημερολόγιο έδειχνε 28 Οκτωβρίου 1940!!
Όλα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, περιμέναμε στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου της Ηλιούπολης, να μπούμε στις τάξεις. Αργούσε όμως να χτυπήσει το κουδούνι. Μετά από μια δύο ώρες, δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε το χρόνο γιατί τα ρολόγια ήταν άπιαστο όνειρο τότε για μας, ακούστηκε ο γνώριμος ήχος του κουδουνιού που θα μας ακολουθούσε για ολόκληρη τη μαθητική μας ζωή. Οι μαθητές συγκεντρωθήκαμε κατά τάξεις, ακολουθώντας τις υποδείξεις των δασκάλων και κάποιων μαθητών της έκτης, μπροστά από τη σημαία που την κρατούσε ένας πιο μεγάλος μαθητής. Πίσω της στέκονταν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες με τον διευθυντή στη μέση. Έγινε η καθιερωμένη προσευχή και στη συνέχεια ψάλλαμε, όλοι μαζί, το εθνικό ύμνο. Τα πρόσωπα όμως του διδακτικού προσωπικού ήταν πολύ σοβαρά και σκυθρωπά. Η δασκάλα μάλιστα της τρίτης, η κύρια Σταυρούλα, που την τρέμανε όλα τα παιδιά για την αυστηρότητά της, τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο και έκλαιγε με λυγμούς συγχρόνως. Σκέφτηκα πως ίσως την πονούσε το δόντι της… Στη συνέχεια ο διευθυντής με μια πατριωτική ομίλια μάς ανακοίνωσε πως αναστέλλεται η λειτουργία του σχολείου γιατί η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο και πως ο γενναίος στρατός μας αμύνεται στα σύνορα. Μας ζήτησε να ζητωκραυγάσουμε υπέρ της πατρίδας, του βασιλέα, του πρωθυπουργού και του στρατού και να επιστρέψουμε ήσυχα στα σπίτια μας. Εμάς τους πιο μικρούς μας άρεσε όλη αυτή η κατάσταση. Τρέχαμε πηδάγαμε, χειροκροτούσαμε και φωνάζαμε… «Ζήτω ο πόλεμος»!
Όταν φτάσαμε στα σπίτια, οι μανάδες μας, γιατί οι άνδρες λείπανε στη δουλειά, τα ‘χανε χαμένα με τα νέα μας. Ο Αλέκος ο μικρός αδελφός μου με τράβαγε από το μανίκι και μού ‘λεγε: «Πες μου ρε, πες μου ρε». Αλλά τι να του πω. Σάμπως ήξερα κι εγώ. Μα και ποιος γνώριζε τι συμβαίνει. Ραδιόφωνα δεν υπήρχανε, εφημερίδες έπρεπε ν’ αγοράσεις απ’ την Αθήνα, τηλέφωνο διαθέτανε μόνο η χωροφυλακή και η κοινότητα.
Το βράδυ γύρισε ο πατέρας αγαναχτησμένος από το τελεσίγραφο του γελοίου Μουσολίνι και τον άνανδρο τορπιλλισμό, γιατί μόλις τότε δημοσιοποιήθηκε η εθνικότητα του υποβρύχιου, του εύδρομου «Έλλη». Υμνώντας την ελληνική λεβεντιά, παραπονέθηκε πως επειδή είχε πιάσει τα σαράντα, δεν θα τον καλούσε η πατρίδα, είχε πολεμήσει στο 1918-1922 στη Μικρά Ασία, να ξαναπολεμήσει τον καινούργιο εχθρό! Μας είπε ακόμη πως εκείνη τη μέρα μαζί με πολλούς άλλους πατριώτες κατεβάσανε την ιταλική σημαία από τα γραφεία, στο Σύνταγμα, της ιταλικής αεροπορικής εταιρίας ALA LITTORIA, την κομματιάσανε και την μοιραστήκανε μεταξύ τους. Έβγαλε μάλιστα από την τσέπη του ένα κομμάτι χρωματιστό ύφασμα, το… «μερίδιό» του, κι αφού το ‘κοψε στη μέση μας το ‘δωσε για ενθύμιο. Η μητέρα μας, η κυρά Θεοδούλη, φαινότανε πολύ στενοχωρημένη κι έκλαιγε κρυφά.
Τις επόμενες μέρες μάς σύστησαν, από τη χωροφυλακή και τη νεολαία (ΕΟΝ), να καλύπτουμε κάθε βράδυ τα φώτα, ποια φώτα λάμπες πετρελαίου είχαμε, με κουρτίνες, να κολλήσουμε χαρτοταινίες στα τζάμια για να αποφεύγονται οι τραυματισμοί από τυχόν εκρήξεις και να κατασκευάσουμε καταφύγιο με προσωπική εργασία. Στο μεταξύ γνωρίσαμε και τον ανατριχιαστικό ήχο της σειρήνας συναγερμού που «χτύπαγε» σε κάθε εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων που ήταν αρκετά συχνές γιατί γειτονεύαμε με το Χασάνι που αργότερα εξελίχτηκε σε αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μετά τη λήξη του συναγερμού και πολλές φορές πριν απ’ αυτή, κρυφά φυσικά απ’ τους μεγάλους, τρέχαμε έξω να μαζέψουμε ζεστά ακόμη θραύσματα απ’ τις βολές των αντιαεροπορικών. Για όλα τα παιδιά ο πόλεμος ήταν η «καλύτερη» περίοδος της ζωής μας γιατί τα σχολεία ήταν κλειστά, οι πατεράδες λείπανε στο μέτωπο κι οι μανάδες είχαν περισσότερες τώρα ευθύνες κι ασχολίες κι έτσι εμείς ζούσαμε την… ελευθερία μας.
Ένα βράδυ του Νοεμβρίου ο πατέρας ήλθε πιο νωρίς από τις άλλες φορές αλλά ντυμένος… στρατιώτης!! Είχε καταταγεί εθελοντής στο έμπεδο Αθηνών. Εγώ κι ο αδελφός μου κατενθουσιαστήκαμε ενώ η μητέρα μας έκλαιγε συνεχώς… Ο ίδιος γελούσε και μας έλεγε πως δεν θα προλάβει, δυστυχώς, να πάει στο μέτωπο γιατί ο ελληνικός στρατός θα έχει πετάξει τους φασίστες στη θάλασσα.
Ακόμη είπε στη μητέρα πως μαζί του παρουσιάστηκε εθελοντής κι ο γνωστός αντικαθεστωτικός πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος με το βαθμό του δεκανέα κι αυτός.