ΦΙΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ


Ο Αντ. Φίλιας ήταν, κατά την έναρξη του πολέμου, μαθητής της τελευταίας τάξης του Β΄ Γυμνασίου Πατρών
[Αποστολέας: Βασίλης Μπεκίρης].

Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΣΤΙΣ 28/10/1940

Στην τελευταία τάξη του Β΄ Γυμνασίου, που στεγαζόταν στη γωνία Καραϊσκάκη και Γούναρη, μας βρήκε η Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.
Από τον γυμνασιάρχη μας, τον αείμνηστο Δημήτρη Τσιλλύρα, συγκεντρωμένοι στο στενόχωρο προαύλιο του σχολείου, ακούγαμε τα πρώτα ενθουσιαστικά κηρύγματα και ζητωκραυγάζαμε, όταν τον πατραϊκό ουρανό της φθινοπωρινής εκείνης μέρας άρχισαν να αυλακώνουν σμήνη, πέντε-πέντε αεροπλάνα. Τα σήματά τους, όμοια με τα σήματα της δικής μας αεροπορίας, μας ξεγέλασαν, και μ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού τα χαιρετούσαμε πετώντας στον αέρα τα μαθητικά μας πηλήκια και τα πολύχρωμα πουλόβερ. Πού να φαντασθούμε ότι τα φτερωτά τέρατα έκρυβαν στα σπλάχνα τους τον θάνατο και την καταστροφή;
Τότε ακούστηκε η πρώτη βόμβα: ένα διαπεραστικό σφύριγμα και μετά ο εκκωφαντικός κρότος. Καταλάβαμε πλέον πόσο ξεγελαστήκαμε.
Οι Πατρινοί ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έτρεχαν να φύγουν μακριά από την κόλαση του βομβαρδισμού. Σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές συγκινητικές στο κάθε μας βήμα. Άγουρες μητέρες με σφιχταγκαλιασμένα τα μωρά στην αγκαλιά τους τρέχουν έξαλλες να προφυλαχθούν. Αμούστακα παιδιά κουβαλούν στην πλάτη τον γέροντα παππού και καταριούνται τον ύπουλο εισβολέα. Οι νέοι, οι στρατεύσιμοι, με ενθουσιασμό τρέχουν στα έμπεδα να φορέσουν την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου.
Δεν προλάβαμε να στρίψουμε στη γωνία Κορίνθου και Γούναρη μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Φώτη τον Παπαηλιού και τον Τσάτσο τον Παπαστεργιόπουλο, όταν η βόμβα που έπεσε στο «Πάνθεον» μάς έριξε κάτω. Τι έγινε εκεί στο «Πάνθεον»! Ανθρώπινα κουφάρια κουτσουρεμένα, χωρίς πόδια, και χέρια και το αίμα πλημμύρα.
Ο φαρμακοποιός ο Μετζίνης κείτονταν κάτω, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, κοιτάζοντας το κομμένο πόδι του που ήταν λίγο πιο κάτω. Σ’ ένα μπαλκόνι κρέμεται σακατεμένο από τα θραύσματα της βόμβας ένα γέρικο κουφάρι. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος.
Κι ο κόσμος, πηδώντας ανάμεσα στα πτώματα και το αίμα, έτρεχε, έτρεχε… Για πού; Κανείς δεν ήξερε. Οργή και μίσος διακατείχαν τους Πατρινούς εκείνες τις ώρες.
Μόνο στο σιδηροδρομικό σταθμό στην παραλία ‒όπου οι λεβεντόκορμοι φαντάροι μας έφευγαν βιαστικά για το μέτωπο‒ κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Όχι δάκρυα αποχαιρετισμού, όχι λυγμοί φόβου. Μόνο ευχές για τη νίκη και προσταγή για τιμωρία.
Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν για την Πάτρα μια μέρα φρίκης, μια μέρα ενθουσιασμού.

[Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Ημέρα].