ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


Ο Κ. Γιαννακός από τα Κανάλια Καρδίτσας επιστρατεύτηκε όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και τοποθετήθηκε στη στρατιωτική δύναμη που στρατοπέδευε πέριξ του ποταμού Νέστου
[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης].

Όταν άρχισε ο πόλεμος του 1940, επιστρατεύθηκα μαζί με τον Βάιο Σπανό, τον Σπύρο Σπανό, τον αδερφό του, τον Χρήστο Μπλέτσα και άλλους, καμιά δεκαπενταριά άτομα. Εμένα με πήγαν στην Αγιά Λαρίσης, όπου υπήρχαν και άλλοι πολλοί. Εκεί μας έντυσαν και αμέσως με φάλαγγα πήγαμε πεζή στα Τέμπη, όπου ανεβήκαμε στο τραίνο και ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα. Ξημερώσαμε στη Δράμα, όπου καθίσαμε 5-6 ημέρες. Μετά μας χώρισαν σε μικρές και μεγαλύτερες ομάδες, και μας σκόρπισαν στα διάφορα χωριά, μέχρι και τον Νέστο ποταμό. Εγώ έτυχε να πάω μαζί με άλλους, καμιά 50ριά στρατιώτες, στο χωριό Πλατανιά.
Εκεί φυλάγαμε μην τύχει και έρθουν οι Γερμανοί. Σκάψαμε στο έδαφος, φτιάξαμε προχώματα, στήσαμε πολυβολεία, και ετοιμάσαμε τα πυροβόλα για την περίπτωση επίθεσης των Γερμανών. Στα πολυβολεία βάζαμε παλιές τραβέρσες, που τις είχαν παρατημένες στοίβα, δίπλα στο σταθμό και στις σιδηροδρομικές γραμμές. Πάνω σ’ αυτές στηρίζαμε καλύτερα τα πολυβόλα. Όλη την ημέρα εργαζόμασταν και κάναμε διάφορες κατασκευές που θα μας προστάτευαν από τον εχθρό.
Εκεί, όμως, είχαμε όλη την περίοδο ησυχία, δεν είχαμε πόλεμο. Μόνο που ο καιρός ήταν πολύ άσχημος, ήταν κακοκαιρία και χειμώνας βαρύς. Τα κρύα και τις βροχές, που φάγαμε εκεί, ήταν άλλο πράγμα. Ευτυχώς, δεν μέναμε έξω στο ύπαιθρο, σε σκηνές, αλλά μέσα στα σπίτια των χωριανών. Εγώ, μαζί με άλλους, καμιά δωδεκαριά, ήμουν σε ένα σπίτι, όπου ζούσε μόνο ένα αντρόγυνο, χωρίς παιδιά. Κοιμόμασταν σε ένα δωμάτιο άδειο, κάτω στην ψάθα. Τρώγαμε, όμως, από δικά μας φαγητά, που ετοίμαζαν στα κεντρικά φυλάκια του λόχου μέσα στα καζάνια. Πότε πότε αγοράζαμε από το χωριό αυτό, ή μας προσέφεραν οι χωρικοί και λαγάνες, που πρώτη φορά έτρωγα, διότι εδώ στο χωριό, το δικό μας, δεν ξέραμε τι είναι οι λαγάνες την εποχή εκείνη. Στο χωριό αυτό βρήκαμε πολύ καλούς ανθρώπους, πολύ καλές οικογένειες.
Μετά από λίγο χρόνο, τον Απρίλιο του 1941, έπεσε το μέτωπο της Βουλγαρίας και οι Γερμανοί μπήκαν μέσα στην Ελλάδα. Έγινε δε και η συνθηκολόγηση. Τότε οι αξιωματικοί μας παράτησαν, όπου φύγει φύγει, και εμείς οι στρατιώτες, πλέον, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Πήραμε τότε ό,τι μπορούσαμε μαζί μας και με αυτοκίνητα κινήσαμε για τη Δράμα.
Όταν είδαν οι Πλατανιώτες ότι φεύγαμε, μας έλεγαν:
‒ Εσείς καλά θα φύγετε, παιδάκια μ’, εμείς να δείτε τι θα πάθουμε εδώ με τους Βουλγάρους.
Στη Δράμα μείναμε μερικές ημέρες στο όρχο, όπου υπήρχαν μεγάλες αποθήκες τροφίμων, οι οποίες έμειναν χωρίς φρουρά και λεηλατήθηκαν από τον κόσμο. Οι πολίτες απ’ έξω από το στρατόπεδο καιροφυλακτούσαν πότε θα βρουν την ευκαιρία ή πότε θα φύγουμε εμείς, για να μπουν μέσα και να πάρουν ό,τι ήθελαν, να λεηλατήσουν τα πάντα.
Εμείς φύγαμε πεζοί από εκεί, περάσαμε από τις Σέρρες και φθάσαμε έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο κάποιοι κάτοικοι μας έλεγαν να βγάλουμε τα στρατιωτικά τα ρούχα για το φόβο των Γερμανών. Τα δίναμε σ’ αυτούς και εκείνοι μας έδιναν ό,τι παλιό είχαν, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι κ.λπ.
Εκεί που περπατούσαμε 5-6 φαντάροι μαζί, κοντά σε ένα νοσοκομείο βρήκαμε ένα πολύ καλό κτήμα, έναν μπαχτσέ, με διάφορα κηπευτικά, όπου εργάζονταν μερικοί άνθρωποι. Ξαφνικά ένας από αυτούς ακούω να με φωνάζει:
‒ Γιαννακέ, ε Γιαννακέ, έλα εδώ. Είναι και άλλοι Καναλιώτες εδώ.
Τότε λέγω στους άλλους στρατιώτες, που ήμασταν μαζί, και ιδιαίτερα σ’ ένα πολύ καλό φίλο μου, τον Ζάχο, από τα Τρίκαλα, με τον οποίο έχουμε μέχρι τώρα επικοινωνία:
‒ Παιδιά, εγώ, αφού βρήκα πατριώτες, θα μείνω εδώ. Εσείς πηγαίνετε στο καλό.
Το κτήμα αυτό ήταν του γιατρού του Επαμεινώνδα Σακελλάρη και προμήθευε στο νοσοκομείο φρούτα, ζαρζαβατικά, κρέατα ζώων, γάλα αγελαδινό κ.λπ. Τα γελάδια τα φύλαγε ο Νικόλαος Σδρόλιας. Ήταν δε εκεί και άλλοι φαντάροι Καναλιώτες, που το βρήκαν για λίγο καταφύγιο κατά την οπισθοχώρηση, ήτοι: Επαμεινώνδας Γιαταγάνας, Σωτήριος Κολοβός, Μενέλαος Σδρόλιας (ή Μελάκος), Κωνσταντίνος Σδρόλιας (ή Τσαγκάρης) κ.λπ.
Μείναμε εκεί άλλες δυο τρεις μέρες, μας έδωσε από ένα πουλόβερ ο γιατρός και αφού εφοδιαστήκαμε καλά με ό,τι θέλαμε, προ πάντων φαγώσιμα για το δρόμο, ξεκινήσαμε, πάλι με τα πόδια, και με πολλές προφυλάξεις, μακριά από αμαξωτούς δρόμους, για να μη μας επισημάνουν οι Γερμανοί. Φθάσαμε στην Κατερίνη.
Στο δρόμο κοιμόμασταν όπου να ’ναι, και μερικοί κάτοικοι μας δέχονταν και μας φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, δυο και τρεις και τέσσερις και πέντε ακόμη στρατιώτες. Μας έβαζαν να λουστούμε, να καθαριστούμε από τις ψείρες και μας έδιναν να φάμε από το δικό τους φαγητό. Κάποιες νοικοκυρές μάς έδιναν και σκαφίδι με νερό για να πλύνουμε τα πόδια μας και να ξεμουδιάσουν από το πολύ περπάτημα.
Από εκεί δεν πήγαμε στη Λάρισα, φοβούμενοι τους Γερμανούς, αλλά κάναμε προς τα πάνω, στον Όλυμπο, και από εκεί στον Τύρναβο. Ύστερα, βουνό βουνό, περνούσαμε τις ράχες, πεζοί και νηστικοί. Ήρθαμε, τελικά, προς τα δικά μας μέρη, στη Φαρκαδώνα (ή Τσιότι).
Δεν πολεμήσαμε, δεν πιάσαμε μάχες, αλλά είχαμε κάποιες ταλαιπωρίες. Υποφέραμε πολύ και από την ψείρα, που ήταν γεμάτο το σώμα μας και με το ντι-ντι-τι φροντίσαμε να βρούμε κάποια ανακούφιση. Όταν ήρθαμε στο χωριό, κατακουρασμένοι και καταταλαιπωρημένοι, με κάτι κουρέλια που φορούσαμε, δεν μας γνώριζαν οι χωριανοί.