Ο Π. Γιαννακούλιας γεννήθηκε το 1912 στο Κεντρικό Μεσσηνίας. Εργαζόταν ως αγρονόμος και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε τον Ιανουάριο του 1941
[Αποστολέας: Απόστολος Γιαννακούλιας].
Βιογραφία (ημερολόγιον)
κατά τον χρόνο της επιστρατεύσεως εκ Δ/τος της 28-10-1940
Δυνάμει του από 28-10-40 δ/τος επιστρατεύσεως προσήλθον και κατετάγην εις έμπεδον Ναυπλίου την 21-11-40. Μετά ολιγοήμερον εκεί παραμονήν ήρχισαν αι αποστολαί.
Την 27-11-40 έγινεν η πρώτη αποστολή εις ην περιελήφθησαν όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι. Ώρα 6 π.μ. ανεχώρη η αποστολή εκ του Συν/τος. Απεχαιρέτησα τους συναδέλφους τον ένα μετά τον άλλο καθ’ ην ώραν μία φωνή ηκούετο «στο καλό στο καλό». Ήτο αληθινά συγκινητικό το θέαμα να βλέπει κανείς φίλους και συνεργάτες να αναχωρούν για το μέτωπο… και ένα ακόμη άλλον στρατιώτη να πλησιάζει τον Συν/ρχην να του βγάζει το πηλίκιον, να του φιλά το στέμμα και φωνάζει Ζήτω η ηρωική μας πατρίδα, ζήτω ο Στρατός μας, εμείς δεν προσβάλλομεν την Ελλάδα.
Πραγματικά συγκινήθηκα και εγώ περισσότερο από τους άλλους ίσως, διότι τοποθετηθείς ως σιτιστής του 5ου Λόχου δεν επρόκειτο να ιδώ τους φίλους μου σύντομα, καθ’ όσον σιτιστής ων δεν επρόκειτο ν’ αναχωρήσω εκ Ναυπλίου, δι’ ο ανελύθην εις δάκρυα και εις μάτην προσεπάθουν να συγκρατηθώ.
Σε ολίγην ώρα 6½ π.μ. η αποστολή ψάλλοντας πατριωτικά άσματα είχον εξέλθει του περιβόλου του Συν/τος και σε μια άκρη έκλαιον τον αποχωρισμόν μετανοήσας διότι δεν εφρόντισα να μπω στην αποστολή μαζί με τους άλλους φίλους. Έκλαψα τόσο όσον δεν έκλαψα τον χωρισμόν από το σπίτι μου και λοιπούς φίλους και συγγενείς μη μπορώντας να εξηγήσω την αιτίαν. Ευτυχώς όμως η διαπεραστική φωνή, σαν ούρλιασμα, της συρίνας με εφόβησεν και με συνέφερεν. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας με ανεζήτησεν ο πατριώτης μου Σταύρος Καραλής για να με ιδή και ειπή χαιρετίσματα από το σπίτι μου επί τη ευκαιρία της εκεί αφίξεώς του για τον ανιψιόν του Κων. Καραλή. Τον διαβεβαίωσεν ο ανηψιός του ότι δεν φεύγει, επίσης, και εγώ έκαμα το ίδιο επειδή ετοποθετήθην ως σιτιστής και έτσι την πρωίαν της επομένης ούτος ανεχώρησεν με την πεποίθησιν ότι δεν θα φύγωμεν ακόμη. Περί ώραν 11 πμ. έρχεται ο Κ. Καραλής και με χαιρετά διότι σε λίγην ώραν φεύγει…
Την επομένην λαμβάνεται δ/γη οι ανήκοντες εις κλάσην 1930 και νεωτέρων δέον όπως αναχωρήσουν εκ Ναυπλίου με πρώτην ευκαιρίαν, οι δε ανήκοντες εις δικάς υπηρεσίας ν’ αντικατασταθώσιν αμέσως και έτσι και εγώ μοιραίως μπήκα στην αποστολή της 30-11-40 και περί την μεσημβρίαν ταύτης της ημέρας ευρισκόμεθα εις τους στρατώνας του Ρουφ Αθηνών. Κατά την διαδρομήν δε ταύτην είναι αδύνατον να περιγραφούν τα χειροκροτήματα και αι ζητωκραυγαί των οποίων ετύχομεν ιδία δε παρά των Αθηναίων. –
Κατήλθομεν εκ Αμαξοστοιχίας και μετά ολίγας ώρας αφού πρωτίστως ελάβομεν και όπλα επεβιβάσθημεν και πάλιν επί αμαξοστοιχίας και έτσι περί ώραν 6½ μ.μ. αναχωρήσαμεν για το μέτωπο. –
Εις τον Σταθμόν Λαρίσης κορίτσια και αγόρια της ΕΟΝ Αθηνών μάς διένειμον αρκετά σύκα και καρύδια, αμύγδαλα και από δύο περίπου πακέτα σιγάρα εις έκαστον. –
Εκτός του δώρου αυτού είναι εντελώς αδύνατον να περιγραφή ο ενθουσιασμός και οι ευχές τις οποίες μας ηύχοντο οι Αθηναίοι Άνδρες γυναίκες κορίτσια και παιδιά. –
«Στο καλό, στο καλό, καλό γύρισμα, καλήν αντάμωση, και με την νίκην, ο Θεός να φυλάττη, η Παναγία Παναγία μαζί σας» και τόσα άλλα που δεν λέγονται.
Εμείς τους ανταποδίδαμε τον χαιρετισμόν και τους ευχαριστούσαμε, και στα κορίτσια λέγαμε: Θα Νικήσουμε οπωσδήποτε και θα γυρίσωμε να σας παντρευτούμε, και τα κορίτσια με κλάματα στα μάτια μάς απαντούσαν καταφατικά. Εμπρός σε όλα αυτά και στις δικές μας φωνές ότι θα νικήσωμεν, πολλοί συνεκινήθησαν και άθελα έκλαιαν. –
Και έτσι σιγά σιγά εγκαταλείψαμεν την Αθήναν και όλην την νύκτα βρέχοντας εφθάσαμε κατά την πρωίαν της 1-12-40 εις Λαμίαν, το εσπέρας εφθάσαμεν εις Λάρισσαν και έτσι την 11ην περίππου ώραν της 3-12-40 εφθάσαμεν εις Φλώριναν, όπου μας υπεδέχθη χιών και δριμύ ψύχος. Παραμείναμεν εκεί έως της 7 μ.μ. ώρας της 3-12-40 μεθ’ ο μετέβημεν εις το χωρίον Σκοπιά 3 χιλ. Νοτίως της Φλωρίνης ένθα διανυκτερεύσαμε και την πρωίαν της 4-12-40 εβαδίσαμε προς την Κορυτσάν περί τα 30 χιλ. και εφθάσαμε εις Πισοδέρι και εκείθεν εις Ανταρτοχώρι ένθα και διανυκτερεύσαμε.
Την 5-12-40 εξεκινήσαμεν, διανύσαμε τα χωρία Κότα καλώς και διανυκτερεύσαμε εις το Τελευταίον Ελληνικόν Χωρίον ονομαζόμενον Κρυσταλλοπηγή, ευρισκόμενον προ των φυλακίων μας εις απόστασιν 50 χιλιομ. πέραν της Φλωρίνης. Την 6-12-40 εξεκινήσαμεν και πάλιν και διανυκτευρεύσαμεν εις το χωρίον Τσαγκόνι αφού διανύσαμεν αρκετά άλλα χωριά μεταξύ των οποίων και την Βίγκλιεσα. –
Την 7-12-40 και περί ώραν 4 μ.μ. διήλθομεν εκ Κορυτσάς, ζητωκραυγάζοντες και τραγουδώντας, ενθουσιασθέντες από τα πρώτα ελληνικά τραγούδια ηκούσθησαν επί του Αλβανικού εδάφους από Γραμμοφώνου.
Κορυτσά απέχει εκ Συνόρων 45 χιλιόμ. –
Διανυκετερεύσαμεν εις Κιατρόπ ή Τσατράμ.
Την 8-12-40 δεν προχώρησεν ο λόχος. –
Την 7ην και την 8ην εκοιμήθηκα με τον Ν. Μακρήν.
Την 9-12-40 εχωρίσθησαν οι του Ναυτικού κλπ. από τους γεγυμνασμένους, ένθα εχωρίσθην και εγώ από τον φίλον μου Ν. Μακρής εκ Αγ. Φλώρου. –
Την αυτήν και ως άνω ημέραν ήτοι 9-12-40 αναχωρήσαμε και εσταματήσαμε και διανυκτερεύσαμε κάπου στο ύπαιθρον. –
Την 10-12-40 το απόγευμα εσυνεχίσαμε την πορείαν μας και μετά μεγάλην αγωνίαν και ταλαιπορείαν βαδίζοντες συνεχώς και κατά την νύκτα μέχρις ώρας 2 μ.μ. μέσα σε λάσπες και αναβοκαταβάσεις και φτάσαμε στο χωριό Λιουκαράσια ένθα και διανυκτερεύσαμε.
Την 11-12-40 εφθάσαμε εις Οργκότσικα. Στις 12 διανυκτερεύσαμεν ες Οργκότσικα παρεμείναμεν μέχρι της πρωίας της 22-12-40. Παραμείναμεν δηλαδή ενταύθα ένδεκα ημέρας. Κατά το διάστημα τούτο μας υπεδέχθη κρύο παγερό και άφθονος η χιών κατέπιπτε. Νερά τρεχούμενα και χιών επάγωσαν και έτσι η έστω και δι’ ολίγα μέτρα μετακίνησίς μας καθίστατο προβληματική. Πολλάκις κατά το διάστημα τούτο στρατιώται μεταξύ των οποίων και εγώ έπεσαν κατά γής και έτσι εξευρίσκετο ο τρόπος της ψυχαγωγίας διά τους λοιπούς.
Η ψυχαγωγία, τα αστεία και τα γέλοια εκορυφούντο όταν το πέσιμον συνοδεύετο και με το χύσιμον του φαγητού, το οποίον ήτο σπάνιον και ακριβό διότι λόγω της κακοκαιρίας, πάγων, χιόνων, ελλείψεως συγκοινωνίας και η μεταφορά τροφίμων διά των μεταγωγικών καθίστατο προβληματική, και έτσι το φαγητό και αυτή ακόμη η κουραμάνα ήτο σπανιωτάτη. –
Αεροπλάνα κατά το διάστημα αυτό μάς επεσκέφθησαν το πρώτον καθ’ όλην την διαδρομήν και διά τρίτην φοράν χωρίς όμως να μας βομβαρδίσουν. –
Την 21-12-40 ο λόχος μας εξήλθεν του χωρίου ολίγα εκατόμετρα και οι άνδρες ήκουσαν ολίγην θεωρίαν.
Μετά ταύτα ησχολήθησαν με παιχνίδιον και με ατομικές των δουλειές, πλήσιμον, γράψιμο επιστολών κλπ.
Εκεί κοντά μου ευρέθησαν δυο στρατιώται και ένας συνάδελφός μου, οίτινες έβαλον νερό σε κάποιο καζανάκι και έπλενον τα ρούχα των.
Τους επλησίασα και εγώ δηλά, δηλά τους εζήτησα λίγο νερό να πλύνω και εγώ τα ρούχα μου και εδέχθην αρχικώς αρνητικήν απάντησιν.
Παρά ταύτα όμως εγώ τους επήρα με το χέρι μου μια καραβάνα νερό για τα μανδύλια μου, τούτο επανελήφθη και διά τρίτην φορά, οπότε οι συνάδελφοι μού είπαν σαν είναι έτσι, φέρε ξύλα για την φωτιά, ρίξε και στο καζάνι νερό και κάθησε και πλύνε.
Τούτο και εγένετο. Εμπήκα δηλαδή και εγώ στο στάδιον της πλύστρας και μαζί μου και μερικοί άλλοι ακόμη συνάδελφοι, και έτσι την ημέραν αυτήν έλαβα τα πρώτα μαθήματα του πλυσίματος. Έπλυνα τα βγαλμένα μου ρούχα, έβγαλα και εκείνα που φορούσα και έπλυνα και αυτά, οπότε ήρχισα να αισθάνομαι μεγάλην κόπωση των νεύρων των χειρών μου, γιατί τα χέρια μου επάγωσαν από το κρύο. –
Άπλωσα τα ρούχα μου να στεγνώσουν αλλά δεν πρόφθασαν και τα μάζεψα υγρά, με την ελπίδα να τα ξαναπλώσω την επομένην. Αλλά δυστυχώς την επομένην 22-12-40 ειδοποιήθημεν να ετοιμασθώμεν ίνα περί ώραν 9 π.μ. αναχωρήσωμεν, πράγμα όπερ και εγένετο, και έτσι τα ρούχα παρέμεινον στο γυλοιόν μου κλεισμένα, και το βράδυ της ημέρας αυτής εφθάσαμεν εις το χωρίον Φράσσαρι. Το ταξίδιόν μας ήτο κοπιώδες, ανάβασις, άσχημος δρόμος (μονοπάτια και ημιονικοί), χιόνια, λάσπες, κρύο πολύ, προς δε καθ’ οδόν μάς διέκοψαν την πορείαν μας κατ’ επανάληψιν αεροπλάνα αγνώστου εθνικότητας, τα οποία μάς ηνάγκαζον να διασκορπιζόμεθα μέσα στα δάση διότι διαρκώς μέσω δασών εβαδίζαμε.
Επί τέλους εφθάσαμεν στο χωριό κουρασμένοι περί ώραν 6½ μ.μ. χωρίς [να] έχωμεν στέγην για να ξενυχτήσωμεν. Σε πολλά σπίτια εκρούσαμε την θύραν αλλά κανένα δεν μας εδέχθη γιατί άλλοι φαντάροι εκεί έμεινον άλλων σωμάτων. Επεχείρησα να περάσω την νυχτιά μου επάνω σε κάποια εσωτερική σκάλα, αλλά και εκεί σε λίγην ώραν ακούσαμε φωνές «φύγετε από εδώ, μας εμποδίζετε, εδώ είναι πρατήριον τροφίμων, αφήστε μας να κάνουμε δουλειά μας και πολλά άλλα παρόμοια», και χωρίς να προφθάσωμεν να συνέλθωμεν έπεσαν επάνω μου πολλοί στρατιώται τους οποίους επίεζαν άλλοι, πιεζόμενοι και εκδιωκόμενοι και αυτοί και παρ’ ολίγον να με τσακίσουν. –
Απελπισμένος πλέον και με απόφασιν να μείνω έξω που ακατάπαυστα έπεφτεν χιόνι επήρα τα πράγματά μου και σε λίγο ευρέθηκα στο δρόμο. –
Ένα δάκρυ εκοίλησεν από τα μάτια μου αλλά συνεκρατήθην γιατί ήμουν Έλλην Στρατιώτης και αρκετά μεστωμένος άνδρας. –
Μέσα στην απελπισία μου βλέπω μια πόρτα ανοικτήν ενός ισογείου το οποίον ήτο γεμάτο στρατιώτες. Επλησίασα να μπω μέσα αλλά πολλές φωνές ηκούσθησαν, δεν χωράει, δεν χωράει…
Χωρίς να λάβω υπ’ όψιν μου τας διαμαρτυρίας, το πήρα απόφασι να περάσω την νύκτα μου εκεί μέσα όπως ήθελα πράγμα που και εγένετο.
Μόλις κατώρθωνα να κουνηθώ από την παγωνιά, να βγάλω τον γυλοιόν μου να διπλωθώ με την κουβέρτα μου και να ξενυχτήσω σταυροπόδι. Αλλά η τραγωδία δεν εσταμάτησεν έως εδώ. Δεν ώφειλα ούτε τέτοιον ύπνο να κάνω, και κάθε τόσο ήκουον από τον πλησίον διπλανόν μου, κάνε ποιο πέρα, συνάδελφε, έπεσες επάνω μου, δεν φταις εσύ, φταίω εγώ και λοιπόν και κάθε τόσο έτρωγα από ένα σπρώξιμο. Έτσι εξημέρωσε και ευρέθημεν στο ποδάρι από της ώρας 4 π.μ. Ευτυχώς όμως που οι στρατιώται του θαλάμου αυτού από αυτής της ώρας έφευγον και έτσι εμείναμε για λίγες στιγμές ολίγοι.
Παρ’ ολίγον όμως και πάλιν υπερεπληρώθη ο θάλαμος από στρατιώτας του σώματός μου, οίτινες είχον την ατυχίαν να διανυκτερεύσουν κάτω από τα αντίσκηνα, τα οποία το βάρος της πεσούσης χιόνος κατέρριψεν και τους επλάκωσαν. Οι πιο άτυχοι από εμένα αυτοί στρατιώται επληροφορήθησαν την φυγήν των άλλων στρατιωτιών και υπερεπλήρωσαν τον θάλαμον εις ον διενυκτέρευσα εγώ. –
Γιαυτό είμαι ευχαριστημένος για τον ύπνο που έκαμα, ασχέτως εάν εφρόντισα να εξασφαλήσω καλλίτερον ύπνον δια την 23-12-40. –
Είμαι ευχαριστημένος διότι εάν εγώ επέρασα την νυχτιά μου όπως όπως κάτω από στέγην, άλλοι έμειναν στον δρόμον και κάθε τόσο ήρχοντο στην πόρτα του θαλάμου μας και εφώναζαν και μας εκλιπαρούσαν «ρε παιδιά ανοίχτε να μπούμε και εμείς μέσα, ρε αδέλφια, ρε Έλληνες γιατί δεν ανοίγετε και πολλά άλλα τέτοια που σου ερράγιζον την καρδιά», αλλά τι να κάναμε και μεις; Και αφού δεν ηνοίγετο η πόρτα απεμακρύνοντο λέγοντες «καλά ρε αδέλφια, ας πεθάνουμεν εμείς και ζήστε σεις». Αυτό εξακολούθησεν σχεδόν μέχρις πρωίας. –
Την 23-12-40 οπωσδήποτε εκοιμηθήκαμε καλλίτερα αλλά επλησίαζον τα Χριστούγεννα και επεριμέναμε και μεις έστω και για λίγο διαφορετικώτερες ημέρες από τις άλλες. –
Εξημέρωσε η 24-12-40 παραμονή Χριστουγέννων και εκεί μας έφερνε κοντά στα σπίτια μας και στους δικούς μας, και μας θύμιζε τόσα και τόσα πράγματα της παραμονής Χριστουγέννων άλλων ετών, και ενομίζαμεν ότι το συσσίτιό μας, το ρόφημά μας, τα σιγάρα μας, η κουραμάνα μας και κανένα από τα συνήθη ποτά που δεν εδοκιμάσαμε ότι θα είναι άφθονα, και τα οποία είχαμε σχεδόν στερηθή επί σειράν ημερών, μας έδωσαν μίαν μερίδα κρέατος για κουραμάνα και ολίγον ζωμόν για συσσίτιο και σε λίγην ώραν μάς ειδοποίησαν να ήμαστε έτοιμοι διότι εγκαταλείπομεν το χωριό αυτό για να πάμε κάπου αλλού, πιο κοντά στο μέτωπο. Μετά πορείαν ολόκληρον την ημέραν άνευ σχεδόν στάσεως υπό όλως δυσκόλους συνθήκας «άσχημος δρόμος, λάσπες, Γκρεμοί, και υπό βροχών και άλλοτε υπό χιόνου, μέσα σε χιονισμένα και ψηλά βουνά», εφθάσαμεν κάπου πλησιέστερα προς το μέτωπο περί ώραν 5 ½ μ.μ. μακριάν του χωρίου, ένθα και υπεχρεώθημεν να ετοιμάσωμεν τη φωλίτσα μας μέσα σε λάσπες κλπ., χωρίς πάλιν τρόφιμα όπως και άλλοτε. –
Έτσι εξημέρωσεν, αφού μέχρι ώρας 12 μ.μ. εζεστανόμαστε στις φωτιές που είχαμε ανάψει, η χαρμόσυνος ημέρα των Χριστουγέννων. –
Σιωπηλοί και σοβαροί με μια σκέψι όλοι μας εκυττούσαμεν τους εξιωματικούς μας στα μάτια για να μας ειπούν αν θα μας δοθή ή όχι κάτι να κόψουμε την πείνα…
Είναι αληθές ότι ο λοχαγός μας αμέσως έστειλεν τους αρμοδίους και ασχολούμενους με την φροντίδα της επιμελητείας του λόχου να εξοικονομήσουμε κάτι, και έτσι ολίγοι άνδρες μετέβησαν με επικεφαλής ένα αξιωματικόν να εξοικονομήσουν κανένα σφακτό, άλλοι άνδρες με επικεφαλής εμένα μετέβησαν εις το πλησίον χωρίον απέχον περί την μίαν ώραν, ένθα υπάρχει ανεφοδιασμός, να φέρουν κουραμάνα, ήτις, καθώς μας είπαν, υπήρχεν άφθονος. Αχ! Ποία η διαφορά με τα άλλα Χριστούγεννα! Τι φρίκη, τι απελπισία και τι στενοχώρια δεν μας έφερεν η είδησις εκεί που επήγαμεν ότι κουραμάνα δεν υπάρχει και όταν τους φέρουν θα μας δώσουν.
Έτσι υποχρεώθημεν να περιμένωμεν, μήπως έλθη κουραμάνα, ότε περί ώραν 2 μ.μ. έφεραν ολίγην, ήτις αναλογούσεν εις οκτώ κουραμάνες ανά 250 άνδρες.
Αυτή ήτο η τροφή της ημέρας του λόχου μας, ήτοις έφθασεν εις τον λόχον μας περί ώραν 5 μ.μ.
Ευτυχώς που ευρέθησαν σφαχτά για τον λόχον μας, ολίγα σιγάρα και μερικές κουραμάνες ακόμη εξ άλλης πηγής, ώστε το βραδάκι να μας δοθή μερίς κρέατος, σιγάρα και τέταρτον κουραμάνας, ίνα την άλλην την ημέραν επαναληφθώσιν τα ίδια, ώστε άλλοτε να έχωμεν τέταρτον κουραμάνας στο εικοσιτετράωρον, άλλοτε όγδοον και άλλοτε δέκατον, εάν υπήρχεν, και αυτό συνοδευόμενον με λίγο τυρί, ή μερίδα κρέατος ήτις απέβη η συνηθεστέρα τροφή ή ολίγον τσάι.
Χριστούγεννα και πάλιν Χριστούγεννα στα σπίτια μας κοντά στους δικούς μας!
Πόσες κατάρες και βλαστήμιες εναντίον εκείνου που υπεκίνησεν τον πόλεμο δεν εξεστομήθησαν; Ο Θεός ας τιμωρήσει τους υπαιτίους διά τα δεινά της ανθρωπότητας. –
Έτσι πέρασαν οι ημέρες πότε νυστικοί και πότε μισοχορτασμένοι, άλλοτε με χιόνια και άλλοτε υπό φθινοπωρινή λιακάδα, στην οποίαν τσακίζαμεν κανένα ανεπιθύμητον ζωύφιον και συνήθως υπό την τρομοκρατικήν απειλήν των υπεριπτάμενων αεροπλάνων τα οποία μέχρι σήμερον είχαν την καλωσύνην να μη μας πειράξουν και να μας επισκέπτονται αραιότατα μέχρι της πρωίας της 30-12-40 ότε εξεκινήσαμεν διά το μέτωπον. Από της εσπέρας της προηγουμένης ημέρας μάς συνεκέντρωσαν και μας ανέγγειλον την διαταγήν ταύτην.
Πράγματι εξεκινήσαμεν την πρωίαν της 30-12-40 υπό ουρανόν αίθριον εγκυμονούντα πολλούς κινδύνους από αέρος και άνευ τροφίμων. Καθ’ οδόν διά πρώτην φοράν υπέστημεν αεροπορικές επιδρομές άνευ ευτυχώς θυμάτων, αν και τα αεροπλάνα κατήλθον εις πολύ χαμηλόν ύψος και έβαλλον διά των μυδραλιοβόλων τους. Εφθάσαμεν πλησίον του υψώματος, το οποίον την ιδίαν ημέραν κατελήφθη ένθα και κατεσκηνόσαμεν. Την 31-12-40 εσυνεχίσαμεν την πορείαν μας, διήλθομεν από το περίφημον ύψωμα 1220, ένθα την προτεραίαν ημέραν κατελήφθη, και πάντοτε από αέρος βαλόμενοι εβαδίζαμε δεχόμενοι και πυρά πυροβολικού άνευ θυμάτων. Κατά την πορείαν αυτήν εις απόστασιν απ’ εμού εξερράγη μία χειροβομβίς, χωρίς ευτυχώς να με κτυπήσει, και έτσι κατά τας απογευματινάς ώρας ευρισκόμεθα ολίγον μακράν του μετώπου, ένθα και κατασκηνώσαμεν και αρχίσαμε να λαμβάνουμε διά πρώτην φοράν τα μέτρα που εφαρμόζονται στα στρατόπεδα του μετώπου. –
Εξημέρωσεν η Πρωτοχρονιά, εκάναμεν τον Σταυρόν μας και ευχήθημεν καλυτέρας ημέρας διατελούντες πρώτα με την αγωνίαν της αναμεονομένης δ/γής, ίνα μπούμε στη μάχη.
Έτσι περνούσαν οι ημέραι μέχρι τη 7ης ιδίου μηνός, ότε μας συνεκέντρωσεν ο λοχαγός μας και μας κοινοποίησεν δ/γην και δι’ ης μας ενεθάρρυνεν και μας κατέστησεν γνωστόν ότι την επομένην 8ην ιδίου μηνός γίνεται επίθεσις καθ’ ην ο λόχος μας μέχρις καταλήψεως ορισμένων αντικειμενικών σκοπών θα τελεί εν εφεδρεία μετά του τάγματός του και κατόπιν θα υπερβεί άλλα στρατεύματα διά να τεθεί εν πρώτω κλιμακίω και συνεχίση τον ηρωικόν αγώνα των συναδέλφων μας.
Πράγματι την 8η όλοι περί ώραν 4 π.μ. είμεθα στο πόδι και ώραν 5ην εξεκινήσαμεν.
Οι όροι της διατροφής περιττόν να τονίσωμεν ότι ουδόλως εβελτιώθησαν. Καθ’ οδόν καίτοι εφεδρεία το εχθρικόν πυροβολικόν μας έβαλλεν δραστηρίως πιθανώς διά να παρεμποδίσει τας κινήσεις μας και υποστηρίξει ούτω την υποχώρησιν των υμετέρων στρατευμάτων, με αποτέλεσμα να τεθούν αρκετοί εκτός μάχης.
Παρήλθον αι ημέραι μέχρι και της 14 ιδίου μηνός, και την επομένην 15ην Ιανουαρίου ο λόχος μας εμπήκε στην μάχην και κατέλαβεν ένα ύψωμα άνευ σχεδόν απωλειών, εκτός ολίγων τραυματιών και ουδενός νεκρού, συλλαβόντες περί τους 30 αιχμαλώτους. –
Το Απόγευμα της 16 Ιανουαρίου 1941 ο Λόχος μας ανέλαβεν να κάμη άλλην επίθεσιν συνέχειαν της προηγούμενης.
Περί ώραν 3ην εσήμαναν οι σάλπιγγες: Προχωρείτε, προχωρείτε, και τα φανταράκια μας εξόρμησαν με λύσσαν και με απόφασιν να καταλάβουν το ύψωμα.
Αλλά φευ! παρά την θέλησιν και την απόφασίν μας, καθηλώθημεν εις τους πρόποδας του υψώματος διότι οι εχθροί μας καλώς ωργανωμένοι, πολλοί περισσότεροι από εμάς, διά πολυβόλων και όλμων μάς έθεσαν πολλούς εκτός μάχης και απέμειναν από όλον τον λόχον μόνον 30, των λοιπών φονευθέντων, τραυματισθέντων και τινών διασκορπισθέντων. Εκ τεσσάρων αξιωματικών ουδείς απέμεινεν, μόνον ο Λοχαγός έστεκεν στα πόδια του. Τα αυτόματά μας όπλα ηχρηστεύθησαν, η μάχη όμως εσυνεχίζετο και το λιανοντούφεκο έδινε και έπερνε μέχρι που ενύκτωσεν, ότε και λόγω του σκότους έπαυσαν οι πυροβολισμοί εκατέρωθεν, ηκρωβολίσθημεν και ο καθείς μας ανέλαβεν χρέη σκοπού μήπως οι Ιταλοί εξορμήσουν και μας πιάσουν.
Αργά την νύκτα ενισχύθημεν με δυο διμοιρίες άλλου λόχου και απεσύρθημεν σε μια γωνιά (μόνον ο 7ος Λόχος) διά να ξενυκτήσωμεν και να περάσωμεν ίσως την ποιο απαισιοτέραν νύκταν, χιών, βροχή, θύελλα τρομερά και χωρίς αντίσκηνα, νηστικοί κλπ.
Περί ώραν 3 νυκτός μάς έφεραν τρόφιμα, εφάγαμε καλά και την πρωίαν επροχωρήσαμε διά την κατάληψιν του υψώματος. Ούτε ντουφέκι δεν έπεσε, και σε λίγο βλέπομε κάπου 300 Ιταλούς να υψώνουν τα χέρια και να παραδίδωνται.
Εξημέρωσεν η 17 Ιανουαρίου μνήμη του Αγ. Αντωνίου και μετά την κατάληψιν του υψώματος εσυνεχίσαμεν την προέλασιν και καταλάβομεν δύο εισέτι υψώματα, χωρίς τούτο να υπάγεται στο πρόγραμμά μας, το δε πυροβολικόν μας, όπερ έκαμνεν μεμακρυσμένην βολήν, χωρίς να ειδοποιηθεί ότι επροχωρήσαμεν πολύ, έβαλεν εναντίον μας και έως ότου λάβη γνώσιν της προελάσεώς μας εσκότωσεν έναν ιδικόν μας, δυστυχώς λοχίαν.
Το Απόγευμα της ιδίας ημέρας μία διμοιρία εις ην και εγώ μετέβημεν να συλλάβωμεν Ιταλούς ευρισκομένους εις το παραπλήσιον χωρίον. Πλην όμως οι Ιταλοί υπερέβαινον το τάγμα, τα μέσα του πυρός που διαθέταμεν δεν το επέτρεπον και έτσι αφού ανταλλάξαμεν μερικούς πυροβολισμούς ηναγκάσθημεν και επανέλθωμεν άπρακτοι αφού δε εγίναμε ημείς αιχμάλωτοι αυτών.
Καθ’ όλον το απόγευμα η χιών έπιπτεν αφειδώς και διετάχθημεν να στήσωμεν αντίσκηνα. Εστερούμεθα όμως οι περισσότεροι και αντισκήνου και κουβέρτας. Όσοι είχαν, έστησαν και την νύκτα τους τα πλάκωσε το βάρος της χιόνος, ήτις έφθασεν ένα μέτρο. Εγώ ευρέθηκα μέσα σ’ ένα χάλασμα σκεπασμένο όχι καλά με αντίσκηνα, πλησίον του λοχαγού μας και των αξιωματικών, πλην όμως χωρίς φωτιά και το χιόνι, και η βροχή που έμπαζαν τα’ αντίσκηνα μας εμούσκεψαν μέσα μέσα, και έτσι το πρωίον δεν εγνωρίζαμεν ο ένας τον άλλον τρέμοντες…
Την βραδυάν αυτήν έχασα τον Νικ. Παπαδόπουλο και Ιωάννην Ελεγερόπουλον, οι απομακρυνθέντες προς ανεύρεσιν αντισκήνων απεκλείσθησαν από τα χιόνια και επέστρεψαν μετά δύο ημέρας σε κακά χάλια, του Νίκου μάλιστα τα πόδια πρισμένα ήσαν εν κινδύνω.
Μετά την διανομήν της κουραμάνας οι στρατιώται μας αυθαιρέτως μετέβησαν στα κοντινά χωριά να ζεσταθούν.
Αργά το βράδυ έκαμα και εγώ το ίδιο. Μερικοί εκ των ελαχίστων απομεινόντων ευρέθησαν την πρωίαν νεκροί από το ψύχος. Εις εξ αυτών ήτο ο πατριώτης μας εκ Δωρίου Ιωάννης Γιαννακόπουλος.
Αυτά έλαβαν χώρα την 18-1-41. Το αυτό επανελήφθη και την 19-1-41.
Την 20-1-41 το τάγμα μας ηκολούθησεν το πρώτο τάγμα το οποίο ανέλαβεν νέαν επίθεσιν, και έτσι από πλαγιά σε πλαγιά εφ’ όσον είμεθα εφεδρεία επροχωρούσαμε και επεριμέναμε δ/γάς κρυμένοι στις πλαγιές και στα δενδράκια, ότε περί ώραν 4½ μ.μ. μάς επεσκέφθη η Αεροπορία, η οποία διά των μυδραλλιοβόλων διέλυσε και πάλιν τον λόχον μας, όστις ενισχυθείς διά νέων ανδρών αριθμούσες περί τους 70.
Την κατηραμένην αυτήν ώραν υπέστην και εγώ το τραύμα. –
Προβληματική πλέον κατέστη η μεταφορά μου και περιπετειώδης άνευ φορίου και άνευ ζώου.–
Ευτυχώς 4-5 παιδιά, αφού με έδεσαν προσωρινώς, με έβαλαν σε μια κουβέρτα για το μισό δρόμο και στην πλάτην για τον υπόλοιπον, και με ταλαιπωρίαν, πόνον και μετά ώρες 6 έφθασα εις ένα πλησιέστερο χωριό που δεν απήχεν στην πραγματικότητα πλέον της μιας ώρας.
Με ξανάδεσεν ο Νοσοκόμος και με επέταξαν σε μια γωνιά με άχυρα βρεγμένα για να ξημερώσω.
Την επομένην δεν με έδιωχνεν ο γιατρός με την δικαιολογίαν ότι το τραύμα μου ήτο ελαφρύν χωρίς κάταγμα, πράγμα που υπήρξεν αφορμή να χύσω αρκετά δάκρυα. Τέλος μετά από φοβερές διαμαρτυρίες και περί ώραν 3 μ.μ. ηυδόκησεν για να αποφύγη τις φωνές και είπεν ο Γιατρός να με διώξει για το χειρουργείον Μεραρχίας, διαμένοντος μίαν ώραν μακριάν εις χωρίον Γκάισα.
Μεταφέρθην εκεί διά φορίου και εφθάσαμεν περί ώραν 9 μ.μ. αλλά δυστυχώς και εδώ μία απογοήτευσις και νέα περιπέτεια μας επερίμενεν. Το χειρουργείον δεν είχε έλθη ακόμη. Διενυκτερεύσαμεν στον ανεφοδιασμό και σαν ξημέρωσε με έβαλαν επάνω σε ένα ζώον και συνεχίσαμεν την πορείαν μας.
Υπό πλέον χειροτέρας συνθήκας, διότι το ζώον σε μια χαράνδρα έπεσεν από ύψους 4 περίππου μέτρων και με επλάκωσεν…
Και έτσι περί ώραν 1 μ.μ. εφθάσαμε στην Τσέποβα, ένθα ο Γιατρός της Μεραρχίας.
Αφού με έδεσε κάπως καλά εσυνεχίσαμεν τον δρόμον το εσπέρας εφθάσαμεν εις Κόρυζαν μισή ώραν μακράν του δρόμου και την επομένην εφθάσαμε στο δρόμο δηλαδή στον παράδεισο καθώς ενομίζαμε.
Αλλά και εδώ φαρμάκια και καπνιές και νέα οδύσσεια. Αυτοκίνητα να μας μεταφέρουν δεν υπήρχον. Μου έκαναν το πρώτον ένεσιν αντιταιταντικού και επεριμέναμε μέχρι της 12ης π.μ. ότε ένα τυχαίο αυτοκίνητο και δη ακατάλληλο μας μετέφερεν κατά τας βραδυνάς ώρας εις Πρεμέτην.
Την επομένην 24-1-41 περί ώραν 12 π.μ. με αυτοκίνητον υγειονομ. υπηρεσίας εξεκινήσαμεν διά τα Γιάννενα και εφθάσαμε περί ώραν 7 μ.μ. της αυτής και μας έβαλαν στο Νοσοκομείον Καπλάνια.
Την 25-1-41 μάς μετέφερον στο νοσοκομείον Η Ακαδημία.
Την 26ην ενεχειρίσθην στο Νοσοκομείον Ακαδημία.
[…] [παραλείπεται απόσπασμα]
Την 29-1-41 ανεχώρησα εξ Ιωαννίνων και διεκομίσθην εις Άρταν, παρέμεινα στο διαρυθμιστικόν επί δύο ημέρας και την 31-1-41 διεκομίσθην εις Αγρίνιον, ένθα διενυκτέρευσα και την επομένην 1-2-41 διά σιδηροδρόμου διεκομίσθην εις Μεσολόγγιον. Ένθα μεταφέρθημεν απ’ ευθείας εις το πλωτό νοσοκομείο της Αττικής.
Την 2-2-41 αναχωρήσαμεν και, μέσω του Ισθμού Κορίνθου, διήλθομεν τον Εύρυπον επήγαμε σα Καμμένα Βούρλα, απεβιβάσθησαν μερικοί, και οι υπόλοιποι μεταφέρθημεν εις Αιδηψόν την εσπέραν της 3-2-41.
Διάγνωσις Λουτρών Αιδηψού
«Α´ Κάταγμα επιπεπλεγμένον διά σφαίρας πολυβόλου αεροπλάνου κατά την μεσότητα δεξιάς κνήμης.
Ακινητοποίησις του κατάγματος διά παγίου ναρθηκίου και τοποθέτησις του σκέλους εντός συρματίνου αυλακονάρθηκος.
Β´ Τραύμαν των μαλακών μορίων μετά οπής εισόδου και εξόδου κατά το ανώτερον τριτημόριον του δεξιού βραχίονος (προσθιοπισθία επιφάνεια)
Γ´ Κάταγμαν απλούν εν ταύτης αριστεράς πλευράς κατά την μεσότητα περίππου αυτής συνεπεία πτώσεως πορωθέν.»
Ασηπτική επίδεση των τραυμάτων
την 14-2-41
Διεκομίσθην εις Ερυθρόν Σταυρόν Αθηνών.
[…] [παραλείπεται απόσπασμα]
Την 16-6-41
Εξητάσθην παρά της ανωτάτης υγ. επιτροπής
Μετά την εξετάσιν ταύτην παρά της ανωτάτης επιτροπής εγένετο εξέτασις την 4 Ιουλίου 1941 παρά του νευρολόγου γνωματεύσαντος τα εξής:
«Δεν παρουσιάζει τρώσιν κυρίου στελέχους δεξιού κάτω άκρου.
Ελαφρά μετατραυματική μυοτροφία (1ο εκ.) και ελάττωσις του εύρους των παθητικών κινήσεων της ποδοκνημικής.[»] –
και την 9 Ιουλίου 1941 έλαβον εξιτήριον».