Ο Ι. Γρυπάρης, κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ζούσε στην Αθήνα, ήταν 11 ετών και έκανε δουλειές του ποδαριού για να βοηθήσει την οικογένειά του
[Αποστολέας: Πέτρος Πλακογιάννης].
[…] Στις 28 Οκτωβρίου 1940 το πρωί, καθώς φώναζα φρέσκα κουλούρια έξω από τον Ναό του Άγιου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, άκουσα την πρώτη σειρήνα του πολέμου…
Την ώρα που άκουγα τη σειρήνα, άνοιξε μια κυρία το παράθυρό της να πάρει κουλούρια, και μου λέει «πόλεμος με τους Ιταλούς». Από τότε αρχίζει η περιπέτεια της ζωής μας. Εγώ 11 ετών, ο αδερφός μου 8, η αδερφή μου 5 και ο τελευταίος 2 ετών.
Εγώ και ο δεύτερος αδερφός μου πήραμε τη ζωή στα χέρια μας. Αρχικώς πήραμε από έναν ταβλά, τον κρεμάσαμε μπροστά μας και πηγαίναμε στην οδό Αθηνάς (Μοναστηράκι) και αγοράζαμε από καραμελάδικα καραμέλες, λουκούμια και μερικά άλλα, και τα πηγαίναμε σε μέρη που σύχναζαν ραντεβουδάκια και τα πουλάγαμε.
Βλέποντας ότι δεν βγάζαμε τα προς το ζην, αποφασίσαμε να αλλάξουμε δουλειά. Βρήκαμε ένα μεγάλο καρότσι και το πηγαίναμε στον σταθμό Λαρίσης, όπου ερχόντουσαν αμαξοστοιχίες από τη Λάρισα με επαρχιώτες, οι οποίοι έφερναν σιτάρι και διάφορα άλλα, και τους κάναμε μεταφορές. Οι αμαξοστοιχίες ερχόντουσαν συνήθως μεσάνυχτα, και εμείς είχαμε κάνει μια μπαγαποντιά στο καρότσι. Βάζαμε από κάτω ένα είδος καταπαχτής και βάζαμε όρθια καρφιά στο καρότσι, τα οποία τα τρύπαγαν τα τσουβάλια και έπεφτε ό,τι είχαν, όσπρια, στάρι, μέσα στην καταπαχτή.
Σε λίγο, επειδή και εκεί άρχισε να μη βγαίνει το μεροκάματο, αρχίσαμε τη μαναβική. Παίρναμε το καρότσι και πηγαίναμε στη λαχαναγορά, η οποία ήταν τότε Πειραιώς και Ιερά οδός γωνία, και φορτώναμε είδη μαναβικής και γυρίζαμε στις γειτονιές και τα πουλάγαμε. Με την πάροδο του χρόνου, και αυτή η δουλειά δεν πήγε καλά, γιατί οι άλλοι μανάβηδες είχανε άλλα μέσα. Ζώα, κάρα, μηχανές, και εμείς δεν μπορούσαμε να τους συναγωνιστούμε. Τότε αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα Μεσόγεια για χόρτα του βουνού. Σπάτα, Κορωπί, Ραφήνα, Παιανία (Λιοπέσι λεγόταν τότε), Μαρκόπουλο, Βραυρώνα και, αφού μαζεύαμε 2-3 τσουβάλια, τα βάζαμε στο καρότσι και ξεκινάγαμε για την Αθήνα. Τα φέρναμε στη γειτονιά. Δίπλα από το σπίτι μας υπήρχε ένα πηγάδι όπου τα πηγαίναμε και μετά γυρίζαμε στη γειτονιά και φωνάζαμε «του βουνού διάφορα χόρτα» και βγάζαμε και ένα ειδικό χόρτο για το στομάχι, το οποίο λεγότανε Αλιβάρβαρο, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα φάρμακα που υπάρχουν σήμερα. […]