ΚΑΤΑΠΟΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ


Ο Ι. Καταπόδης ήταν 10 ετών όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος
[Αποστολέας: Ιωάννης Καταπόδης].

Το πρωινό της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ήταν βροχερό. Κατά τις εφτά το πρωί, η μητέρα μου, στον Πειραιά όπου κατοικούσαμε τότε, φανερά ανήσυχη, όπως θυμάμαι ακόμη σήμερα, ήλθε να με ξυπνήσει, όχι για να με ετοιμάσει για το σχολείο, αλλά για να μου πει: «Παιδί μου, σήκω, έχομε πόλεμο». Όπως και έγινε.
Η αντίδραση αλλά και η ερώτησή μου, φυσική, άλλωστε, νομίζω, για έναν μαθητή δέκα ετών, ήταν: «Σχολείο έχομε;» Και όταν πήρα αρνητική βέβαια απάντηση, η χαρά μου ήταν έκδηλη, όπως φαντάζομαι και πολλών άλλων παιδιών της ηλικίας μου!
Οι εξελίξεις και τα γεγονότα ακολούθησαν ραγδαία σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, δεν θα δώσω όμως συνέχεια, διότι κανέναν πλέον δεν ενδιαφέρουν. Όμως, κρίνοντας τα πράγματα όπως ακολούθησαν, και όχι μόνον, μέσα στη γενική αναταραχή και ανησυχία για το τι έμελλε να ακολουθήσει, πολύ λίγοι –νομίζω‒ ημπόρεσαν από τις πρώτες στιγμές να ξεκαθαρίσουν μέσα τους ότι έτσι άνοιγε μια εντελώς νέα σύγχρονη σελίδα στο μακρόχρονο και πολυσέλιδο βιβλίο της ιστορίας του τόπου μας, ίσως η λαμπρότερη, με τα θετικά και τα αρνητικά της βεβαίως αποτελέσματα, που απετύπωσε όμως και εσφράγισε ανεξίτηλα για μια ακόμη φορά την ιστορία αυτής της χώρας, κατά την μεταπελευθερωτική του 1821 διαδρομήν του Έθνους. […]
Αλλά ας επανέλθουμε σε λίγες προσωπικές εντυπώσεις και αναμνήσεις από το πρώτο διάστημα μετά την 28η Οκτωβρίου του 1940, γνωστήν από το πρώτο διάστημα υπό διάφορες ονομασίες όπως «Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος» (επίσημη διατύπωση), «Ο Πόλεμος της Αλβανίας» (λανθασμένη διατύπωση κατά την γνώμη μας), «Το Έπος του ’40» (κατά μίαν λογοτεχνική έκφραση), και τέλος «Ο Πόλεμος του ’40» κατά την πλατειά αλλά τόσο συνεκτική διατύπωση από τον λαό μας.
Θυμάμαι τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, της «Τραγουδίστριας της Νίκης», όπως δικαίως αποκαλείται αυτή έκτοτε, που έσχιζαν τον αέρα από τα ερτζιανά-ραδιοφωνικά κύματα της εποχής, με τίτλους όπως: «Κορόιδο Μουσολίνι», «Με το χαμόγελο στα χείλη», «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» κ.ά., που κυκλοφορούσαν αυθόρμητα από στόμα σε στόμα των απλών ανθρώπων και ανύψωναν το ηθικόν του λαού στα μετόπισθεν.
Θυμάμαι τις πολεμικές σειρήνες που ηχούσαν στα αυτιά μας για να μας οδηγήσουν στα καταφύγια, και αντιθέτως τους Πειραιώτες να ανεβαίνουν στις ταράτσες των σπιτιών τους για να… «θαυμάσουν» τους Ιταλούς αεροπόρους, βλέποντάς τους να ρίχνουν από πολύ ψηλά τις βόμβες στην… θάλασσα, για να αποφύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά και… να φύγουν το γρηγορότερο, για να γλιτώσουν.
Θυμάμαι με συγκίνηση πώς περιμέναμε, καρφωμένοι στα λιγοστά ραδιόφωνα της εποχής, να μάθουμε τα πολεμικά νέα, μέσα και πέραν από τα ολιγόλογα επίσημα ανακοινωθέντα.
Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των στρατευμένων παιδιών μας που έφευγαν με τρένα για το μέτωπο, σίγουροι για τη νίκη, και τις μανάδες ‒από τις εφημερίδες της εποχής‒ να τους εύχονται «η Παναγιά μαζί σας», και ύστερα να απομακρύνονται δακρυσμένες, λογικόν άλλωστε και αναπόφευκτο, δεδομένου ότι τα παιδιά τους επήγαιναν στο άγνωστο, για το καλό όμως του βασανισμένου αυτού τόπου, κρατώντας τον εχθρό μακριά από τα χώματα της πατρίδος.
Θυμάμαι τον ανυπέρβλητον ενθουσιασμό των απλών ανθρώπων στο άκουσμα κάθε νίκης μας, όπως «έπεσε το Τεπελένι, πήραμε την Κορυτσά, πάμε για το Αργυρόκαστρο», και τόσα άλλα, που έφερναν δάκρυα χαράς και υπερηφάνειας στα μάτια.
Θυμάμαι τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους που έφθαναν με πλοία από το μέτωπο στον Πειραιά, να διασχίζουν τους δρόμους μέχρι το κατάλυμά τους, άϋπνοι, αξύριστοι, με έκδηλα τα σημάδια της απογοητεύσεως, της ταλαιπωρίας, της ντροπής για την κατάντια τους, ενώ τους είχαν υποσχεθεί ότι θα έμπαιναν νικητές και θριαμβευτές στην Ελλάδα και ότι ο αρχηγός τους «θα έπινε τον καφέ του στην Αθήνα, νικητής και τροπαιούχος!», κατά μιαν παρεμφερή έκφραση, σε παλαιότερους χρόνους και με άλλους εχθρούς αντιμέτωπους.
Θυμάμαι τις εφημερίδες της εποχής με τις ηρωικές περιγραφές τους να αναγράφουν και να επαναλαμβάνουν την λέξη «ΑΕΡΑ» που φώναζαν τα στρατιωτάκια μας, όταν εξορμούσαν με την λόγχη στις επιθέσεις τους κατά των Ιταλών, φαινόμενο μοναδικό και ιαχή που δεν έχει όμοιά της να επιδείξει η πολεμική Ιστορία κανενός Έθνους μέχρι σήμερα, και που ήταν ο τρόμος και ο φόβος των Ιταλών, που και μόνον στο άκουσμά της εγκατέλειπαν τις προσπάθειες αντιστάσεως.
Θυμάμαι τους πρώτους τραυματίες μας, τον Νοέμβριο του 1940, που κατέφθαναν στο λιμάνι του Πειραιώς από τα μέτωπα με πλωτά νοσοκομεία, και το πλήθος να τους μοιράζει δώρα και να εκφράζει με πολλούς τρόπους, αυθόρμητα, την ευγνωμοσύνη των απλών ανθρώπων σε αυτούς που αγωνίζοντο «τον αγώνα τον καλόν», για την ελευθερία μας. Ήταν ημέρες με πολλή συγκίνηση, πολλά λουλούδια αλλά και πολλά δάκρυα. Ο κόσμος, όχι μόνο χειροκροτούσε αλλά τους ακολουθούσε και τους προσέφερε μαζί με την αγάπη του και πολλά δώρα, που τόσο τους είχαν λείψει τις πρώτες ημέρες του πολέμου στα χιονισμένα και κακοτράχαλα Βορειοηπειρωτικά βουνά: τσιγάρα, σοκολάτες, μπισκότα, εικονίσματα της Παναγιάς, μαζί με τις ευχές για σύντομη ανάρρωση.
Θυμάμαι ακόμη τον πατέρα μου, από όσα αρκετά τότε αντιλαμβανόμουν, να συνομιλεί χαμηλόφωνα, με σκεπτικισμόν και ανησυχία με τους άλλους συγγενείς μου, για το άδηλο και απειλητικό μέλλον, όπως αυτό διαγραφόταν τότε στον ορίζοντα.
Θυμάμαι… θυμάμαι… […]

[Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη Καταπόδη, Στα μονοπάτια του Ελληνισμού, 2006]