ΜΕΡΤΖΑΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Ο δικηγόρος Ν. Μερτζάνης πήρε μέρος στoν Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως στρατιώτης σε μονάδα υποστήριξης
[Αποστολέας: Πέτρος Ν. Μερτζάνης].

Τις παραμονές του πολέμου που ξέσπασε για την Ελλάδα τον Οκτώβρη του ’40, και συγκεκριμένα στις 26 του μήνα, του Αγίου Δημητρίου, είχαν πάει οι γονείς μας να ευχηθούν σε κάποιο φίλο τους Δημήτρη. Η συζήτηση ήρθε στα πολιτικά, ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε φουντώσει, και μια εξαδέλφη του πατέρα μας είχε τον πρώτο λόγο, επιμένοντας ότι καλύτερα να ξεσπάσει και για την Ελλάδα, θα ήταν καλύτερα από την αβεβαιότητα που υπήρχε εκείνη τη στιγμή. Ο πατέρας μου, όπως μας έλεγε για πολλά χρόνια αργότερα στις επετείους των στιγμών, αντέδρασε και της είπε ότι η ίδια δεν θα πήγαινε στον πόλεμο, και παρόλο που την εκτιμούσε και την παραδεχόταν για την εξυπνάδα της γενικότερα, της το «κράταγε», και για πολλά χρόνια το θυμόταν, γιατί πράγματι δυο μέρες αργότερα (28/10/40) κηρύχθηκε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Αυτή η ξαδέρφη, λοιπόν, τον είχε «γρουσουζεύσει» τον πόλεμο το βράδυ του Αγίου Δημητρίου του 1940, και ο πατέρας μας δεν το ξέχασε ποτέ.
Από τις αφηγήσεις του μάθαμε ότι στον πόλεμο υπηρέτησε σε μια μονάδα «όχι των πρόσω», δηλαδή σε κάποια μονάδα υποστήριξης, ίσως διαβιβάσεις ή κάτι τέτοιο, όπως αυθαίρετα υποθέτω, και επειδή ήταν από τους λίγους στον λόχο που ήταν γραμματιζούμενος, απόφοιτος πανεπιστημίου, εργαζόταν ως δικηγόρος, ο λοχαγός του τον είχε περί πολλού και τον φώναζε «Νικόλα», συμπεριφορά μάλλον ασυνήθιστη για στρατιωτική μονάδα, όπου η πιο ευνοϊκή προσφώνηση ήταν με το επίθετο του στρατιώτη και καμιά φορά με μπροστά το «ρε».
Τι μας είχε λοιπόν διηγηθεί, ιδίως τις μέρες των επετείων της 28ης Οκτωβρίου; Κάθε μερικές μέρες, κάθε 15 ίσως, δίνανε άδειες, και η πιο κοντινή πόλη ήταν τα Γιάννενα, όπου πηγαίνανε να κάνουν κάποιο στοιχειώδες μπάνιο, ένα κούρεμα, ένα ξύρισμα. Μια φορά λοιπόν πήγε σ’ ένα κουρείο στην κεντρική πλατεία της μεγάλης ηπειρωτικής πόλης, να κάνει ένα καλό κούρεμα και ξύρισμα με ζεστά νερά και κολόνιες, το ξύρισμα που ποτέ δεν το έκανε μόνος του ήταν εκείνη την εποχή μεγάλη και σπουδαία απόλαυση. Επειδή ήταν εξόχως κοινωνικό ον και φιλομαθής, και σε μια ηλικία που ακόμη μάθαινε, του είχε κάνει εντύπωση, μελετώντας την τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων, πως οι γυναίκες της πόλης είχαν μια αρχοντιά και μια μεγαλοπρέπεια, σε αντίθεση με τους άνδρες που φάνταζαν κακομοίρηδες, ντύνονταν πιο φανταχτερά και είχαν τον τουπέ της επιβολής στον περίγυρό τους.
Κοιτάζοντας λοιπόν από τον καθρέπτη του κουρείου την κίνηση στον κεντρικό δρόμο της πόλης, και για να πιάσει κουβέντα με τον κουρέα, άλλο που δεν ήθελε και ο μπαρμπέρης, του εξέθεσε τον προβληματισμό για το φαινόμενο που του φάνταζε αξιοπερίεργο και άξιο κοινωνικής ανάλυσης. Ο κουρέας τού εξήγησε πως ορθή ήταν η παρατήρησή του, και το στάτους αυτό της αστικής κοινωνίας της πόλης είχε τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, και μάλιστα οφειλόταν σε έναν διάσημο εχθρό της Υψηλής Πύλης, τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, γνωστό για το γούστο του στον ποδόγυρο. Οι μεγαλοαστοί των Ιωαννίνων, όταν ήθελαν κάποιο ρουσφέτι από τον τύραννο, έστελναν τις γυναίκες τους να παζαρέψουν το αίτημα, και πώς αλλιώς θα πήγαιναν τα θηλυκά της οικογένειας, παρά πολύ καλά ντυμένες, χτενισμένες και ψιμυθιωμένες, η γυναικεία αυτή πρωτοκαθεδρία έγινε καθεστώς και, παρά την πάροδο 100 και πλέον ετών, ακόμη καλά κρατούσε.
Δεύτερο περιστατικό που το διηγόταν και στις παρέες στη γενέθλια πόλη μας, ήταν αστείο, προκαλούσε ακράτητα γέλια. Οι σωματικές ανάγκες των στρατιωτών, και μάλιστα εκείνες τις εποχές και σε πολεμικές συνθήκες, λάμβαναν χώρα στην ύπαιθρο, και μια φορά που απομακρύνθηκε από τους υπόλοιπους στρατιώτες, για να τις ικανοποιήσει, του έτυχε κάτι το εντελώς απρόοπτο, βρήκε μάλλον ελαφρώς τραυματισμένο, πεινασμένο και ταλαιπωρημένο Ιταλό στρατιώτη, που μόλις τον είδε, σήκωσε τα χέρια ψηλά και παραδόθηκε στον με κατεβασμένα τα παντελόνια του πατέρα μας, που τον περιμάζεψε και τον πήγε στον λοχαγό του, που έμεινε με το στόμα ανοιχτό και όλος ο λόχος γέλαγε μέρες με το κατόρθωμα…
Μια άλλη διήγησή του από τον πόλεμο του 1940, γιατί ο πόλεμος, εκτός από «πατήρ πάντων», όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, είναι μια ανθρώπινη δράση που αφήνει αποτυπώματα. Θυμόταν, λοιπόν, όταν λέγαμε για τη γενναιότητα των Κρητών, μας αντέτεινε χωρίς να τους υποτιμά, ότι ένα τάγμα της Κρήτης εξοντώθηκε στα βουνά της Αλβανίας από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, δεν άντεξαν τον φοβερό χειμώνα 1940-1941.
Ο πόλεμος τον Απρίλιο του 1941, με το σπάσιμο του μακεδονικού μετώπου, πήρε τραγικό τέλος, και ο ελληνικός στρατός, με την απειλή της περικύκλωσης από τους Γερμανούς, που κατέρχονταν απο τα βορειοανατολικά, υποχώρησε ατάκτως και ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Μας διηγόταν ότι περπάτησε από τα ελληνοαλβανικά σύνορα μέχρι την πόλη μας, ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή, όχι βέβαια μόνον αυτός, αλλά και χιλιάδες άλλοι υποχωρούντες φαντάροι προς τη νότια Ελλάδα, τα άρβυλα λιώσανε απο το χαλίκι των γραμμών του τραίνου και τύλιξε τα πόδια του με κουρέλια από την υπόλοιπη στολή. Πόσο καιρό πήρε η επιστροφή, σίγουρα πολύ, γιατί πολλές φορές στέκονταν για να ξεκουραστούν κάπου, να ζητήσουν από τα χωριά να βάλουν κάτι στο στόμα τους. Ευτυχώς είχε μπει η άνοιξη και οι καιρικές συνθήκες βοηθούσαν. Υπήρχε όμως κίνδυνος βομβαρδισμών από τα γερμανικά στούκας, πράγμα που, απ’ ό,τι θυμάμαι, μας το ανέφερε, ίσως όμως και όχι.
Όταν έφτασε, βρήκε το σπίτι κατειλημμένο από τους Ιταλούς, που το είχαν επιτάξει επειδή για τα στάνταρ της εποχής ήταν πολύ ευρύχωρο και σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Η συγκατοίκηση αυτή με τους κατακτητές είχε και τα καλά της, γιατί έτυχε ένας Ιταλός αξιωματικός, προφανώς όχι φανατικός φασίστας, Τζουζέππε τον έλεγαν, όπως θυμόταν η μάνα μου, που είχε αναπτύξει οικειότητα μαζί τους, και ποιο ήταν το πλεονέκτημα; Όποτε οι Γερμανοί έκαναν μπλόκα και μάζευαν κυρίως άνδρες που τους οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο τόπος ήταν κέντρο αντίστασης με τα γύρω βουνά, Ελικώνα και Παρνασσό, ειδοποιούσε τη μάνα μου, «μπλόκο ντομάνι, Νίκο φύγει, φύγει», και αμέσως ο πατέρας μας έφευγε με τα πόδια, κυρίως βράδυ, και κατέφευγε στο κοντινό χωριό, όπου ζούσε η μητέρα του και γιαγιά μας, 15 χιλιόμετρα απόσταση, και κρυβόταν στο σπίτι της και σε αποθήκες συγγενών του. Ο γυρισμός ήταν προσοδοφόρος, έφερνε κανένα αυγό, κανένα κοτόπουλο, λίγο ψωμί και ό,τι άλλο υπήρχε εύκαιρο, που τόσο είχαν ανάγκη οι πόλεις, ενώ τα χωριά το διέθεταν σε καλύτερο στοκ.

Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Ν. Μερτζάνη από το μέτωπο, όπως τις κατέγραψε ο γιος του, Πέτρος Μερτζάνης.