ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ


O Δ. Μιχάλης από τα Κανάλια Καρδίτσας ήταν κληρωτός του 1939. Επιστρατεύτηκε όταν ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου τραυματίστηκε
[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης].

Γεννήθηκα το 1918, και οι γονείς μου ήταν ο Σταύρος Μιχάλης και η Αλεξάνδρα Πέτρου-Μιχάλη. Επομένως, το 1940 ήμουν 22 χρονών και υπηρέτησα στον πόλεμο της Αλβανίας. Ήμουν, όμως, κληρωτός του 1939 και παρουσιάστηκα μαζί με τον Χρήστο Δ. Ζούμπο στα Τρίκαλα. Τότε βυθίστηκε από τορπίλη το αρματαγωγό «Έλλη» στη νήσο Τήνο και ίσως οι επικεφαλής μας αξιωματικοί φοβήθηκαν ότι θα μας κηρύξουν τον πόλεμο οι Ιταλοί και μας πήγαν πεζοπορία μέχρι το Ελευθεροχώρι, όπου μείναμε αρκετούς μήνες. Μετά πήγαμε πάνω στο Άργος Ορεστικό, απ’ όπου απολύθηκα μαζί με το Χρήστο Ζούμπο, διότι ήμασταν 8μηνίτες, ως πολύτεκνοι.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940, επιστρατευθήκαμε ξανά και πήγαμε πάλι στα Τρίκαλα, όπου συναντήσαμε τα ξαδέρφια Ιωάννη Λιασκοβίτη (ή Πρίγκιπα) και Λάμπρο Λιασκοβίτη, που ήταν και αυτοί κληρωτοί.
Από εκεί μας πήγαν στα έμπεδα Λαρίσης και τότε ήρθε μια διαταγή να φύγουμε όλοι της κλάσεώς μας και να πάμε με το τραίνο στον Πειραιά. Πήραμε το πλοίο και μόλις αυτό ανοίχτηκε στο πέλαγος χτύπησε συναγερμός. Οπότε όλοι φορέσαμε τα σωσίβια και λάβαμε τα μέτρα που μας υπέδειξαν οι αξιωματικοί. Ευτυχώς, όμως, δεν φάνηκαν ιταλικά αεροπλάνα και έτσι έληξε ο συναγερμός μέσα στο πλοίο.
Με το πλοίο αποβιβαστήκαμε στο Μεσολόγγι, ενώ ένα άλλο πλοίο αποβίβαζε ζώα, άλογα και μουλάρια. Τα ζώα αυτά τα κατένειμαν σε μας. Εγώ, συγκεκριμένα, πήρα μια φουραδίτσα νέα. Αν και δεν ήξερα πολύ από μουλάρια, εντούτοις κατάφερα και την ημέρεψα τη φοραδίτσα εκείνη. Από εκεί άλλοι περπατώντας και άλλοι καβάλα στα ζώα, κι εγώ στη φοραδίτσα, φτάσαμε στην Άρτα και στη συνέχεια προωθηθήκαμε στα Γιάννενα και στο Καλπάκι.
Εκεί μας διηγούνταν πώς έγινε η νικηφόρα μάχη του στρατού μας εναντίον των Ιταλών. Εκεί είχε θριαμβεύσει ο ελληνικός στρατός, διότι εφάρμοσαν ένα πολύ καλό στρατηγικό κόλπο. Τους άφησαν τους Ιταλούς και προχώρησαν πολύ μέσα στο στενό, χωρίς καμιά ντουφεκιά και όταν τα πρώτα τμήματα ήταν να βγουν από το στενό, τους χώθηκαν οι δικοί μας και τους θέρισαν όλους. Έτσι οι Ιταλοί έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Μάλιστα, οι αιχμάλωτοι περνούσαν ακόμη μπροστά από μας και φώναζαν: «Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο».
Εκεί χωρίσαμε με το Χρήστο Ζούμπο, και συνέπεσε να είμαι πάλι μαζί με Καναλιώτη, τον Αθανάσιο Γατή, που ήταν λοχίας, ενώ εγώ ήμουν δεκανέας. Κατασκηνώσαμε σ’ ένα ύψωμα, το οποίο το είχαν καταλάβει οι δικοί μας τις προηγούμενες ημέρες. Το βράδυ, μόλις νύχτωσε, μας αιφνιδίασαν οι Ιταλοί. Ευτυχώς ήταν μια διλοχία πιο μπροστά και κράτησε καλά. Παρά ταύτα, επειδή οι Ιταλοί το ήξεραν το μέρος αυτό καλά, παρέκαμψαν τη διλοχία, φαίνεται, και ήρθαν στους δικούς μας καταυλισμούς με κάτι κλεφτοφάναρα και χτυπούσαν τα αντίσκηνά μας με τις λόγχες τους. Εγώ ήμουν στο ίδιο αντίσκηνο με τον Θανάση, και μόλις το αντιλαμβανόμαστε πετιόμαστε έξω, έτοιμοι να εμπλακούμε σε μάχη με τους Ιταλούς.
Μέσα στο σκοτάδι βλέπω τον Θανάση να πηγαίνει προ το άλλο μέρος και του λέγω:
‒ Θανάση, προς τα εδώ να πάμε, όχι προς τα εκεί.
Αλλά αυτός στον οποίο μιλούσα δεν ήταν ο Θανάσης. Ήταν ένας Ιταλός στρατιώτης. Αμέσως μού δίνει μία με την ξιφολόγχη του και με πετυχαίνει στην παλάσκα. Επειδή δε η λόγχη ήταν πλατσικωτή και όχι μυτερή, όπως οι δικές μας, δεν μπόρεσε να τρυπήσει την παλάσκα. Στη στιγμή αρπάζω μια χειροβομβίδα, από την αρμάθα που είχα στον ώμο, βγάζω την περόνη και την εκσφενδονίζω εναντίον του, αφού εγώ πλάκωσα για να μη με πάρουν τα σκάγια.
Κάποια ώρα, όταν συμπτυχθήκαμε, συναντήθηκα με το Θανάση, όταν ακόμη ήταν νύχτα. Οι Ιταλοί υποχώρησαν και έφυγαν, αλλά παρά ταύτα, επειδή το μέρος το είχαν επισημασμένο, την άλλη μέρα μας έριχναν συνεχώς με το πολυβόλα και δεν μας άφηναν να σηκώσουμε καθόλου κεφάλι. Είχαν δε και ατομικούς όλμους, που με αυτούς μας έβαζαν συνεχώς.
Εν τω μεταξύ είχαμε έναν ταγματάρχη, ονόματι Δημητριάδη, από τη Φλώρινα, και όταν μας μάζεψε, μας είπε:
‒ Είναι ντροπή μας να μη μπορέσουμε να κρατήσουμε το ύψωμα αυτό. Οι δικοί μας έκαναν αιματηρή μάχη για να το καταλάβουν και εμείς να το παραδώσουμε ξανά στους Ιταλούς; Ντροπή μας.
Εντούτοις οι Ιταλοί δεν αστειεύονταν. Μόλις σηκώναμε το κεφάλι, αμέσως ακούγονταν πυροβολισμός από απέναντι, και το μόνο που άκουγες από τους δικούς μας ήταν ένα «ωχ λαβώθηκα».
Τότε πετιέται ένας λεβέντης ανθυπολοχαγός και λέει στον ταγματάρχη:
‒ Κύριε ταγματάρχα, είναι εσφαλμένη η διαταγή που μας έδωσαν. Αφήστε σε μένα να αναλάβω την επιχείρηση και θα δείτε τι θα γίνει.
‒ Σου δίνω το ελεύθερο να την αναλάβεις, αφού το θέλεις και είσαι τόσο βέβαιος για την επιτυχία.
Τότε εκείνος μάς λέγει:
‒ Σταματήστε, παιδιά, όπως είστε ταμπουρωμένοι και ακροβολισμένοι στα προχώματα. Μην πυροβολείτε και μην κινείσθε καθόλου. Καθίστε εκεί που είσθε. Αφήστε τους Ιταλούς να πυροβολούν. Όταν σας δώσω εγώ το σύνθημα, τότε θα αρχίσετε όλοι μαζί την επίθεση με τα όπλα, με τις χειροβομβίδες, με τις λόγχες και με ό,τι άλλο έχετε, φωνάζοντας: «Αέρα και φούσκωσέ τον!»
Και πραγματικά ακολούθησε απόλυτη σιγή από το δικό μας μέτωπο. Οι Ιταλοί ξεθάρρεψαν, νομίζοντας ότι φύγαμε, και άρχισαν να έρχονται προς το μέρος μας. Όσο πλησίαζαν, τόσο δεν προφυλάσσονταν και δεν λάβαιναν μέτρα ασφαλείας. Όταν πια πλησίασαν αρκετά, τότε ο ανθυπολοχαγός δίνει το σύνθημα και τους πετσοκόψαμε όλους. Άλλους σκοτώσαμε, άλλους τραυματίσαμε και άλλους πιάσαμε αιχμάλωτους. Υπήρχαν, όμως, και μερικοί που μας ξέφυγαν, οπισθοχωρώντας.
Έπειτα σκεπτόμασταν τη διλοχία που ήταν μπροστά από μας. Τι να έγινε άραγε; Να την έπιασαν αιχμάλωτη οι Ιταλοί; Ευτυχώς μετά από λίγο έρχεται ένας αγγελιοφόρος από εκεί και μας λέγει ότι, όχι μόνο δεν αιχμαλωτίστηκε, αλλά έκανε σκληρή μάχη και, τελικά, αιχμαλώτισε πολλούς Ιταλούς. Οι Ιταλοί αυτοί περνούσαν μπροστά μας με σκυφτά τα κεφάλια, και το μόνο που φώναζαν ήταν: «Μπόνο Γκρέκο, μπόνο Γκρέκο».
Τη δεύτερη μάχη την κάναμε σ’ ένα ύψωμα κοντά στην Τρεμπεσίνα. Όπως βαδίζαμε προς τα πάνω σε μια πλαγιά, οι Ιταλοί το είχαν από πρωτύτερα επισημασμένο το έδαφος, και με τους ατομικούς όλμους μάς αιφνιδίασαν και μας έβαλαν για τα καλά. Αυτοί οι ατομικοί όλμοι ζημιά μεγάλη δεν μας προξένησαν, αλλά έκαναν τέτοιο κρότο, που χάλαγε ο κόσμος.
Τότε ήταν που εγώ τραυματίστηκα σε δυο σημεία του σώματός μου. Ένα τραύμα είχα στο πόδι και ένα άλλο στο γοφό. Πήγα σε ένα ορεινό χειρουργείο, όπου μου έδεσαν τις πληγές. Το βλήμα στο πόδι με χτύπησε ξυστά, αλλά το βλήμα στο γοφό, αφού τρύπησε τη χλαίνη, το χιτώνιο και το παντελόνι, πήγε και χώθηκε μέσα στο κρέας. Οι γιατροί δεν το πρόσεξαν και αμέσως έκλεισε η πληγή, με το βλήμα μέσα, χωρίς να το ξέρω, αλλά και χωρίς να με ενοχλεί.
Έτσι κρίθηκε ότι δεν είχα τίποτε σοβαρό, και μετά από κάνα δυο μέρες μού έδωσαν εξιτήριο, με εντολή να πάω για το μέτωπο ξανά, στην πρώτη γραμμή. Εκεί βρέθηκα με έναν φαντάρο από το Μορφοβούνι (κ. Βουνέσι), που τον έλεγαν Δημήτρη και αυτόν, αλλά δεν θυμάμαι το επώνυμό του. Όπως πηγαίναμε, πέσαμε πάνω σε κάτι Ιταλούς, και εγώ είχα πάλι την αδυναμία μου στις χειροβομβίδες. Με το αριστερό χέρι τραβούσαν την περόνη και με το δεξιό τις εκσφενδόνιζα. Αυτό έκανα και τότε που ήμουν πλακωμένος, και χωρίς να βλέπω, πέταξα τη χειροβομβίδα προς τα εκεί που άκουγα τους πυροβολισμούς. Τότε μια σφαίρα ιταλική με πέτυχε στον καρπό του δεξιού χεριού μου και, ευτυχώς, πέρασε ανάμεσα στα κόκαλα. Βγάζει τότε τον επίδεσμο ο Δημήτρης και μου το δένει για να μην τρέχει αίμα. Ύστερα με συνόδεψε στο ορεινό χειρουργείο και με άφησε λέγοντας.
‒ Εδώ θα σε περιποιηθούν καλά. Εγώ φεύγω για να πάω πάλι στη μονάδα μου.
Εκεί έμεινα μερικές ημέρες, ώσπου να επουλωθεί το τραύμα, το οποίο με άφησε και σημάδι που το έχω ακόμη. Να, το εδώ είναι. Έτσι έφυγα από την Αλβανία με τρία ελαφρά τραύματα.
Στο μεταξύ χωρίσαμε και με τον αείμνηστο Αθανάσιο Γατή, ο οποίος, όπως έμαθα αργότερα, τραυματίστηκε και αυτός.
Μετά το ορεινό χειρουργείο πήγα στη Φλώρινα, όπου το περιποιήθηκαν το τραύμα καλύτερα, και από εκεί με την αμαξοστοιχία στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στη Λάρισα. Εκεί έμεινα περίπου έναν μήνα και μια μέρα πέρασε ο αρχίατρος και μου υπογράφει 20 μέρες άδεια. Έτσι ήρθα στο χωριό, όπου έμαθα ότι κηρύχτηκε πόλεμος με τους Γερμανούς. Ήταν Απρίλιος του 1941.
Όταν έληξε η άδεια, έπρεπε να παρουσιασθώ. Πήγα πάλι στη Λάρισα, παρουσιάστηκα και από εκεί μας έβαλαν στο τραίνο για τον Πειραιά. Μόλις φθάσαμε, στα Παλαιοφάρσαλα, στο Δεμερλί, βλέπουμε να έρχεται μια ταχεία αμαξοστοιχία από τη Θεσσαλονίκη, γεμάτη Σέρβους στρατιώτες. Ήταν αυτοί που οπισθοχώρησαν από το σερβικό μέτωπο των Γερμανών.
Εμείς νομίζαμε ότι ήταν Γερμανοί και πηδούσαμε κάτω από τα βαγόνια, άοπλοι καθώς ήμασταν, για να προφυλαχθούμε, ίσως. Αλλά, όταν μάθαμε ότι ήταν Σέρβοι, αναθαρρήσαμε και μπήκαμε πάλι στα βαγόνια για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Πήγαμε Άμφισσα και Γραβιά, όπου σταματήσαμε. Είπαν εκεί ότι θα φεύγαμε με μια αποστολή για τη Μέση Ανατολή, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε το σχέδιο.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί έσπασαν το μέτωπο στα σερβικά σύνορα και μπήκαν μέσα στη Θεσσαλονίκη. Έγινε δε και η ανακωχή με τον Γεώργιο Τσολάκογλου, και εμάς μας έδωσαν προσωρινά απολυτήρια. Ξεκινήσαμε πεζοπορία και ήρθαμε στα δικά μας μέρη. Πάσχα κάναμε στα χωριά που περνούσαμε και μας δέχονταν ο κόσμος με καλοσύνη και μας μοίραζαν κόκκινα αυγά.
Κάποιοι από μας ζητούσαν από τους χωριάτες πολιτικά ρούχα, αλλά εγώ προτίμησα να έλθω στο χωριό με τα στρατιωτικά. Ήταν τρίτη μέρα του Πάσχα όταν ήρθα στο χωριό.