ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ


Ο Γ. Μιχαλιτσιάνος, με καταγωγή από την Κεφαλονιά, γεννήθηκε στο Κάιρο και σπούδασε Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία στο Παρίσι. Εκλήθη στο στράτευμα το 1939 και μετά από εξάμηνη εκπαίδευση πήρε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Μηχανικού. Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο αμέσως μετά την έναρξή του
[Αποστολέας: Δ. Μιχαλιτσιάνος].

Το 1939, τους αγύμναστους, όπως ήμουν κι εγώ, μας εκάλεσαν να μας γυμνάσουν για να μας κάνουν αξιωματικούς. Επί 6 μήνες μάς εγύμνασαν και εβγήκαμε ανθυπολοχαγοί του μηχανικού. Έτσι ήμεθα έτοιμοι για τον πόλεμο.
Η ομάδα μου εξεκίνησε με το σιδηρόδρομο και επήγαμε στη Πάτρα, όπου θα εμαζευότανε όλος ο λόχος, από Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά, Πάτρα κ.λπ. Καθώς είχα αναφέρει και προηγουμένως, εγώ υπέφερα από ένα δόντι που είχα βγάλει και είχα πόνους και πυρετό. Την πρώτη νύκτα με επήγαν σε ένα νοσοκομείο στην Πάτρα. Είχε βομβαρδισθεί την προηγουμένη, και οι γιατροί ήταν πανικόβλητοι και όλοι κρυμμένοι στα υπόγεια. Την επομένη το πρωί εσηκώθηκα και έφυγα. Με εφιλοξένησε για μια-δυο μέρες μια οικογένεια στα Λεχαινά. Ευτυχώς μου επέρασε η αδιαθεσία μου.
Συνετάχθημεν και εξεκινήσαμε με τα πόδια για το μέτωπο. Εμένα μου έδωσαν ένα αλογάκι, που το ονόμασα Elda. Στην Άρτα ετρέχαμε με κάποιον άλλο αξιωματικό και εσκόνταψε το άλογο και έπεσαμε κάτω. Ευτυχώς δεν επάθαμε τίποτε.
Στο λόχο είμεθα 4 διμοιρίες, εγώ είχα τη μία. Είχα ως ιπποκόμο τον Παναγιώτη Ακτύπη, ο οποίος με βοήθησε πολύ σε όλη την περίοδο του πολέμου. Εκατασκευάζαμε γέφυρες, δρόμους κλπ., για να περάσουν τα κανόνια. Ατομικά εμένα, ο Ταγματάρχης Μαρτίκος μού ανέθετε τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Επήγαινα με τον ιπποκόμο, οι δυο μας, στις εμπροσθοφυλακές να βλέπουμε πού είναι κρυμμένος ο εχθρός κι άλλα. Ο μόνος που επήρε παράσημο από τον λόχο ήμουν εγώ.
Στην υποχώρηση μου ανέθεσαν να καταστρέψω τις γέφυρες για να επιβραδύνουμε τον εχθρό. Όπως είχαμε προχωρήσει με τα πόδια, έτσι και στην υποχώρηση εγυρίσαμε με τα πόδια, χωρίς φαγητό κ.λπ.
Έγινε ο λόχος και εξεκινήσαμε με τα πόδια και επροχωρούσαμε προς το Καλπάκι. Επερπατούσαμε με τα πόδια χίλια χιλιόμετρα μέσα σε λάσπη παντού και βροχές. Από τη βροχή επροστατευόμουν με ένα αντίσκηνο. Επανειλημμένως είχα παρακαλέσει να μου στείλουν μία χλαίνη (στρατιωτικό παλτό), αλλά ποτέ δεν μου εστάλη.
Η δουλειά του λόχου μας ήτο να επισκευάζουμε τις κατεστραμμένες γέφυρες και τους δρόμους για να περάσουν τα κανόνια. Ευτυχώς ήταν μερικά πολύ άξια και καλά παιδιά, και με κορμούς δένδρων που έκοβαν, όπως τους έλεγα, επισκευάσαμε πολλές γέφυρες.
Μερικές φορές εμαγείρευαν καζάνι με φασολάδα, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν ψωμί και τυρί. Μας έστελναν με ζώα και τρόφιμα, αλλά τις περισσότερες φορές έπεφταν τα ζώα μέσα στη λάσπη και δεν μπορούσαν να σηκωθούν, και έτσι εχάνοντο τα τρόφιμα.
Ένα απόγευμα που είχαμε στρατοπεδεύσει σε ένα χωριό σε παραλία, άρχισαν να μας βομβαρδίζουν από ιταλικά πλοία. Τότε εφοβήθηκα γιατί οι οβίδες έπεφταν μεταξύ μας. Ευτυχώς δεν συνέβη τίποτε.
Όταν ευρισκόμεθα στο μέτωπο, μόλις ευρίσκαμε καμιά πηγή ή ποτάμι, εγώ ο μόνος εγδυνόμουνα και επλενόμουνα με σαπούνι. Τα ρούχα μου τα έβαζα σε ένα κλίβανο που είχαμε. Δυστυχώς οι ψείρες δεν έφευγαν, γιατί όλοι είχαμε.
Είχαμε στρατοπεδεύσει στο Borch, στο Kalarat. Επισκεφθήκαμε τους Αγ. Σαράντα κ.ά. Όσο προχωρούσαμε ήταν καλά. Όταν άρχισεν η υποχώρηση, ήταν τραγικό! Αλλού επήγαινε ο ένας, αλλού ο άλλος. Η υποχώρηση έγινε όταν οι Γερμανοί επετέθησαν και εκείνοι στην Ελλάδα από τη Μακεδονία. Εγώ, μια μικρή ομάδα και με τον ιπποκόμο μου υποχωρούσαμε, μαζεμένοι και πεινασμένοι, με τα πόδια. Όταν φθάσαμε στην Άρτα, εφάγαμε μερικά πορτοκάλια. Μέχρι το Μεσολόγγι επήγαμε με τα πόδια. Στο Μεσολόγγι εμπήκαμε σε ένα καΐκι και μας επήγε στην Κόρινθο.