Ο υπίατρος Σπ. Μπαρτσόκας ήταν διευθυντής Κρυπτογραφικού στο αλβανικό μέτωπο, από τον Ιούλιο 1940 έως τον Μάρτιο 1941
[Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας].
[…] Η προεπιστράτευση
Μέσα στα πλαίσια κινητοποίησης του Ελληνικού Στρατού σιωπηρά εκαλούντο έφεδροι για «εκπαίδευση». Μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου Σπύρος Χρ. Μπαρτσόκας, που είχε γεννηθεί το 1900 στην Άμπλιανη της Ευρυτανίας. […]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προεπιστρατεύσεις αυτές δημιούργησαν και οικονομικά προβλήματα, δεδομένου ότι από τον Αύγουστο 1940, με την εγκατάστασή του στο Στρατηγείο στη Λάρισα, έπαυσε να εξασκεί την Ιατρική στο ιατρείο του στην Αθήνα. Η αλληλογραφία με τη μητέρα μου ήταν εκατέρωθεν καθημερινή σχεδόν, με επιστολές μέχρι τον Νοέμβριο 1940, οπότε εγίνετο και με επιστολικά δελτάρια, για να διευκολύνεται ο έλεγχος της λογοκρισίας, η οποία και τα εσφράγιζε. Σε επιστολή του από τη Λάρισα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1940, γράφει στη μητέρα μου: «Είμαι νέος και θα ξαναφτιάξω πελατεία». Προφανώς απάντηση σε έκφραση ανησυχίας της μητέρας μου για τη μακροχρόνια απομάκρυνσή του από την Αθήνα και τη μη λειτουργία του ιατρείου του.
Απ’ ό,τι φαίνεται, αρχικά η διαμονή στη Λάρισα δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη: νοσοκομείο-καφενείο-ξενοδοχείο. Περιγράφει δε ότι: «Όλος ο κόσμος μικροί και μεγάλοι μαζεύονται εις μίαν και μόνην που υπάρχει πλατείαν και κάνουν βόλτες ως τις 11 το βράδυ. Έχει μερικούς κινηματογράφους εις αθλίαν, καθώς μου είπαν, κατάστασιν… Οι άνθρωποι είναι αφιλόξενοι. Προχθές 9 στρατιώται επετέθησαν εις τον δρόμο εναντίον ενός ζεύγους αρραβωνιασμένων, έδειραν τον άνδρα και εβίασαν όλοι την αρραβωνιαστικιά του». (Σε επόμενη επιστολή αναφέρεται η καταδίκη αυτών από το Στρατοδικείο σε 16-20 χρόνια φυλάκιση.) Επεισόδιο συνέβη και σε αξιωματικό, ο οποίος επυροβόλησε για να γλιτώσει.
Στις επιστολές με οδηγίες κυρίως για την καθημερινή φροντίδα της μητέρας μου και εμού (ήμουν 3 ετών) εκφράζεται η αγάπη για την ευρύτερη οικογένεια και η αναμονή της απολύσεώς του στις 16 Ιουλίου 1940.
Όμως, με νέο φύλλο πορείας, της 31ης Ιουλίου, μεταβαίνει εκ νέου στη Λάρισα, όπου τοποθετείται στο Στρατηγείο του Β΄ Σώματος Στρατού, από 25 Αυγούστου 1940. Στη Λάρισα έφθασε στις 3.30 π.μ. σιδηροδρομικώς και παρουσιάσθηκε στο Στρατηγείο το πρωί, όπου τοποθετήθηκε ως βοηθός του Γενικού Αρχιάτρου. Γράφει στις 26/8 στη μητέρα μου: «Ευρίσκομαι εν αναμονή ειδήσεων. Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα δεν γνωρίζω και, συνεπώς, δεν ξέρω επί πόσον καιρόν θα μείνω στον Στρατό, είτε εδώ, είτε παραπέρα». Ενώ σε επιστολή που της έστειλε στις 30/8/1940 γράφει ότι: «Τα πολιτικά μου μίαν ημέραν μόνον εφόρεσα, γιατί δεν επιτρέπονται. Από το πρωί έως τας 8½-12½ και 5½-8 είμαι εις το γραφείον… Έρχονται και φεύγουν αράδα γνωστοί αξιωματικοί, πάντως ετοιμασίες γίνονται πλήρως, δεν νομίζω όμως ότι θα θελήση να πολεμήση η Ιταλία μαζί μας. Έτσι νομίζω».Σημαντική ήταν η επιστολή του προς τη μητέρα μου της 19ης Σεπτεμβρίου 1940: «Την Τρίτην το απόγευμα με επήρεν ο κ. Επιτελάρχης εις την Κοζάνην, η οποία απέχει απ’ δώ 135 χιλιόμ. Έμεινα ευχαριστημένος και διότι μου εδόθη η ευκαιρία να προσευχηθώ επί του τάφου του εν Σαρανταπόρω φονευθέντος αδελφού μου…» Εκείνο που δεν ανέφερε στις επιστολές του είναι ότι ο Επιτελάρχης, Συνταγματάρχης Δημ Μαχάς, του ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει το Κρυπτογραφικό στο Β΄ Σώμα Στρατού. […]
Σε επιστολή του στις 28 Σεπτεμβρίου 1940 αναφέρει την επιθεώρηση μονάδων στην Πίνδο, συνοδεύοντας τον Γενικόν Αρχίατρον και τον αρχικτηνίατρο «με ένα αυτοκίνητο αεροδυναμικό εξ επιτάξεως. Από την Λάρισσα, στα Τρίκαλα, στην Καλαμπάκα και μέσα από τα βουνά έπειτα σε υψόμετρο 1.200-1.400 μέτρων, κεκαλυμμένα από δρυς, όπου τα διάφορα τοπία αμιλλώνται εις ωραιότητα και ποίησιν, με επιστροφή στα Γρεβενά, Κοζάνην και Λάρισσαν. Παντού οι άνδρες στην γραμμή εις προσοχήν, αναφορά ο μικρότερος εις βαθμόν προς τον μεγαλύτερον μέχρι του κ. Γενικού. Σαλπιγκταί να σημαίνουν την διάβασίν μας, χαιρετούρες». Στο ίδιο γράμμα ευχαριστεί την μητέρα μου για το ωραίο πουλόβερ που είχεν «την ευγένεια και αγάπη» να του πλέξει. Στους επόμενους μήνες επηκολούθησαν και άλλα παρόμοια δώρα, δεδομένου ότι οι γυναίκες στα μετόπισθεν έπλεκαν για τους στρατευμένους.
Σε επιστολή της 5ης Οκτωβρίου 1940, γράφει στη μητέρα ο πατέρας, μεταξύ άλλων, για την αποστολή καλαθιού με είδη παντοπωλείου, καθώς και επιταγής 1.500 δραχμών, προϊόν ιατρικών επισκέψεων στη Λάρισσα, όπου φαίνεται ότι θεωρούσε την εκεί παραμονή του μακροχρόνια – είχε, μάλιστα, ξεκινήσει ιδιωτικό ιατρείο σε δωμάτιο του ξενοδοχείου. Τελειώνοντας την επιστολή, γράφει: «…τι να κάμωμεν, είναι ανάγκη, να κάμωμεν υπομονήν και ο Θεός ας βοηθήση την γλυκειά μας Ελλάδα από την καταστροφήν που την απειλεί».Και πάλι σε επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 1940 αναφέρεται: «Εδώ γίνεται η ίδια στρατιωτική κίνηση και χωρίς να ξέρη κανένας τι πρόκειται να γίνη και αν θα γίνη τίποτε. Κάνω υπομονή και πρέπει να κάμω εφ’ όσον η Πατρίς μας έχει την ανάγκη μου. Ο Θεός ας μας σώση».
Φαίνεται ότι το Κράτος είχεν αρχίσει οικονομίες στα καύσιμα, διότι σε επιστολή της μητέρας μου, στις 19 Οκτωβρίου 1940, με πολύ κρύο μάλιστα στην Αθήνα, αναφέρει ότι: «Εδώ πετρέλαιο (θέρμανσης) δεν πήραμε και δεν πρόκειται να αποκτήσουμε, προμηνύεται όλον τον χειμώνα να τον περάσουμε χωρίς calorifer».
Γράφει και πάλι στις 24 Οκτωβρίου 1940: «Πιθανώς να περάσω στο στρατό και όλο τον χειμώνα, δεν πρέπει να στεναχωρήσαι, διότι η Πατρίς μας έχει την ανάγκη μας και οφείλομεν να την προστατεύσομεν για να μη χάσομε την ελευθερίαν μας».
Και ενώ η κήρυξη του πολέμου πλησιάζει, οι επιστολές σύντομα θα αντικατασταθούν από τα λογοκρινόμενα επιστολικά δελτάρια. Οι εκδηλώσεις αγάπης προς όλη την οικογένεια, οι ιατρικές συμβουλές και οι περιγραφές συναντήσεων με γνωστούς και φίλους αντικαθίστανται με βραχεία ενημέρωση και σύσταση προσοχής σε διαφόρους απατεώνες, οι οποίοι αποσπούσαν είδη και χρήματα από τις οικογένειες των στρατευμένων.
Η μητέρα, αντιθέτως, στέλνει τα νέα της οικογένειας, για τους γνωστούς και εκφράζει επιθυμία να τον επισκεφθεί στη Λάρισα. Μία ημέρα προ της κηρύξεως του ελληνο-ιταλικού πολέμου, η μητέρα γράφει: «…Αλλά μου φαίνεται ότι η κατάστασις χειροτερεύει. Περιμένουμε να ακούσουμε στο ραδιόφωνο τι απέγινε η συνάντησις του Ιταλού με τον δικόν μας τον αξιωματικόν».
Η κήρυξη του πολέμου
[…] Από εκείνη τη στιγμή τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια του Επιτελείου του Β΄ Σώματος Στρατού. Ως διευθυντής του Κρυπτογραφικού, ο Σπύρος Μπαρτσόκας αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, συνεπικουρούμενος από δύο «μορφωμένους» και άλλους 3 στρατιώτες, για να μετακινούν ασυρμάτους και τους ημιόνους στο μέτωπο. Οι δύο «μορφωμένοι», που επέλεξε για να τον βοηθήσουν, ήσαν εθελοντές, ο λοχίας Γεώργιος Μαύρος, υφηγητής της Νομικής, μετέπειτα πολιτικός και υπουργός, αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου [Σημ.: Διετέλεσε υπουργός και αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος (1974)], και ο Λουκής Ακρίτας, Κύπριος δημοσιογράφος [Σημ.: Και λογοτέχνης, βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου, υφυπουργός Παιδείας (1964)], ο οποίος ανέλαβε καθημερινή έκδοση δακτυλογραφημένης εφημερίδας με τα Νέα του Μετώπου για το Επιτελείο.
Στα μετόπισθεν η μητέρα ανησυχεί. Από τις 27 Οκτωβρίου 1940 δεν είχε λάβει νέα του πατέρα. Του γράφει στις 2 Νοεμβρίου 1940: «…Έχουμε το καταφύγιο το διπλανό (Σκουφά 10), που είναι πελώριο και χωράει πολύ κόσμο και τρέχουμε εκεί, αν και εδώ στην Αθήνα μού φαίνεται ότι είναι πολύ καλλίτερα από οποιοδήποτε άλλο μέρος». Στο ίδιο γράμμα αναφέρει ότι: «Έχω πάρει μαλλί από την ΕΟΝ και πλέκω, καθώς και η μαμά, Άννα, Ισμήνη και όλες οι υπηρέτριες, φανέλλες για τους στρατιώτες. Γενικώς επικρατεί ψυχραιμία». Αναφέρει επίσης τη βραδινή συσκότιση, την τοποθέτηση χαρτοταινιών στα τζάμια και ότι συσκευάζονται σκεύη για αποθήκευση αν υπάρξει ανάγκη. […]
Σε επιστολόχαρτο του Β΄ Σώματος Στρατού ο Σπύρος Μπαρτσόκας, στις 29 Οκτωβρίου 1940, αναφέρεται στην ανησυχία του για την οικογένεια στην Αθήνα και στην αδυναμία τηλεφωνικής επικοινωνίας και συνιστά ψυχραιμία, προσοχή και προσευχή για τη διάσωση της πατρίδας μας. Σε σύντομο γράμμα την επομένη το πρωί (10.15΄ της 30ής Οκτωβρίου 1940), λακωνικά γράφει: «Αυτήν την ώραν φεύγουμε. Σας εύχομαι υγείαν και καλήν αντάμωση. Σας φιλώ πολύ πολύ, Σπύρος…».
Ακολουθούν δελτάρια από τη μητέρα προς τη διεύθυνση: «Μονάς 501, ΤΤ 152», επειδή ειδήσεις δεν φθάνουν από τον πατέρα, ο οποίος τής γράφει από την Κοζάνη, στις 8 Νοεμβρίου 1940, ότι: «…δώδεκα ημέρες έχω να λάβω γράμμα σου και καθώς καταλαβαίνεις στενοχωρούμαι», και συνεχίζει: «Μεγάλος ενθουσιασμός υπάρχει και μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών, και δικαίως, διότι εμείς πολεμούμε για την Πατρίδα μας, το σπίτι μας, την οικογένειά μας, ενώ ο εχθρός μας για να μας υποδουλώσει. Έμπλεξεν όμως άσχημα με ημάς». Συμπληρώνει με τις παρακάτω οδηγίες: «Πώς προφυλάσσεσαι από τα αεροπλάνα. Να φροντίζεις να μην απομακρύνεσαι από το σπίτι και να είσαι πάντα και με τους γονείς μας και αδελφάς σου, ώστε εάν συμβή συναγερμός να μην τα χάνης. Πιστεύω ότι καλά θα τα έχεις τακτοποιήση με τον πατέρα εναντίον των αεροπλάνων και να μου γράψης πού έχετε πάει. Τα γράμματά σου προς εμένα λογοκρίνονται, τα ιδικά μου προς εσένα τα λογοκρίνει εδώ ο Μήτσος ο Γρίβας [Σημ.: Μακρινός συγγενής της μητέρας, ο οποίος, λογοκρίνοντας την αλληλογραφία του πατέρα, προσέθετε με πράσινο μελάνι: «Τα σέβη μου, χαιρετισμούς κλπ.»!]. Υπηρετώ πάντα εις το Επιτελείον του Σώματος, με την διαφοράν, ότι ο Κατσαρός (αρχίατρος) αντικατεστάθη από ένα στρατηγόν ιατρόν, καλόν άνθρωπον».
Από την Κοζάνη στις 9 Νοεμβρίου 1940, ο Σπύρος γράφει στη μητέρα: «[…] εδώ έχομεν κρύο και βροχή και μένουμε προσωρινώς. Θέλω να μου στείλης με τον λοχίαν αυτόν: 1) πέντε ζευγάρια κάλτσες μάλλινες λεπτές, 2) δύο φανέλλες μάλλινες σαν εκείνες που μου αγόρασες πέρυσι, 3) δύο εσώβρακα μακρυά υαλοβάμβακα (ψιλά όχι χονδρά). Και τα γάντια μου εάν δεν μου τα έστειλες ακόμα».
Στις 11 Νοεμβρίου 1940 απαντά η μητέρα: «Ευχαριστήθηκα πολύ που είδα τον λοχία. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι μπορούσε να έλθη άνθρωπος από εκεί επάνω… Τα γάντια σου τα έπλεξα μόνη μου, και τώρα που πλέκω ένα για το κεφάλι σου, λυπάμαι που δεν το έχω έτοιμο να σου το στείλω… Εμείς εδώ πλέκουμε όλη την ημέρα… Εδώ στην Αθήνα μαζεύτηκε κόσμος πολύς… οι πολυκατοικίες έχουν μεγάλη ζήτηση»!
Ο πατέρας απαντά στις 13 Νοεμβρίου 1940: «Παρετήρησα ότι τα δελτάρια έρχονται ενωρίτερα από τις επιστολέ,ς και γι’ αυτό σού συνιστώ να μου γράφεις σε δελτάρια και χωρίς γραμματόσημα. Σήμερα σου γράφω από την Σιάτισταν, όπου θα μείνομε λίγες ημέρες, γιατί θα πηγαίνομεν απ’ εδώ και πέραν όλο μπροστά… Καλά είμαι, μόνον που κουράζομαι πολύ, διότι κοιμούμαι την νύκτα με διακοπάς και έχω σημαντικήν εργασίαν πολλήν».
Σε δελτάριο της 16ης Νοεμβρίου 1940 η μητέρα γράφει: «Σπύρο, να μου γράψης τι νομίζης ότι είναι καλλίτερον, να φύγουμε ή να μείνουμε εδώ σπίτι μας, καταφύγιον έχουμε πολύ καλό πλάι μας».
Την ίδια ημέρα ο πατέρας γράφει στη μητέρα: «Σήμερα έλαβα με τον λοχίαν όσα πράγματα σου ζήτησα και πολλά άλλα, που η ευγενική ψυχή σου, η αρίστη ανατροφή σου, το μέγιστον προς εμέ ενδιαφέρον σου και η καλωσύνη σου συνετέλεσαν εις το να με φορτώσης με πολλά ωραία και χρήσιμα πράγματα. Σε ευχαριστώ γι’ αυτά πολύ, καθώς και για τα γάντια, έργον σου, σπουδαίον και συγκινητικόν. Αλλά και για το μαξιλάρι… Μαζί ανοίξαμε τα δέματα, του προσέφερα γλυκό και ένα ζευγάρι γάντια που είχες δώσει δια να τα δώσω σε κανένα στρατιώτην».
Την ίδια ημέρα ξαναγράφει ο πατέρας από την Σιάτιστα: «…έπειτα από λίγες ημέρες θα μετακινηθούμε για πιο πέρα. Εις αυτό το ζήτημα σε παρακαλώ, να μη λες από πού σου γράφω, και να είσαι απολύτως εχέμυθος… δύο φορές εγέμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Έχω την φωτογραφία σου επάνω από τα ρούχα εις το κιβώτιον εκστρατείας, σε φιλώ και δακρύζω. Δακρύζω με το δίκαιό μου, … γιατί με είχες σκλαβώσει με την μεγάλην σου ευγένειαν, καλή σου καρδιά και την θαυμασίαν συμπεριφοράν σου…».
Με βεβαιότητα γράφει ο παππούς (Θεμιστοκλής Παπαϊωάννου) [Σημ.: Διδάκτωρ Νομικής, βουλευτής Φωκίδος, αντιπρόεδρος της Βουλής]: «Άλλωστε ελπίζομεν ότι οι Ιταλοί δεν θα επιχειρήσουν τίποτε κατά των Αθηνών, διότι και αντίστασιν γενναίαν θα εύρουν αλλά και τα αντίποινα διά την Ρώμην θα φοβηθούν».
Φαίνεται, όμως, ότι υπήρξε ανασφάλεια διαβιώσεως στην Αθήνα για ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Σε επιστολή της, της 20ής Νοεμβρίου 1940, η μητέρα αναφέρει ότι: «Πετρέλαιο για την θέρμανσιν δεν πρόκειται να ξαναγοράσομε γιατί ήδη μας διέταξαν να αδειάσουμε και αυτό που έχουμε… Όλοι μάς προσφέρονται να μας φιλοξενήσουν… στην Ερατεινή, στο Λιδωρίκι, αλλά δεν βλέπουμε τον λόγο να εγκαταλείψουμε την Αθήνα».
Από 9 Νοεμβρίου 1940, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε την αντεπίθεση με επιτυχία, με αποτέλεσμα οι ελληνικές δυνάμεις να εισέρχονται στις πόλεις και κωμοπόλεις της περιοχής, στη μία μετά την άλλη: Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου), Αγίους Σαράντα (6 Δεκεμβρίου) και στο Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου 1940). Μετά από σκληρές μάχες υπό λίαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων, υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, κατατροπώνει τους Ιταλούς και στις 22 Δεκεμβρίου 1940 τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στη Χειμάρα.
Στην Αλβανία
Με βιαστική επιστολή του της 27ης Νοεμβρίου 1940, ο πατέρας γράφει πολύ σύντομα: «Έπειτα από 5 ημέρας πορεία διαμέσου ατραπών της Πίνδου εφθάσαμε επί αλβανικού εδάφους».
Ακολουθεί μακροσκελής επιστολή στις 29 Νοεμβρίου 1940:
«Προχθές σου έγραψα βιαστικά και έστειλα το γράμμα μου στα Ιωάννινα να ταχυδρομηθή. Σου είχα υποσχεθή ότι θα σου έγραφα χθες. Σήμερα το πράττω ευχαρίστως και διότι αυτήν την στιγμήν έλαβα με τον δεύτερον λοχίαν το από 20 λήγοντος γράμμα σου και το κουτί με το γλυκό. Σου γνωστοποιώ, ότι έλαβον τα δύο δέματα από τον πρώτον λοχίαν, ένα από το ταχυδρομείον με την “περικεφαλαία”, το φαναράκι κλπ. Τα εσώρουχα που μου έστειλες είναι πολύ ωραία και μου έρχονται καλά, τα γάντια ωσαύτως. Επί του παρόντος δεν έχω ανάγκην ουδενός πράγματος. Έλαβα και δύο ταχυδρομικά δελτάρια.
»Από την Σιάτισταν φεύγοντες, τις δύο πρώτες ημέρες επί αλόγου και τις 3 άλλες επί μουλαριού, διαμέσου κατσικοδρόμων, ατραπών και ποταμών, εφθάσαμεν και ευρισκόμεθα, ως πάντοτε προσωρινώς, εις τα παλαιά ελληνοαλβανικά σύνορα. Ταξείδι κοπιαστικόν αλλά ευχάριστον διότι, μετεβλήθη εις κυνηγητόν των Ιταλών. Εδώ εργασία όλην την ημέραν και την περισσότερη νύκτα και με τα αεροπλάνα συνεχώς από πάνω από τα κεφάλια μας.
»Εργάζομαι πρόθυμα με ευχαρίστησιν και ευσυνειδησία και η εργασία που κάνω δεν είναι κατώτερη του μαχομένου, θα σου την ειπώ όταν έλθω με το καλό. Πάντως έχω τρεις αξιωματικούς βοηθούς, πάντες καλά παιδιά και δύο στρατιώτας. Επαναλαμβάνω, ότι κουράζομαι, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί προσφέρω ό,τι μπορώ στην Πατρίδα μας. Καθώς θα μαθαίνεις από τις εφημερίδες οι Ιταλοί υποχωρούν προ του ενθουσιασμού μας, της πίστεώς μας επί την νίκην και της γενναιότητος του στρατού μας. Κούρασιν δεν αισθάνομαι και από απόψεως ζωής περνώ σαν στην εκστρατεία. Έχω ένα καλόν στρατιώτην, Λαμιώτην, υπηρέτην και τα φροντίζη αυτός τα της εγκαταστάσεώς μου. Έως σήμερα ούτε πονοκέφαλο είχα. Αυτά για μένα. Τώρα Μπουμπού μου φεύγω και έρχομαι σε σένα.
»Επιθυμώ και θέλω να μη στενοχωρείσαι για μένα και ό,τι είπεν ο Θεός. Να φροντίζης περί της υγείας σου, διότι άνευ σου εγώ δεν κάνω, και για το παιδί μας. Να πης στον Πατέρα, εάν δεν φτιάσατε καταφύγιον εντός της πολυκατοικίας μας να τρυπήσητε, καθώς λέγει τον τοίχον, ίνα πηγαίνετε γρήγορα και μη κρυώνετε. Όσον αφορά το μέρος που πρέπει να μένετε, νομίζω, ότι για την ώρα, καλλίτερον είναι στας Αθήνας. Να μη κάνεις οικονομίας και προσεχώς θα σου στείλω ολίγα χρήματα. Να είσαι ψύχραιμη ως πάντα και σοβαρά.
»Διά το παιδί μας: να τρώγη καλά και να του δίδης adexoline 7 σταγόνες το μεσημέρι και 7 το βράδυ, και όταν σωθή ή εν ελλείψει, σιρόπι diodotannique 250 γραμμ., μεσημέρι και βράδυ από ένα κουταλάκι του καφέ προ φαγητού.
»Από τον Πατέρα έλαβον ένα ωραίο γράμμα και πες του τον ευχαριστώ και ότι το εδιάβασα εις τους στρατηγούς και ηυχαριστήθηκαν, δια τα πατριωτικά του αισθήματα.»
Η αλληλογραφία μεταξύ των γονέων, αν και οι δύο γράφουν σχεδόν καθημερινά, καθυστερεί να επιδοθεί και φυσικά ανησυχούν και οι δύο. Στις 23 Νοεμβρίου 1940 η μητέρα πανηγυρίζει για την κατάκτηση της Κορυτσάς. Είναι ενδιαφέρον ότι επικεφαλής του ελληνικού στρατού που κατέλαβε την Κορυτσά ήταν ο συμπατριώτης του (αμπλιανίτης) αντισυνταγματάρχης Δημ. Θεοδωράκης, ο οποίος εξέδωσε ανακοινωθέν και ανέλαβε ως φρούραρχος Κορυτσάς. Οι ευχετήριες επιστολές που στέλνονται από την Αθήνα, τη μητέρα, τον παππού Θεμιστοκλή, συγγενείς και φίλους, για την εορτή του πατέρα και των Χριστουγέννων, όχι μόνο περιέχουν ευχές, αλλά και τον θαυμασμόν για τις επιτυχίες του στρατού μας. Το περιεχόμενο των δεμάτων που στέλνονται από το σπίτι, φαίνεται ότι ήταν απαραίτητο για το πολύ κρύο και τον βαρύ χειμώνα. Προϊόντα όπως κασκόλ, γάντια, πουλόβερ, κάλτσες, φανέλες και οι «περικεφαλαίες» (κουκούλες-καλύμματα της κεφαλής με άνοιγμα για το μισό πρόσωπο) ήσαν προϊόντα εργασίας συζύγων, μητέρων, που με ενθουσιασμό συνέβαλαν με τον τρόπο τους στη νίκη.
Σε γράμμα του ο πατέρας, στις 10 Δεκεμβρίου 1940 ,αναφέρεται σε εμένα: «Πρέπει… να του λέγης ότι πρέπει να είναι υπερήφανος, όπως και συ, διότι εγώ ευρίσκομαι εις το μέτωπον, ενώ οι άλλοι, οι γνωστοί, είναι στην Αθήνα. Είμαι ευτυχής, διότι προσφέρω στην Πατρίδα μας ό,τι μπορώ, προθύμως και τιμίως. Δεν ζηλεύω απολύτως κανέναν από αυτούς και ας κάνουν παρέα τις γυναίκες των. Ο πόλεμος θα είναι μακρός και σκληρός, αλλά η νίκη θα είναι, ως και είναι, ιδική μας».
Από τις 3 Δεκεμβρίου 1940 η μητέρα έστειλε μπακλαβάδες και κουραμπιέδες για την ονομαστική εορτή του πατέρα (12 Δεκεμβρίου) που έφθασαν κατόπιν εορτής με σχετική καθυστέρηση και διενεμήθησαν στο προσωπικό του Επιτελείου, όπως αναφέρεται και στην εφημεριδούλα του Επιτελείου, από τον Λουκή Ακρίτα. Φυσικά, σε επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 1940 η μητέρα αναφέρεται στον ενθουσιασμό μου για την κατάληψη του Αργυροκάστρου, όταν αναφέρθηκε από το ραδιόφωνο.
Την 12η Δεκεμβρίου 1940, ημέρα της εορτής του, ο πατέρας γράφει μακροσκελέστατη επιστολή:
«Σήμερα που σχεδόν επέρασεν η ημέρα της γιορτής μου, θεωρώ ως ευχαρίστησιν να σου ειπώ πώς την επέρασα. Χθες βράδυ είχα ξενυχτήσει στο γραφείο μου, το πρωί που σηκώθηκα άνοιξα το κουτί με τα μπισκότα που μου έστειλες… και προσέφερα εις τον υπηρέτην μου και τον αγγελιοφόρον του γραφείου μου. Από τα μπισκοτάκια αυτά προσέφερα εις τον Στρατηγόν και τον Επιτελάρχην. Εις το γραφείον μου ήλθαν πολλοί και με συνεχάρησαν μαθόντες από την εκδιδομένην εις το Σώμα εφημερίδα (του Λουκή Ακρίτα). Ήθελαν μπακλαβά. Δυστυχώς, αν και προχθές σου έγραψα ότι τον έλαβα, ίνα μη σε στενοχωρήσω, το δέμα με τον μπακλαβά, μπελτέ κλπ. δεν έφθασαν ακόμη… Το μεσημέρι τρώγω με τους στρατηγούς και τον επιτελάρχην. Εις το φαγητό τους προσέφερα ένα μπουκάλι κρασί “Μαρκό”, το οποίον εκείνην την στιγμήν μου είχε προσφέρει ένας στρατιώτης και έτσι ήπιαν εις την υγείαν μου και την υγείαν σου και του παιδιού μας. Το απόγευμα ήλθαν και άλλοι να με ευχηθούν και ο Πιλάλης ιατρός από ένα μακρινό καταυλισμό… Εκτελώ το υπέρ την Πατρίδα μας καθήκον προθύμως, ενσυνειδήτως, ώστε να έχω εξαιρετικήν θέσιν εδώ που υπηρετώ… Είναι αλήθεια ότι έχομε χειμώνα βαρύ και ταλαιπωρία, αλλά ο Θεός βοηθεί όλους μας και περνούμεν όλα ευχαρίστως. Τα Χριστούγεννα επήγα εις μίαν εκκλησίαν χριστιανικήν και προσευχήθηκα δι’όλους μας».
Η Επιστολή
Την παραμονή των Χριστουγέννων και της ονομαστικής εορτής μου, ο πατέρας έστειλε δελτάριο με το εξής κείμενο:
«Τ.Τ. 152, 24/12/40
Αγαπημένο μου παιδί,
Χρόνια πολλά για την γιορτή σου. Είσαι πολύ μικρός για να νοιώσης την σημασία της επιστολής που σου στέλλω. Σου γράφω από τα βάθη της Αλβανίας, όπου υπερασπίζομαι την Πατρίδα μας, την ηθικήν και το δίκαιόν μας, ίνα, όταν μεγαλώσης, θυμάσαι αυτόν τον μεγάλο αγώνα που κάνουμε και ότι εις αυτόν συμμετέχει ο πατέρας σου. Εις την αγαπημένην μου Δωρούλα και Μητερούλα σου, την οποίαν φιλώ πολύ, εμπιστεύομαι την φύλαξιν του δελταρίου τούτου.
Σε φιλώ, ο πατήρ σου,
Σπύρος»
Στις 26 Δεκεμβρίου 1940 ο πατέρας έγραφε: «Είμαι με το προωθημένον κλιμάκιον του Σώματος και εις βάθος περί τα 70 χιλιόμετρα εντός του αλβανικού εδάφους. Να είσαι υπερήφανη και συ και οι γονείς μας διότι συγκαταλέγομαι μεταξύ των μαχομένων. Σου ξανάγραψα, ότι θεωρώ τον εαυτόν μου ευτυχή, διότι προσφέρομαι όσον ημπορώ… Το απόγευμα εβομβαρδίσθημεν από πολλά αεροπλάνα και κατά την πτώσιν του σπιτιού που ευρίσκετο, εκτυπήθη ελαφρώς στο κεφάλι με πέτρα (ο εξάδελφος της μητέρας δικηγόρος Κώστας Παπαϊωάννου). Τον επέδεσα και του έδωκα σημείωμα διά την μεταφοράν του εις το νοσοκομείον. Είναι η δευτέρα φορά που εγλύτωσα… Ο πόλεμος ο σημερινός ξεπέρασε όλους τους προηγουμένους. Πρέπει όμως να εξακολουθήσομεν με τον ίδιον ενθουσιασμόν τον πόλεμον, διότι γίνεται για ό,τι ιερόν έχομεν. Υπάρχουν πολλοί σαν και εμένα και νεώτεροί μου, που είναι εις το εσωτερικόν, να τους περιφρονείτε γιατί θα έλθει ημέρα που θα μας ζηλεύουν ημάς τους μαχομένους».
Έχοντας εξαντλήσει τα επιστολικά δελτάρια, ευχαριστώντας όσους του είχαν ευχηθεί για την ονομαστική εορτή του και τα Χριστούγεννα, άρχισε να στέλνει και δελτάρια του ιταλικού στρατού(!) “Cartolina Postale per le Forze Armate – Posta Militare”, προφανώς κατασχεθέντα.
Το πρωί της 9ης Ιανουαρίου 1941 γράφει: «Τα νέα απ’ εδώ είναι ότι αναμένεται από στιγμής εις στιγμήν η πτώσις της Κλεισούρας μετά την κατάληψιν της οποίας θα είναι εύκολος ο δρόμος προς Βεράτιον και η πλάστιγξ θα κλίνη πλέον οριστικώς υπέρ ημών, σ’ αυτήν είναι δυνατόν να αναμένει κανείς σοβαρά γεγονότα εντός της Ιταλίας. Το τέλος του πολέμου, δεν νομίζω, ότι πλησιάζει, αλλά οσονδήποτε και εάν διαρκέσει, πιστεύω ότι θα είναι υπέρ ημών… [Εδώ η Λογοκρισία διαγράφει μιάμιση σειρά.] Επιφύλαξιν μόνον έχω, όταν η Γερμανία θελήσει να ενισχύσει την Ιταλίαν σοβαρώς. Οι Ιταλοί δεν πολεμούν ως ημείς. Ομολογουμένως έχουν περισσότερα αεροπλάνα και βομβαρδίζουν και πυροβολούν όχι μόνον ημάς εδώ, σπάνια αλλά και μη στρατιωτικούς στόχους και πλέον και χωριά, αλλ’ ευτυχώς ελάχιστα θύματα και μικράς ζημίας προκαλούν. Από πάνω απ’ όλα αυτά όμως είναι το δίκαιον με ημάς και δεν μπορεί παρά με την πίστην μας εις τον αγώνα να τους ρίξομεν εις την θάλασσα…. Χαρά εις ημάς που θα έχομεν μίαν τέτοιαν νίκην. Τότε η Ελλάς θα είναι μεγάλη και πλουσία».
Έτσι στις 10 Ιανουαρίου 1941 ο πατέρας αναφέρει ότι έστειλε δύο άδειες ιταλικές χειροβομβίδες και δύο κάλυκες πυροβόλου. Πληροφορεί επίσης ότι στις 9 Ιανουαρίου 1941 ανεχώρησε από το μέτωπο ο στρατιώτης υφηγητής της Νομικής Γεώργιος Μαύρος, σημαντικός συνεργάτης στο Κρυπτογραφικό. Και συμπληρώνει: «Η Κλεισούρα κατελήφθη αυτήν την στιγμήν».
Μετά την κατάληψη του στρατηγικού περάσματος της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου 1941), οι Ιταλοί αντεπιτίθενται κατά του Β΄ Σώματος Στρατού, πλην όμως απωθούνται από την Κρητική 5η Μεραρχία Πεζικού από το Γ΄ Σώμα Στρατού, η οποία στις 2 Φεβρουαρίου 1941 κατέλαβε το όρος Τρεμπεσίνα.
Σε μακροσκελές γράμμα του την 1η Φεβρουαρίου 1941, ο πατέρας γράφει στη μητέρα: «Χθες το βράδυ έφθασεν ο στρατιώτης με τα δύο γράμματά σου. Τα εδιάβασα από τρεις φορές το καθένα και ομολογώ ότι τώρα έπειτα από τόσους μήνας ένοιωσα το σώμα μου να τρέμει από την χαρά που μου προσέφερες με τα γράμματά σου γεμάτα από μεγάλο ενδιαφέρον, από βάθος αισθημάτων και μεγάλη αγάπη… Η φωτογραφία του (γιου) πολύ ωραία… έκαμε κρότο εδώ που την έδειξα. Πάντως, πες και από μένα τας ευχαριστίας μου εις την Βούλαν (Παπαϊωάννου) [Σημ.: Εξαδέλφη της μητέρας, φωτογράφος]. Μόνον το όπλον έπρεπε να το έχη στον δεξιόν ώμον…» Το αριστερό τμήμα της φωτογραφίας, που απεικόνιζε τον «πυροβολούμενον» Μουσολίνι, αφαιρέθηκε από τη μητέρα από τον φόβο να έβλεπαν την φωτογραφίαν οι Ιταλοί κατακτητές (εικ. 6). Είχε κάνει λάθος. Το όπλο το κρατούσα στον δεξιόν ώμον. Το διόρθωσε σε επιστολή της 5ης Φεβρουαρίου 1941.
Σε γράμμα της στις 10 Φεβρουαρίου 1941, όπως και σε άλλα, η μητέρα αναφέρεται στα άρθρα-ανταποκρίσεις των Μαλαβέτα και Λ. Ακρίτα στις αθηναϊκές εφημερίδες, όπου ενίοτε αναφέρθηκε και ο πατέρας.
Υπερήφανος ο πατέρας γράφει, μεταξύ άλλων, στη μητέρα στις 5 Φεβρουαρίου 1941: «Εσωκλείστως λαμβάνεις ένα αντίγραφον προτάσεως περί απονομής εις εμέ πολεμικού σταυρού διά την αιτίαν που θα διαβάσης. Είναι ένα από τα ανώτερα παράσημα που απονέμονται εις αξιωματικούς. Να κρατήσεις αυτό το αντίγραφο επιμελώς, ώστε όταν μεγαλώση ο Χρήστος μας να το διαβάση. Εάν δεν γυρίσω ποτέ πίσω, θα με καμαρώνεις που θα το φορώ στο στήθος μου. Λίγοι θα έχουν σαν αυτό… Εδώ επάνω έχομεν βαρύν χειμώνα και βροχές, όταν δεν βρέχη, έχομεν από πάνω μας όλην την ημέρα τα αεροπλάνα». Προφανώς είχε αρχίσει να μελαγχολεί και να επιζητά την επιστροφή από το μέτωπο! Γράφει: «Πες εις τον Πατέρα, ας ενεργήση διά του Γενικού Στρατηγείου να έλθω εις το εσωτερικόν».
Είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται ο Σπύρος Μπαρτσόκας στο «Εάν δεν γυρίσω ποτέ πίσω…» Ενδείξεις ότι είχε αρχίσει να μελαγχολεί ευρισκόμενος επί 9 συνεχείς μήνες στρατευμένος, και μάλιστα στο Μέτωπο, κάτω από βαριές καιρικές συνθήκες και κακουχίες, ιδιαίτερα όμως ενώπιον των απωλειών συμπολεμιστών στον αγώνα «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Στις 15 Φεβρουαρίου 1941 η μητέρα έγραφε: «…Το έκλεισα στο χρηματοκιβώτιο του τοίχου μαζί με το δίπλωμά σου, μετοχές και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκα στο γραφείο σου, ώστε να μην κινδυνεύουν να πάθουν τίποτε από βόμβες. Εδώ, Σπύρο, έχουμε ησυχία, πότε πότε γίνεται κανένας συναγερμός, αλλά ούτε στο καταφύγιο δεν κατεβαίνουμε. Μόνον για σένα ανησυχούμε όταν διαβάζουμε ότι γίνονται μάχες και σας επισκέπτονται τα εχθρικά αεροπλάνα».
Στις 18 Φεβρουαρίου 1941 ο πατέρας γράφει: «Σου αναγγέλλω ευχαρίστως, ότι η πτώσις του Τεπελένι επίκειται και πολύ γρήγορα θα τους απωθήσουμε τους Ιταλούς και από τον Αυλώνα και το Βεράτι» (εικ. 7-9).
Το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου 1941, ο πατέρας γράφει μακροσκελές γράμμα με πολλά ενδιαφέροντα:
«Πάλιν έχω την ευκαιρίαν να σου γράψω γράμμα με πολλά, χωρίς να λογοκριθή, και να το λάβης μέσα σε λίγες ημέρες. Σου στέλλω μερικά ολμίδια και χειροβομβίδες, ένα μετάλλιο ιταλικό, πολύ ωραίο, που φέραν μόνον Ιταλοί αξιωματικοί, και δύο couvres de lits, τα οποίαν αγόρασα από την Κορυτσά δι’ ενός αξιωματικού. Από τα ολμίδια και τις χειροβομβίδες κράτησε συ όποιες και όσες θέλης, και τις άλλες, εάν θέλης, δόσε τες εις όποιους θέλης. Μίαν δόσε και εις τον Σπυρόπουλον [Σημ.: Παιδίατρος, υφηγητής και αργότερα έκτακτος καθηγητής Παιδιατρικής στο ΕΚΠΑ]. Το μετάλλιον είναι διά τον Τίτο μας. Τα couvres de lits είναι για σένα το ένα και το άλλο, εάν δεν το θέλης, για την Μητέρα. Είχα παραγγείλει τρία για να έδιδες ένα και εις την Άννα, δυστυχώς το ένα το κράτησε για τον εαυτόν του ο αξιωματικός που μου τα έφερεν. Εδώ που είμαι δεν ευρίσκω τίποτε δια να σου στείλω.
»Από υγείαν είμαι περίφημα, έχω ένα ωραίο μουστάκι και μου πηγαίνη πολύ, και θα φροντίσω να το διατηρήσω ώστε εάν θελήση ο Θεός και γυρίσω, να με ιδής. Δεν πιστεύω να μου πης να το κόψω αμέσως. Ε, Μπουμπού μου. Απόψε σε ωνειρευόμουνα, ότι σε φιλούσα και δεν σε χόρταινα γιατί εύρισκα, όπως και είσαι, πολύ αφράτην. Τι να γίνη, Μπουμπού μου, ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
»Μένω πάντα με τον ταγμ. κ. Παπανικολάου και συχνά μιλάμε για σένα και για όλους σας. Καμμιά φορά, όταν βρέχη, τρώμε μαζί εις το σπίτι, όπου έχομε και μια πτωχή σόμπα. Τα ρούχα μου τα πλαίνουν, εδώ οι αρβανίτισες, όχι καλά, γι’ αυτό ο υπηρέτης μου Μήτσος, ένα παιδί από την Λαμία, ανέλαβεν και τα πλαίνει μόνος του. Τι είδους πλύσιμο, βέβαια το φαντάζεσαι. Κρύο Μπουμπού μου δεν κάνει πολύ, αλλά έχομε πολλές βροχές και πλημμυρίζει συχνά ο ποταμός Αώος τον οποίον έχομε πλησίον.
»Καθώς μαθαίνετε, ο γενναίος στρατός μας προχωρεί πάντοτε, αν ενίοτε, βραδέως, αλλά ασφαλώς προχωρεί. Είναι, πράγματι, θαύμα ο Έλλην στρατιώτης. Η εχθρική αεροπορία είναι δραστήρια, αλλά από τινών ημερών και η ιδική μας αεροπορία έχει ενισχυθή και έχει κατατροπώσει τα ιταλικά αεροπλάνα.
»Μου έγραφες για να έλθω. Αυτό το πράγμα είναι δύσκολο, Μπουμπού μου. Και εγώ θέλω να έλθω να σε ιδώ καθώς και το παιδάκι μας, αλλά δεν μπορώ. Να προσεύχεσαι μόνον να έλθω έστω και με χρόνια. Ούτε να δίδεις σημασίαν εις αυτούς που μένουν αυτού. Όταν η Ελλάς μας ζητεί βοήθειαν από όλους, πρέπει όλοι μας να είμεθα εκεί που μας επιβάλλει το καθήκον και όχι στην Αθήνα. Ο αέρας του μετώπου είναι διάφορος απ’αυτού, μας κάνει να είμεθα υπερήφανοι και ενθουσιασμένοι.
»Εδώ υπηρετούν και οι εξής συμπολίται του Πατέρα, οι οποίοι μου είπαν να υποβάλω τα σέβη των. Οι κ.κ. Σούτζος, Κουμπλής, Παπανικολάου, Ζαρονίκος.
»Γράμμα σου, Μπουμπού μου, έχω να λάβω τρεις ημέρες, ελπίζω όμως το βράδυ να λάβω. Δεν μπορείς να φαντασθής πόσον αξίζει εδώ ένα γράμμα. Γίνομαι άλλος άνθρωπος, μου δίδεται μια ακόμα ευκαιρία να ζήσω λίγες ώρες αποκλειστικά μαζί σου. Σε αγαπώ, Δωρούλα μου, σε αγαπώ πολύ και συνεχώς σε σκέπτομαι και ζω με την ελπίδα, ότι θα ζήσω για να χαρώ και πάλιν.
»Δεν μου έγραψες Δωρούλα μου, πώς πάνε τα οικονομικά μας. Γράψε μου σε παρακαλώ για να ξέρω και να ησυχάσω, αφού λάβης υπ’ όψιν ότι θα σου στέλλω 5 χιλ. κάθε μήνα. Δεν εννοώ ότι πρέπει να περνάς μόνον μ’ αυτά, να εξοδεύεις και από αυτά που έχομεν.
»Εις τας 8 Μαρτίου έχεις την εορτήν σου, σου εύχομαι από τώρα χρόνια πολλά και να ζήσης να σε χαρώ. Τι θα πάρης για την εορτήν σου εφέτος, Μπουμπού μου! Θα σου στείλω έπειτα από λίγες ημέρες λεπτά που θα πάρω τον μισθόν μου, και να αγοράσης ό,τι αναγκαία πράγματα σου λείπουν. Επίσης να πάρης κάτι και του Χρήστου μας. Πώς πηγαίνει ο Χρήστος εις την γλώσσαν που του μαθαίνεις; Τώρα με την άνοιξην θα πηγαίνετε μαζί περίπατο; Να μου τον φιλήσης.
»Τα σέβη μου εις τον Πατέρα, Μητέρα και χαιρετισμούς εις την Ισμήνην, Γιώργον, Άνναν και Γρηγοράκην.
Με πολλά φιλιά
ο Σπύρος σου
Υ.Γ. Σου στέλλω εσωκλείστως μια βεβαίωσι, η οποία θα σου χρειασθή για τα φορολογικά, κατόπιν ενός νόμου περί των στρατευσίμων. Επίσης και μια εφημερίδα που βγάζει το Σώμα μας. Σε φιλώ πολύ, Σπύρος».
Ενώ στις 26 Φεβρουαρίου συμπληρώνει: «…Δεν είναι εύκολον, ως εκ της εργασίας μου, να έλθω. Συνεπώς, έχε υπομονήν και είναι δυνατόν αργότερα να έλθω».
3 Μαρτίου 1941. Στο δελτάριο αυτό ο πατέρας γράφει: «Αυτήν την στιγμήν ετελείωσε μια συγκινητική τελετή κατά την οποίαν ο Διάδοχος (Παύλος), εκ μέρους του Βασιλέως μας, επαρασημοφόρησε μερικούς ήρωας στρατιώτας. Ο Σωματάρχης, ο οποίος παρουσίασε όλους τους αξιωματικούς του Στρατηγείου, όταν με παρουσίασεν εις τον Διάδοχον ως ιατρόν και κρυπτογράφον του Σώματος, ο Διάδοχος, ευχαριστηθείς καθώς ήτο, εγέλεασε για την νέαν μου ειδικότητα που απέκτησα εις το Στράτευμα».
Σε επιστολή του, στις 6 Μαρτίου 1941, ο πατέρας σχολιάζει: «Τα ρούχα μου τα βράζω εις ένα τενεκέν γιατί πού και πού πιάνω και καμμιά ψείρα. Είναι αδύνατον να μην κολλήσει κανείς ψείρες, εφ’όσον οι πολλοί έχουν».
Το τελευταίο δελτάριο από το μέτωπο έχει ημερομηνία 11 Μαρτίου 1941. Και ενώ ακόμη στις 6 Μαρτίου ο πατέρας έγραφε: «…δυστυχώς δεν μπορώ να έλθω ούτε και για μία ημέρα», στις 11 Μαρτίου η τελευταία φράση του είναι: «…πιστεύω ότι έπειτα από μίαν εβδομάδα να έλθω».
Και πράγματι, σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Στρατολογίας που εξεθόδη από το Στρατολογικό Γραφείο Καρπενησίου, ο Σπύρος Μπαρτσόκας υπηρέτησε στο Στρατηγείο του Β΄ Σώματος Στρατού από τις 25 Αυγούστου 1940 έως τις 15 Μαρτίου 1941, μεθ’ ο διετέθη εις το Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Έτσι συμπληρώθηκε επτάμηνη, περίπου, περίοδος επιστρατεύσεως και συμβολής του ως διευθυντού του Κρυπτογραφικού του Β΄ Σώματος Στρατού στην Αλβανία. Στο διάστημα αυτό υπήρξε έντονη και συνεχής η αλληλογραφία με τη μητέρα, παρά τις καθυστερήσεις στην παράδοση των δελταρίων κυρίως ακόμη και για 10-12 ημέρες. Αντηλλάγησαν 52 επιστολές και 86 δελτάρια! […]
Υπήρξε τυχερός ο πατέρας στην επιλογή μορφωμένων στρατιωτών ως συνεργατών του στο Κρυπτογραφικό, όπως ο υφηγητής της Νομικής Γεώργιος Μαύρος και ο δημοσιογράφος Λουκής Ακρίτας. Εκτός από τις συχνές πολεμικές ανταποκρίσεις, ο Λουκής Ακρίτας εξέδιδε καθημερινώς δακτυλογραφημένη εφημερίδα, το «Δελτίον Ειδήσεων», την οποία αργότερα μετονόμασε «Κλεισούρα»!
Την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 1940 το Δελτίο γράφει: «Το υπ’ αριθμ. 16 ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου έχει ως ακολούθως: Η προχώρησίς μας συνεχίσθη επί διαφόρων κατευθύνσεων παρά την σφοδράν αντίστασιν του εχθρού. Άφθονα λάφυρα περιήλθον εις χείρας μας», και ακολουθούν λεπτομερείς ειδήσεις από το μέτωπο. Αναφέρονται και κοινωνικά: «Εις τον Υπίατρον κ. Σπυρ. Μπαρτσόκαν εορτάζοντα σήμερον, το Προσωπικόν του Κρυπτογραφικού Γραφείου τού εύχεται χρόνια πολλά και κάθε ευτυχίαν. Ευχαί διά τον εορτάζοντα σήμερον κ. Μπαρτσόκαν μετεδόθησαν την πρωΐαν υπό του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, προερχόμεναι εκ μίας οικίας κειμένης επί της οδού Σκουφά 8. Ο εκφωνητής του Σταθμού προσέθεσεν ότι απεστάλησαν προς τον κ. Υπίατρον μπακλαβάδες. Σ.Σ.: Έχομεν την υπόνοιαν ότι οι περί ου ο λόγος μπακλαβάδες αφίχθησαν εις την 501 Μονάδα και ευρίσκονται εις το Γραφείον του κ. Υπιάτρου. Εις τους επισκέπτας θα χορηγήται ανά εν τεμάχιον». Αντιλαμβάνεσθε τι επηκολούθησε.
Δεν θα πιστέψει ο αναγνώστης τη χαρά και τον ενθουσιασμό μου, όταν ένα βράδυ του Μαρτίου 1941 με αφύπνισε και με οδήγησε η μητέρα στο ισόγειο του σπιτιού μας, όπου ζούσε ο παππούς. Εμπρός μου σε μια πολυθρόνα εκάθητο όμορφος και επιβλητικός, με τη στολή του Έλληνος αξιωματικού, ο πατέρας. Παρ’ όλο ότι ήμουν 3½ ετών, τη σκηνή αυτή δεν έχω παύσει να την έχω πολύ ζωηράν στη μνήμη μου!
Αποσπάσματα κειμένου του Χρήστου Σπ. Μπαρτσόκα για τη δράση του πατέρα του στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Τα αποσπάσματα εστιάζουν στην αλληλογραφία του Σπ. Μπαρτσόκα με τη σύζυγό του (πρώτη δημοσίευση: Ευρυτανικά Χρονικά, τχ. 55-56, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2017).