ΜΠΕΤΖΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ


Ο Π. Μπέτζιος από το Βασιλικό Πωγωνίου υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός Πεζικού. Συμμετείχε στον συντονισμό της επιχείρησης ανατίναξης της γέφυρας του Γκόλα, στον Γυφτοπόταμο των Ιωαννίνων, την πρώτη μέρα του πολέμου, για την αναχαίτιση των ιταλικών στρατευμάτων
[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Χρ. Κωστούλας].

28 Οκτωβρίου 1940

Θα ήταν πολύ πρωΐ, νύχτα ακόμη, όταν άκουσα ένα δυνατό μπαμ-μπαμ στην πόρτα. Και άκουσα:
«Παναγιώτη, ξύπνα», φώναζε ο Φριζής [Σημ.: Αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, διοικητής τάγματος]. Είμασταν στο Χάνι Δελβινάκι στη Διοίκηση του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου. Είχαμε τα δωμάτια δίπλα, χαρτοπαίζαμε από βραδύς, περιμένοντας, και αργήσαμε να κοιμηθούμε. Πετάχτηκα κι εγώ επάνω. Μου λέει ένας συγκάτοικος, Πολυχρονιάδης, δάσκαλος, που ήταν και αυτός έφεδρος:
«Τι διάολο, μας έπιασαν;»
Ήταν πολύ πρωΐ. Τρεις, τρισήμισυ, τέσσερεις το πρωΐ. Έχω την γνώμη ότι είχε κυκλοφορήσει ότι τον πήραν από την Αθήνα, ο ίδιος ο Μεταξάς.
Λοιπόν, πετάχτηκα επάνω, ντύθηκα γρήγορα και πήγα μέσα και χαιρέτησα.
Μου λέει: «Κατέβασε το χέρι, κάθισε στην καρέκλα».
Πήγα να καθίσω. «Βγάλε το καπέλο, κάθισε εκεί», μου λέει: «Ετοίμασε, έβγα έξω, έχουμε πόλεμο».
Λέω: «Πόλεμο;»
Λέει: «Ναι, τι; Φαίνεται περίεργο; Πόλεμο με τους Ιταλούς. Με πήραν από την Αθήνα και μου είπαν για την ανατίναξη της γέφυρας».
Εννοούσε του Γκόλα το γεφύρι. Είχαμε εκεί έναν Πελλένη αξιωματικό, από το Ζαγόρι. Είχε εκεί μία ομάδα στρατιωτών του Μηχανικού. Η γέφυρα ήταν υπονομευμένη από πριν, μου λέει ο Φριζής:
«Τώρα να βγεις να ετοιμάσεις όλους».
Ξύπνησα τους άλλους αξιωματικούς και όταν επέστρεψα μου λέει μια στιγμή:
«Τώρα κοίταξε καλά τι γίνεται εδώ».
Του λέω: «Όλοι ετοιμάστηκαν».
Ε, με αυτές τις κινήσεις επροσήγγιζε η ώρα. Με ξαναφώναξε, δεν άκουγε και καλά, ήταν βαρύκοος, ο καημένος και μου λέει:
«Πάρε το τηλέφωνο για να δίνεις οδηγίες».
Είχαμε επικοινωνία με όλα τα φυλάκια. Κακαβιά, Δρυμάδες, Καστάνιανη, με τους λόχους Γιαννόπουλου (στην Μπούνα), με του Παπακώστα (στο Σταυροσκιάδι), με του Παπαδήμα (στην Καστάνιανη).
Εγώ είμουν στο τηλέφωνο. Κατά τις πεντέμησι παίρνουν τηλέφωνο από το Μπουραζάνι. Ήταν ο μπαρμπα-Κώστας Αποστολίδης, Διοικητής του εκεί Τάγματος. Κι επειδή ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί, και βουρλίστηκε ο Φριζής:
«Πάρε τον Πελλένη».
Παίρνω τον Πελλένη, Κλέαρχο τον έλεγαν.
«Κλέαρχε», του λέω, «έχω δίπλα μου τον Διοικητή, και μου λέει νάσαι έτοιμος». Ήταν στη γέφυρα του Γκόλα, ήταν του Μηχανικού αυτός. Είχε τηλέφωνο. Με αυτόν είχαμε συνεχή επαφή.
«Τι να κάνω; Ακούω μηχανές και θόρυβο».
«Νάσαι έτοιμος», μου είπε.
Όταν πέρασε λίγη ώρα, μου λέει ο Φριζής:
«Μήνα την ανατινάξω και αυτοί οι θεατρίνοι δεν κάνουν τίποτε, είναι όλο επιδείξεις, και μου χρεώσουν και τη γέφυρα οι Ρωμιοί, γιατί με κατέστησαν προσωπικά υπεύθυνο για την ανατίναξη», μου λέει ο Φριζής.
«Εγώ, κ. Συνταγματάρχα, δεν ξέρω, τι να σας πω», του λέω, «δεν έχω ιδέα απ’ αυτές τις δουλειές».
«Δεν σε συμβουλεύομαι, παιδί μου, απλώς λέω σε τι κατάσταση βρίσκομαι».
Λίγο πριν φθάσει έξι η ώρα, μου λέει: «Μου δίνεις τον Πελλένη;»
Λέω: «Κλέαρχε, θέλει να σου μιλήσει ο συνταγματάρχης, προσωπικώς».
Το πήρε αυτός και του λέει:
«Παιδί μου, κάνε το σταυρό σου και πυροδότησε».
Και την ανατίναξε. Όχι ακριβώς στις έξι, λίγο πριν. Παρά πέντε ήταν;