ΝΑΚΗΣ ΣΩΤ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Ο Εμμ. Νάκης πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο
[Αποστολέας: Μάνος Μπουρίκας].

10 Δεκεμβρίου
Είναι πρωί. Είμαστε νηστικοί εδώ και μέρες. Διαταχθήκαμε να ξεκινήσουμε και αρχίσαμε ν’ ανηφορίζουμε το όρος Φυλλοβούνι απέναντι από τη Χειμάρρα. Η κορυφή του είναι ολόλευκη.
Περπατάμε όλη τη μέρα και βαδίζοντας συνεχίζουμε ανηφορικά στα κατσάβραχα· φθάνουμε κοντά στην κορυφή δίπλα σε μια μεγάλη ρεματιά.
Πεινάμε και κρυώνουμε δυνατά.
Ο εχθρός έντρομος μετά τις νίκες μας στην Κορυτσά, Πρεμετή και Καστάνιανη έχει μέρες να κάνει την εμφάνισή του. Εισχώρησε βαθιά στο έδαφος του.
Ύπνος δεν μας κολλάει διότι η πείνα μας είναι αφόρητη. Σκέφτηκα με τον Κώστα τι να κάνουμε: να βάλουμε τις χούφτες μας μέσα στον χειλωτήρα (ντορβά) των αλόγων μας, που έτρωγαν κουρασμένα το καλαμπόκι τους. Έτσι κι έγινε.
Πήρα μερικές χούφτες μισοσπασμένο καλαμπόκι από τα δόντια του αλόγου μου και, βρεγμένο απ’ τα σάλια του, το ’βαλα στην κουραμάνα, το ξέπλυνα με λίγο τρεχάμενο νερό που κατέβαινε από τα χιόνια και το έφαγα με βουλιμία (ικανοποιημένος γι’ αυτή μου την ανακάλυψη).
Διπλώθηκα μες τις νωπές κουβέρτες, ενώ άρχισε και πάλι να ψιλορίχνει χιόνι και αποκοιμήθηκα.

11 Δεκεμβρίου
Το πρωί βρεθήκαμε με αρκετό χιόνι αλλά τώρα πεινούσαμε πιο πολύ. Περιμένουμε να γίνει συννεφιά για να μπορέσουμε καλυμμένοι από το χιόνι να ξεκινήσουμε, ενώ ο βόμβος των εχθρικών αεροπλάνων ακούγεται συνεχώς.
Κατά τις 10 το πρωί μάς επιτρέπει η συννεφιά να αρχίσουμε την ανάβαση. Τώρα το χιόνι πέφτει τόσο δυνατό ώστε δεν φαίνεται τίποτε σε απόσταση πλέον των 5 (πέντε) μέτρων.
Όλα, άνδρες – ίπποι – σέλες είναι κάτασπρα. Ένα καραβάνι από ανθρώπους και ζώα που κινείται σε τυλιγμένο κάτασπρο σάβανο.
Είμαι μούσκεμα και ο πνιγηρός παγωμένος αέρας μάς φέρνει ρίγος.
Σε μια στιγμή διαδίδεται από στόμα σε στόμα μπροστά από τον Διοικητή μας η λέξη «Προσοχή», η οποία φτάνει ως το τέλος της φάλαγγας.
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μονοπάτι στενό, απότομο στο δεξί μέρος, ενώ από αριστερά μια ριπή, μια άβυσσος μας απειλεί. Βαδίζουμε αργά, προσεκτικά με ραγισμένη την καρδιά από φόβο, ενώ τα πρώτα θύματα επιβεβαιώνουν τον φόβο μας. Ακούμε σε λίγο το βογγητό ενός αλόγου φορτωμένου, στην άβυσσο, και ο γδούπος του από το κατρακύλισμα αυξάνεται συνεχώς καθώς έσπαζαν κλαριά, δέντρα, λιθάρια.
Η κούρασή μας τώρα δεν περιγράφεται. Δεν περπατούμε πια, παρά με συνεχή γλιστρήματα προχωρούμε αργά, βασανιστικά.
Η αρβύλα μου κοντεύει να φύγει ολότελα από το δεξί μου πόδι που πατάει καταγής. Η αριστερή κρατάει λίγο καλύτερα, κι αυτή όμως δεν συγκρατεί τα νερά. Τώρα ακούγονται επαναληπτικά όπλα.
Έχει νυχτώσει πια και η βροχή με το ξεροβόρι που έφερνε κάπου κάπου στρογγυλούς σβόλους από χιόνι μάς έχει τελείως παγώσει.
Βεβαιώνω με όλη την ειλικρίνεια που με διέπει στο γράψιμο αυτού του ημερολογίου, ότι πατούσα το τρεχούμενο από τα χιόνια νερό, επίτηδες, γιατί το έβρισκα πιο ζεστό από τα πέλματά μου που είχαν εκτεθεί στην παγωμένη λάσπη.
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κατανίκησε τη σωματική εξουθένωση. Κρατώντας χρόνο αργό με τα πόδια μου, ρυθμικά τα κινούσα επί τόπου για να μην παγώσω.
Η νύχτα είχε πολύ προχωρήσει. Οι κεραυνοί έσχιζαν τον ουρανό και οι αστραπές που πέφτουν συχνά φωτίζουν κάθε λίγο τον δρόμο μας.
Υπάρχουν τώρα πολλά μονοπάτια. Ο αέρας φυσάει δαιμονισμένα και ακούω τη φωνή του Κώστα απεγνωσμένα να λέει: «Μάνο πρόσεχε, μη χαθούμε, πιάσου από την ουρά του αλόγου σου». Αυτό το είχα κάνει ήδη όπως όλοι σχεδόν όσοι επιβιώσαμε. Σταματήσαμε λίγο, για μια περίπου ώρα. Τώρα πια είχαμε αποκάμει. Κουλουριάστηκα στη ρίζα μιας κουμαριάς και με πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος που έμοιαζε με επιθανάτιο…
Αυτό όμως δεν κράτησε για πολύ, διότι ακούω σε λίγο έναν ανθυπολοχαγό δίπλα μου με σβησμένη φωνή να φωνάζει: «Βοήθεια! Γιατρέ, πού είσαι; Πεθαίνω, ξεκολλάει η καρδιά μου».
Το ίδιο έπαθαν τούτη τη βραδιά 7 συνολικά άτομα που μας άφησαν για πάντα.
Κατηφορίζουμε τώρα προς το άγνωστο, μέσα στο χωριό Φτέρα. Απέναντι είναι το Τζώραϊ και πιο πάνω το Κούτσι επί του όρους Χειμάρρα. Φτάσαμε στο χωριό στις 2 τα μεσάνυχτα και περιμένουμε να έρθει ο Διοικητής της επιλαρχίας κ. Καλίνσκη.
Η γέφυρα που διαταχθήκαμε να τον περιμένουμε εβάλλετο από βαρύ πυροβολικό.
Σε λίγο φτάνει ο Διοικητής, ο οποίος με πήρε ιδιαιτέρως για να μου δώσει οδηγίες κάτω από μια μεγάλη κουμαριά. Προτού αρχίσουμε τη συζήτηση, δύο κτυπήματα δυνατά επάνω στα κλαριά μάς ανάγκασαν να καλυφθούμε. Ήταν σφαίρες που δεν βρήκαν τον στόχο τους.
Κατά τις 4 το πρωί φτάσαμε στην άκρη του ποταμού που έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουμε. Οι γέφυρες γκρεμισμένες, βουίζουν οι ρεματιές που κατέβαζαν πολλά νερά από τη δυνατή βροχή, προπάντων όμως από αυτό το μεγάλο ποτάμι, που επρόκειτο να περάσουμε.
Δεμένοι με ένα σχοινί και κοντά ο ένας με τον άλλον προχωρήσαμε μέσα στο ποτάμι. Δεν ξεχνώ τη στιγμή που αφού σωθήκαμε, από μερικούς ογκόλιθους, την απόγνωση που μας κατέλαβε.
Γνωρίζαμε τις συνέπειες αυτής της απροσδόκητης ψυχρολουσίας. Ξέραμε τι θα άφηνε αυτή η τραγική βραδιά, τα αποτυπώματά της πάνω μας, με ρευματισμούς, πλευρίτιδα και τα όμοια.
Προχωρούμε τώρα ανάμεσα από ρίζες δέντρων, γλιστράμε και κάθε τόσο σκοντάφτουμε.
Έσταζα επί πολύ μετά το νυχτερινό ντους και εβάρυνα τόσο ώστε τα πόδια μου άνοιγαν μόνα τους, μηχανικά.
Μετά από 20 ώρες συνεχούς και επίπονης πορείας, μου φαινόντουσαν ότι δεν είναι δικά μου.

12 Δεκεμβρίου
Τα χαράματα φτάσαμε στο χωριό Τζώραϊ που κατοικείται από Τουρκο-αλβανούς και περισσότερο από Έλληνες.
Στο φως της ημέρας που άρχισε να αχνοφέγγει, διακρίναμε επάνω σε κατσάβραχα κάτι καλύβες μαυρισμένες και κακοφτιαγμένες.
Πιο ψηλά όμως σπίτια κάτασπρα και περιποιημένα. Αυτά ήταν ελληνικά, όπως μάθαμε μετά, ενώ τα άλλα τουρκοαλβανικά.
Μόλις μπήκαμε στο χωριό και μας αντιλήφθηκαν οι Έλληνες, το τι έγινε δεν περιγράφεται με λόγια. Τα αγνά και παθητικά φιλιά ανδρών και γυναικών ανεξαρτήτου ηλικίας ανακατεύονταν με δάκρυα χαράς.
Το χωριό όμως εβάλλετο από όλμους πυροβολικού και από σφαίρες. Ήταν πολύ κοντά ο εχθρός.
Ο καιρός εξακολουθεί ο ίδιος. Βρέχει πολύ δυνατά και ψιλορίχνει χιόνι.
Μείναμε σε ένα σπίτι, του Μπάρμπα Δημήτρη, ενός των πλέον ακραιφνών Ελλήνων της Αλβανίας. Μας έδωσε και φάγαμε νερόβραστες πατάτες με λίγο ρύζι, ένα βλάχικο άνοστο φαγητό, τόσο όμως απαραίτητο για μας που είχαμε να φάμε τόσες εβδομάδες.
Έπεσα δίπλα στη γωνιά τουρτουρίζοντας. Τα πολλά ξύλα και η δυνατή φωτιά με έκαναν να ξεχάσω την πενηνταεξάωρη (56) περιπέτειά μου.
Μου ’ρθε πάλι στο μυαλό η σκηνή με εκείνο τον Ιταλό αιχμάλωτο στην Καστάνιανη.
Ήταν ένα παλληκάρι μέχρι 20 ετών. Δεκανέας. Μόλις πλησιάσαμε κοντά του, άρχισε να τρέμει καθώς αντιλήφθηκε ότι είμαστε Έλληνες, παρόλο που είχε τα μάτια του δεμένα.
Όταν πήγα από οίκτο να του βάλω ένα τσιγάρο στο στόμα, υποχώρησε έντρομος φωνάζοντας: «Μάμα μία».
Αλλά μήπως είχε άδικο;
Τους είχαν πει ότι οι Έλληνες είναι αγριάνθρωποι και ότι θα τους έγδερναν ζωντανούς αν τους έπιαναν αιχμαλώτους.
Όταν του είπα “cigarette” και του το άναψα σκύβοντας, γονάτισε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
Σπουδαία εμπειρία αυτή για μένα. Μου ήρθε στο μυαλό εκείνη η σκηνή στην Καστάνιανη με τους 7 δικούς μας φαντάρους που μόλις είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός. Τους είχαν μπρούμυτα με την πλάτη κατακόκκινη από το αίμα για να τους θεωρήσουμε τραυματισμένους, ενώ στ’ αυτιά μου ακόμα άκουγα το μουγκρητό του Ιταλού που πέθανε από μόλυνση με το πόδι πρησμένο, τριπλάσιο από το κανονικό.
Πανικόβλητοι οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τους τραυματίες τους στην Καστάνιανη, τους οποίους ούτε εμείς μπορέσαμε να τους προσφέρουμε καμία βοήθεια, γεγονός που μας στεναχώρησε πολύ.
Αποκοιμήθηκα με αυτές τις ζοφερές αναμνήσεις. Πιο βαριά από έναν πεθαμένο, αφού έβγαλα τις αρβύλες μου μετά από 6 μέρες. Τα πόδια μου έτρεχαν αίματα, κυρίως το δεξί, γιατί η αρβύλα δεν σωζόταν, παρά μόνο τα κορδόνια τους με τα γύρω επάνω πετσιά της, δεμένα στην τρύπια κάλτσα.
Χαράματα σχεδόν με ξύπνησε ο Διοικητής μου, που, παρ’ όλα τα 65 του χρόνια, φαίνεται πολύ νεότερος από εμάς.
Φύγαμε πάλι για την πρώτη γραμμή που απείχε 400 μέτρα περίπου.
Στον δρόμο, έτσι όπως βαδίζαμε ο ένας πίσω από τον άλλο και σε απόσταση 4-5 μέτρων με προφύλαξη, ακούω ένα δυνατό σφύριγμα σαν φτερούγισμα βιαστικού πουλιού και ύστερα άλλο, άλλο, τέσσερα όμοια.
Μας αντιλήφθηκαν οι εχθροί.
Ήταν όλμοι που έσκασαν οι δύο πλάι μας περί τα 60 μέτρα ο ένας, κι ο άλλος σχεδόν μπροστά μου περί τα 7 μέτρα.
Γέμισε η χλαίνη μου από χιόνι παγωμένο, ρίζες, χαλίκια και άλλα.
Η αριστερή επωμίδα είχε φύγει. Το κράνος βούλιαξε από τα σιδερικά, το δεξί σπιρούνι ήταν κομμένο, η χλαίνη είχε κουρελιαστεί, η αριστερή μπότα διαλυμένη. Έτρεξαν οι άλλοι ιππείς τρομαγμένοι γιατί με θεωρούσαν νεκρό.
Όμως έπρεπε να επιζήσω. Όλοι όσοι παρευρέθηκαν κοντά μου θεώρησαν το γεγονός θαύμα. Με έσωσε ο Άγιος Σπυρίδωνας. Ήμουν εντελώς ζωντανός χωρίς κανένα τραύμα. Και λέω ευτυχώς διότι αν πέθαινα δεν θα μπορούσα να προσφέρω στη γλυκιά μας Ελλάδα την ελάχιστη αυτή μου υπηρεσία.

14 Δεκεμβρίου
Απέχουμε περί τα 400 μέτρα από τον εχθρό βορειοδυτικά του Τζώραϊ, πάνω σε κάτι μαστοειδείς λόφους.
Μπροστά μας δεξιά και αριστερά μαυρίζουν σαν τα κοράκια σε ύψος 1.300 μέτρων περίπου, πάνω στο χιόνι, οι Λύκοι της Τοσκάνης που βολτάρουν πάνω στην κορυφή της Χειμάρρας, έτοιμοι να μας επιτεθούν σαν τους γύπες. Έτσι φαίνονται από εκεί που βρισκόμαστε σε σχήμα Π.
Αυτοί είναι ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας, αλλά δεν μας διακρίνουν, καθώς οι θέσεις μας είναι καλυμμένες από υψηλές κουμαριές, σχοίνα και κλαριά που μοιάζουν σα δάσος με χαμηλά δέντρα.
Δεξιά μας ακούγονται επαναληπτικά όπλα. Είναι η 2η μας ίλη, που μάχεται στ’ αντερίσματα του άλλου όρους. Έπρεπε οπωσδήποτε να καταληφθεί ο μεσαίος μαστοειδής λόφος διότι δεν έχουμε άλλο έρεισμα.
Πέρασε έτσι με αγωνία η δύσκολη αυτή μέρα.
Σήμερα παραδόξως εμφανίστηκαν και πέντε δικά μας αεροπλάνα, που έδρασαν στην πρώτη γραμμή. Ένας πιλότος μάλιστα, αφού έσωσε τις βόμβες του, άρχισε από χαμηλό ύψος να μυδραλιοβολεί τον εχθρό.
Σημειωτέον ότι μόλις εμφανιστούν αεροπλάνα, τα επαναληπτικά, οι όλμοι κ.λπ., η κόλαση μετατρέπεται σε νεκρική σιγή. Δεν ακούγεται τίποτα που να φανερώνει ότι υπάρχει ζωή, παρά μόνο το σφύριγμα του παγωμένου βοριά. Μόλις όμως χαθούν τα αεροπλάνα, αρχίζει πάλι η κόλαση. Ακούγεται μια ριπή από δυο τρεις σφαίρες και ύστερα ακολουθεί απάντηση του εχθρού, και έτσι ανάβει όλη η περιοχή από τα γαυγίσματα των επαναληπτικών, που κάπου κάπου τα σκεπάζουν οι δυνατότερες εκρήξεις των όλμων ή των οβίδων.
Το βράδυ αργά γυρίσαμε πίσω, αφήνοντας μέσα στην παγωμένη νύχτα, στον λόφο που καταλάβαμε, τους άντρες της πρώτης γραμμής που τους αλλάζουνε ανά δίωρο-τρίωρο.
Απόψε στον σταθμό διοίκησης της επιλαρχίας μας ήρθε ένα Ελληνόπουλο ντυμένο αρβανίτικα, καταματωμένο και με πρησμένα μάτια από το ξύλο, και μας λέει ότι απόψε είδε 1.200 περίπου Ιταλούς να κατεβαίνουν μέσα από τα χιόνια για να περικυκλώσουν το χωριό που μένουμε. Τον χτύπησαν γιατί ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε πόσοι είμαστε εδώ στην πρώτη γραμμή. Τους ξέφυγε, τον τουφέκισαν αλλά, ευτυχώς γι’ αυτόν και για μας, γλίτωσε πότε τρέχοντας και πότε έρποντας μέσα στα δάση στις απότομες ρεματιές με το πολύ χιόνι για να μας ειδοποιήσει.