ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛ. ΙΩΑΝΝΗΣ


Ο Ι. Νικολακόπουλος, ο οποίος κατάγεται από την Αετορράχη Αρκαδίας, ήταν 5,5 ετών κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στο αλβανικό μέτωπο υπηρέτησε ως ημιονηγός ο πατέρας του Ηλίας
[Αποστολέας Ι. Νικολακόπουλος].

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ήμουν πεντέμισι ετών.
Όπως διάβασα αργότερα που μεγάλωσα, ήταν ημέρα Δευτέρα. Οι γονείς μου και ο παππούς (πατέρας του πατέρα μου) είχαν ξεκινήσει πολύ πρωί για να πάνε στου «Πλέπι», να μαζέψουν ελιές για λάδι. Για ελιές και για άλλες γεωργικές εργασίες είχαν ξεκινήσει πρωί-πρωί και άλλοι συμπατριώτες.
Ο αδελφός μου πήγαινε στην Α΄ δημοτικού και εγώ ήμουν αργόσχολος, αφού δεν πήγαινα ακόμη στο σχολείο. Θα έμενα στο σπίτι μαζί με τη γιαγιά μου.
Μα το πρόγραμμα εργασίας και των δικών μου ανθρώπων, αλλά και όλων των Ελλήνων, δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί εκείνη την ημέρα τουλάχιστον. Γιατί, κατά τις οκτώ η ώρα περίπου, τόσο την υπολόγιζαν, άρχισε να χτυπά ασυνήθιστα η μεγάλη καμπάνα της εκκλησιάς, στη Ράχη. Το ίδιο χτυπούσαν και οι καμπάνες στα διπλανά χωριά. Τέτοιο καμπανοχτύπημα και χωρίς γιορτή ήταν ανησυχητικό. Όλοι ξαφνιάστηκαν. Και αγωνιώντες ρωτούσαν: Τι συμβαίνει; Γιατί χτυπούν οι καμπάνες;
Και δεν άργησαν να πληροφορηθούν τα δυσάρεστα μαντάτα!
Πόλεμος! Γίνεται πόλεμος! Διάταξαν επιστράτευση!
Τώρα το είπανε ο Δασκαλόγιαννης και ο Πρόεδρος του χωριού. Το πληροφορήθηκαν από το κοινοτικό τηλέφωνο. Ραδιόφωνο δεν είχε κανένας τότε στο χωριό.
– Ειδοποιήστε τους ζευγολάτες και τους άλλους άντρες να γυρίσουν στο χωριό, είπε ο Πρόεδρος. Έχουμε πόλεμο. Διατάχτηκε επιστράτευση. Όλοι οι άντρες, από είκοσι μέχρι σαράντα ετών, να βρίσκονται στο χωριό. Περιμένουμε νεότερα!
Ναι, ήδη από τις 5.30 το πρωί, είχαμε εμπλακεί σε πόλεμο με τους Ιταλούς. Η Ιταλία με τον δικτάτορά της Μουσουλίνι μάς είχε κηρύξει τον πόλεμο, όλως απροσδόκητα. Χωρίς αιτία και αφορμή. Τώρα επιβεβαιώθηκε –οι κυβερνητικοί και άλλοι παράγοντες το ήξεραν– ποιος βούλιαξε το καταδρομικό μας, την «Έλλη» μας, στις 15 Αυγούστου, στην Τήνο.
Οι Ιταλοί, πριν καλά καλά ξημερώσει, είχαν χτυπήσει τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα στην ελληνο-αλβανική μεθόριο. Είναι γνωστό το ανακοινωθέν του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών εκείνο το πρωινό της ιστορικής ημέρας:
Έλληνες,
«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, ανάμεσά τους και το δικό μου, δεν είχαν τότε ραδιόφωνο για να πληροφορηθούν το παραπάνω ανακοινωθέν, ούτε και τα διαγγέλματα του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και του βασιλιά Γεωργίου Β΄, που ακολούθησαν.
Όμως, το ανακοινωθέν εκείνο και τα διαγγέλματα έφτασαν στ’ αυτιά, στην καρδιά και στην ψυχή όλων των Ελλήνων ταχύτατα. Σαν αερικά! Και τα μαύρα σύννεφα του πολέμου απλώθηκαν πάνω από όλη τη χώρα.
Το παράδοξο εκείνου του πολέμου είναι ο κατ’ αντινομίαν προς την αυτοπροστασία και την αυτοσυντήρηση μεγάλος ενθουσιασμός των επιστρατευθέντων και γενικότερα του ελληνικού λαού, ο οποίος χωρίς μεμψιμοιρίες και ενδοιασμούς εδήλωσε με κάθε τρόπο το δικό του «παρών» στο εθνικό προσκλητήριο. Εκείνες τις ώρες η έννοια του θανάτου στον πόλεμο είχε εξαφανιστεί. Υψιπετούσε η τιμή της Πατρίδας και η υπεράσπισή της. Υπέροχες στιγμές ελληνικού μεγαλείου.
Από την επιστράτευση εκείνη θυμάμαι μια χαρακτηριστική και συγκινητική στιγμή. Ήταν τότε που οι επιστρατευμένοι του «Πάνω Μαχαλά» αράδιζαν με ψηλά το κεφάλι, σαν νικητές, και όχι κακομοιριασμένοι σαν σκλάβοι. Έτσι τους έβλεπα εγώ τότε, παιδάκι 5 ½ ετών.
Οι γυναίκες που ήσαν έξω από το σπίτι μας, τυχαίνει να είναι στην άκρη του Πάνω Μαχαλά, εκεί που ξεπροβοδίζουν τους διαβάτες, μερικές με τα βυζανιάρικα στην αγκαλιά τους, ήσαν πολύ συγκινημένες και κάποιες έκλαιγαν με αναφιλητά.
Τότε ήταν που ένας παλαίμαχος των Βαλκανικών πολέμων, ο γερο-Χάκος, που είχε μονομαχήσει με τον Χάρο (θάνατο) πολλές φορές, όπως έλεγε, στα υψώματα του Κιλκίς και του Λαχανά, φώναξε δυνατά:
– Κουράγιο, γυναίκες! Μην κλαίτε! Σε λίγο θα είμαστε νικητές! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! […]

Είχαν περάσει 25 ημέρες από την έναρξη του πολέμου. Δεν γνωρίζαμε λεπτομέρειες για την εξέλιξή του, ειδικά στα απομονωμένα από συγκοινωνία και κέντρα χωριά, όπως ήταν το δικό μας, όπου δεν είχαμε και ραδιόφωνο. Ώσπου, ένα απόγευμα, στις 22 Νοεμβρίου 1940, ημέρα Παρασκευή, ακούστηκαν θριαμβευτικά οι ήχοι και από τις δυο καμπάνες της εκκλησιάς, στη «Ράχη». Στη μια, τη μεγαλύτερη, ήταν σκαρφαλωμένος ο μακαρίτης μπαρμπα-Γιάννης Δ. Βασιλόπουλος (Μπουζιώτης) –άτυπος ντελάλης του χωριού– και στην άλλη κάποιο 15χρονο παιδί του χωριού. Δεν θυμάμαι ποιο.
Γιατί, όμως, αχολογούσαν τόσο θριαμβευτικά οι καμπάνες; Τι είχε συμβεί;
Το φώναζαν οι αστράτευτοι και «απόστρατοι» άνδρες του χωριού. Το φώναζαν οι γυναίκες κλαίγοντας. Το φώναζαν δυνατά και διαπεραστικά τα παιδιά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Την πήρε ο στρατός μας! Τι ενθουσιασμός, Θεέ μου!
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπουζιώτης χτυπούσε τη μεγάλη καμπάνα και φώναζε με διακοπές: Ε.. Ε… Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Έτσι θα πέσουν και οι άλλες πόλεις, και οι Ιταλοί θα τσακιστούν και θα πέσουν στη θάλασσα!
Εκείνη την ώρα ήταν στη «Ράχη» και ο μακαρίτης ο μπαρμπα-Πανάγος ο Χαντζής (είχε φτάσει ως τον Σαγγάριο κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία), ο οποίος, βλέποντας και τον δικό μας ενθουσιασμό (των παιδιών), δάκρυσε και με πνιγμένη από συγκίνηση φωνή μάς είπε:
– Βρε, τι καθόσαστε εδώ; Πηγαίνετε πέρα ’κει στην «Παναγιά», στη «Γράνα», στον «Κάμπο», (όπου οι χωρικοί έσπερναν τα χωράφια), και φωνάξτε δυνατά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλα τα παιδιά που βρισκόμασταν εκεί (το σχολείο αργούσε, γιατί ο δάσκαλος είχε επιστρατευθεί) ξαμολυθήκαμε, άλλα ξυπόλυτα και άλλα ποδεμένα, μέχρι τη «Γράνα», όπου άλλα παιδιά έβοσκαν τις κατσίκες τους (μαρτίνες= οικόσιτες) και φωνάζαμε το παραπάνω σύνθημα: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!
Στο δεξί χέρι κρατούσαμε ένα ξύλο (πρόχειρο) μήκους 0,40-0,50 μ., εν είδει πυρσού, και τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: «Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»
Κάναμε τη λαμπαδηδρομία μας με τον τρόπο μας (χωρίς να έχουμε ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη). Και την κάναμε νιώθοντας μια συμβολική λαμπάδα στην καρδιά μας, επαναλαμβάνοντας το παραπάνω σύνθημα: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί! Και το φωνάζαμε τόσο δυνατά, λες και θέλαμε να μας ακούσουν και οι πατεράδες μας φαντάροι πάνω ’κει στο Μέτωπο και να χαρούν και εκείνοι για τη χαρά που μας χάριζαν με τις νίκες τους κατά των Ιταλών.
Αποτελούσαμε τα μικρά και αυθόρμητα «μετόπισθεν», που άλλο είναι να τα ακούς και άλλο να τα ζεις. Ξαναζωντανεύαμε εκείνες τις ώρες τα αρχαία Σπαρτιατόπουλα και ακούγαμε τον όρκο τους: Κι εμείς θα γίνουμε καλύτεροι από εσάς! […]

Η νίκη της Κορυτσάς, 22 Νοεμβρίου 1940, έγινε αφορμή να βγάλουμε κι εμείς τα παιδιά στα χωριά την πρώτη μας φωτογραφία. Φωτογραφία που θα στέλναμε στους πατεράδες μας που πολεμούσαν πάνω στα βορειο-ηπειρωτικά βουνά, για να καμαρώσουν και αυτοί το… ξυπόλυτο τάγμα, που φτεράκαγε από ενθουσιασμό για τις ηρωικές και ένδοξες νίκες τους.
Μια τέτοια φωτογραφία (την πρώτη έως τότε) βγάλαμε ο αδελφός μου και εγώ, σε ηλικία 7 ½ και 5 ½ αντίστοιχα, και την ταχυδρόμησε η μάνα μας στον πατέρα μας, στο Μέτωπο.
Το ίδιο έκαναν και άλλες μανάδες που είχαν στρατευμένους άντρες σ’ εκείνο τον πόλεμο.
Λίγες ημέρες μετά τη νίκη της Κορυτσάς πέρασε από το χωριό ένας φωτογράφος από τη Δημητσάνα ή Ζάτουνα, που τον έλεγαν μπαρμπα-Νικόλα.
Έστησε το σκηνικό του (μια μπλε μισοτριμμένη κουβέρτα αργαλειού) στον τοίχο της αυλής του σπιτιού του μακαρίτη μπαρμπα-Τάσιου Γεωργακόπουλου, πατέρα του νυν πρωτοπρεσβύτερου παπα-Παναγιώτη Γεωργακόπουλου. Η κουβέρτα ήταν η οθόνη!
Και εκεί προσερχόμασταν τα παιδιά και βγάζαμε φωτογραφία.
Θυμάμαι εκείνο το παλιό μηχάνημα με το τρίποδο και με το μαύρο ύφασμα και τον μπαρμπα-Νικόλα να χώνει το κεφάλι του μέσα στο ύφασμα και να τακτοποιεί τα όργανα για να βγει το… πουλάκι! όπως έλεγε.
Εγώ, εκείνο το μηχάνημα το έβλεπα σαν κάποιο καμουφλαρισμένο όπλο, έτοιμο να μας πυροβολήσει! Φοβόμουν στ’ αλήθεια. Και για να βεβαιωθείτε ότι σας λέω την αλήθεια, ρίχτε μια ματιά στην επισυναπτόμενη φωτογραφία, όπου έχω μαζεμένες τις παλάμες των χεριών μου. Δεν είναι αυτό δείγμα αδημονίας και φοβίας;
Τέλος πάντων, βγήκε το… πουλάκι, μας απαθανάτισε και έπειτα από λίγες ημέρες ο μπαρμπα-Νικόλας μάς έφερε τη φωτογραφία, την οποία η μάνα μου ταχυδρόμησε στον πατέρα μου.
Όταν ο πατέρας μου επέστρεψε από το Μέτωπο, έφερε μαζί του και τη φωτογραφία μας.

Με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του ’40-’41, χιλιάδες Έλληνες επιστρατεύτηκαν για να υπερασπισθούν, μαζί με τον τακτικό μας στρατό, την ελευθερία και την τιμή της πατρίδας μας, την οποία τόσο ιταμά και βάναυσα επεχείρησαν να προσβάλουν οι ιταλικές στρατιές του μελανοχίτωνα Μουσολίνι.
Την ίδια περίοδο επιτάχτηκαν, λόγω πολέμου, και χιλιάδες μουλάρια, τα οποία προστέθηκαν σε αυτά που συντηρούσε ο εθνικός μας στρατός για τις ανάγκες του.
Υπολογίζουν ότι συνολικά εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός διέθετε παραπάνω από 100 χιλιάδες μουλάρια, ενώ, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο ιταλικός δεν διέθετε ούτε τα μισά. Αυτή η διαφορά συνέβαλε ώστε οι μονάδες του Μετώπου να εφοδιάζονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα σε πολεμικό υλικό, έναντι των ιταλικών, μια και τα ελληνικά μουλάρια ήσαν εξοικειωμένα με τα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μας, και εν προκειμένω και της Ηπείρου, αφού και τα περισσότερα προέρχονταν από ορεινές περιοχές με τις γνωστές κακοτοπιές τους.
Την ευθύνη των όπλων, ως γνωστόν, είχαν αναλάβει κυρίως αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ την ευθύνη των μεταφορών, εκεί που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, και τότε ελάχιστοι υπήρχαν, είχαν αναλάβει οι ημιονηγοί με τα μουλάρια τους και οι ηρωίδες γυναίκες της Ηπείρου.
Οι ημιονηγοί ήσαν γνωστοί και με την προσωνυμία μουλαράδες. Η προσωνυμία όμως αυτή δεν σήμαινε καμιά υποτίμηση της ειδικότητάς τους και της εθνικής προσφοράς τους.
Ίσα ίσα, όπως καταγράφηκε μετά τη λήξη του πολέμου από αξιωματικούς και στρατιώτες των «πρόσω», από πολεμικούς ανταποκριτές και ιστορικούς εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, η «σύνθεση και εγγραφή» του αθάνατου έπους ’40-’41 στις λαμπρές σελίδες της Ιστορίας μας συντελέστηκε και με τη συμβολή των μουλαριών.
Τα μουλάρια είχαν τους ημιονηγούς τους, που προέρχονταν κυρίως από γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές και ήξεραν να διαχειρίζονται φιλικά τους «συναγωνιστές» τους στο Μέτωπο.
Ανάμεσα στους ημιονηγούς ήταν και ο μακαρίτης ο πατέρας μας, ο οποίος είχε αποκτήσει τόσο φιλική σχέση με το μουλάρι που του εμπιστεύτηκαν, τον Αράπη, με μαύρο και στιλπνό τρίχωμα, που τον αποκαλούσε χαϊδευτικά Aραπάκο! Με αυτό το όνομα τον γνωρίσαμε νοερά, ο αδελφός μου και εγώ, και τον αγαπήσαμε σαν πρόσωπο της οικογένειάς μας, με βάση τη διήγηση του επανακάμψαντος από το Μέτωπο πατέρα μας.
Εκείνο που δεν θα ξεχάσουμε από τη διήγηση του πατέρα μας, σχετικά με τον Αραπάκο, είναι η στάση, η συμπεριφορά του Αραπάκου, όταν σε μια αποστολή τους, ημέρα που χιόνιζε ελαφρά, βρέθηκαν δίπλα στο πτώμα ενός σκοτωμένου μουλαριού. Εχθρική οβίδα τού είχε κόψει σχεδόν πέρα για πέρα τον λαιμό και το χιόνι ξεδίπλωνε σιγά σιγά το νεκροσάβανό του για να σκεπάσει το άψυχο σώμα του.
Εκείνη τη στιγμή, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μας, συγκλονίστηκε από την αντίδραση του Αραπάκου, ο οποίος στύλωσε τα πόδια κάτω και κοιτάζοντας τον νεκρό συνάδελφό του χλιμίντρισε 2-3 φορές τόσο γοερά –έβγαλε μια κραυγή πόνου– που σου σπάραζε την καρδιά.
Ο πατέρας μας, που πάντα τον χάιδευε και τον περιποιόταν, τούτη τη φορά κατάλαβε τον ιδιαίτερο πόνο του και, ανοίγοντας τα χέρια του, αγκάλιασε το κεφάλι του Αραπάκου και το κρατούσε στοργικά ανάμεσά τους. Ο Αραπάκος στήριξε το κεφαλάκι του και «φώλιασε» στο στήθος του πατέρα μας, στο μέρος της καρδιάς. Μια καρδιά άκουγε τους χτύπους μιας άλλης καρδιάς!
Συγκινήθηκε ο πατέρας μας και μετέδωσε τη συγκίνησή του και σ’ εμάς.
Συνέχισε να κρατάει προστατευτικά το κεφάλι του Αραπάκου, χαϊδεύοντάς το, ενώ ο Αραπάκος παρέμενε ακουμπισμένος στο στήθος του βυθισμένος στις δικές του σκέψεις… Σε μια στιγμή απομάκρυνε το κεφάλι του από το στήθος του πατέρα μας, τον κοίταξε κατάματα, και δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μεγάλα μάτια του Αραπάκου. Δάκρυσε και ο πατέρας μας, όπως μας διηγήθηκε, και έσκυψε και ξαναφίλησε τον Αραπάκο στο μέτωπο. Κάποιος γραμματιζούμενος ίσως παρομοίαζε τα δάκρυα και των δύο ως χοή-σπονδή στον νεκρό.
Ο Αραπάκος ξαναχλιμίντρισε 2-3 φορές λυπητερά και πονεμένα –ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον νεκρό συνάδελφό του– και ξεκίνησε και πάλι, χωρίς καμιά παρότρυνση του πατέρα μας, για την εκτέλεση της ιερής προς την πατρίδα αποστολής τους.
Τον αγάπησε πολύ τον Αραπάκο ο πατέρας μας. Το έδειχνε η συγκινητική αναφορά του στο όνομά του. Πολλές φορές μοιραζόταν μαζί του τις τριμμένες «γαλέτες» και την κουραμάνα του. Ήταν ο Αραπάκος ένα μουλάρι καλόγνωμο, φιλότιμο, μουλάρι με αισθήματα, έλεγε.
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, εξαιτίας της εισβολής στη χώρα μας ενός άλλου παράφρονα (του Χίτλερ), ο πατέρας μας παρέδωσε τον Αραπάκο σε κάποιο στρατόπεδο των Ιωαννίνων, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι και άλλοι «αραπάκοι». Τον χάιδεψε, του έξυσε το κεφάλι ανάμεσα στ’ αυτιά του –ένα ξύσιμο που τόσο αρέσει σε όλα τα οικόσιτα ζώα– και τον φίλησε στο μέτωπο, λέγοντάς του: «Γεια σου, Αραπάκο». Και τα μάτια του βούρκωσαν…
Ο Αραπάκος, λες και κατάλαβε ότι αυτός θα ήταν ο μεταξύ τους τελικός αποχαιρετισμός, τον κοίταξε κατάματα και ξύστηκε χαϊδευτικά στο στήθος του. Ήταν σαν να του έλεγε: «Ηλία, σε ευχαριστώ για την αγάπη και την κατανόηση που μου έδειξες στο διάστημα που συνυπηρετήσαμε την πατρίδα. Πήγαινε στο καλό!»
Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Αραπάκος του Μετώπου, που, μετά από τη διήγηση του πατέρα μας, συγκίνησε τον αδελφό μου και εμένα. Ίσως να συγκινήσει και κάποιον από τους αναγνώστες του παρόντος σημειώματος.
Αραπάκο, είχες ψυχή και καρδιά. Είχες αισθήματα. Δόξασες κι εσύ την Ελλάδα, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί σου. Γι’ αυτό και οι ιστορικοί επεσήμαναν τη μεγάλη συμβολή σας στο έπος του ’40-’41.
Σε κάθε επέτειο του έπους ’40-’41, Αραπάκο, θα θυμόμαστε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη και εσένα και τους άλλους αραπάκους, μαζί με τους ημιονηγούς τους, αλλά και όσους στα «πρόσω και στα μετόπισθεν» συνέγραψαν το αθάνατο έπος. Η αναφορά στη μνήμη σας σηματοδοτεί για μας ένα ενθύμημα ιστορίας, δόξας και διδαχής. Κεράκι στην προσφορά σας!
Αιωνία σας η μνήμη!

Αναμνήσεις του Ι. Νικολακόπουλου από τη διήγηση του πατέρα του Ηλία για το μουλάρι που είχε στο αλβανικό μέτωπο.