Η Ι. Πετρίδη ήταν 10 ετών κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
[Αποστολέας: Κωνσταντίνα Πετρίδη-Αποστολοπούλου].
Δευτέρα πρωί ξυπνάμε από έναν περίεργο θόρυβο (σειρήνες τις είπαν) και από τις φωνές της γειτόνισσας που μας ειδοποιούσε ότι έγινε πόλεμος.
Πόλεμος;;; Τι χαρά, δεν έχει σχολείο!!!
Πολύ αργότερα, γυρνώντας από τον φούρνο που είχα πάει για ψωμί (τα παιδιά εκείνη την εποχή κάναμε θελήματα), αντήχησαν οι σειρήνες. Αεροπλάνα πετούσαν ψηλά και αντιαεροπορικά έσκαγαν στον γαλανό ουρανό σαν μικρά συννεφάκια. Τι φόβος ήταν αυτός, τι τρόμος και πανικός! Τα παιδικά ποδαράκια τρέξανε πιο γρήγορα από τον πιο γρήγορο δρομέα, στους έρημους τότε δρόμους της Φιλοθέης.
Έφτασα σπίτι μου φωνάζοντας απεγνωσμένα τη μητέρα μου και πήγα και κρύφτηκα στην πιο σκοτεινή γωνιά του υπογείου. Πέρασε πολλή ώρα και πολλές σφιχτές αγκαλιές για να συνέλθω. Στη συνέχεια οι συναγερμοί έγιναν ρουτίνα, σχεδόν δεν τους δίναμε σημασία, και ο μόνος φόβος μου πια ήταν να μη μου φύγει πόντος από το πλεχτό μου. Γιατί όλοι πλέκαμε: γιαγιάδες, μαμάδες και παιδιά, πλέκαμε γάντια, κάλτσες και κασκόλ για τους φαντάρους μας. Για τα παιδιά της Ελλάδος που σκληρά πολεμούσαν πάνω στα βουνά, όπως τραγουδούσε η αξέχαστη Βέμπο.
Δεν νομίζω κανένας λαός στην ιστορία να ξεκίνησε ποτέ για πόλεμο τραγουδώντας και χορεύοντας. Υπήρχε τέτοιος ενθουσιασμός, αλλά και συσσωρευμένη οργή για τον ύπουλο τρόπο που μας επιτέθηκαν, όταν το προηγούμενο βράδυ στην Ιταλική Πρεσβεία σε μεγάλη δεξίωση που βρισκόταν όλη η κοσμική Αθήνα, πολιτική και στρατιωτική. Και λίγες ώρες αργότερα ο Γκράτσι, ο Ιταλός πρέσβης, ξύπναγε τον πρωθυπουργό στις 3 το πρωί για να του δώσει το τελεσίγραφο.
Δεν είχαμε ξεχάσει και τον τορπιλισμό της «Έλλης», ανήμερα της Παναγίας, από Χριστιανούς. Ακούγαμε όλες τις περιγραφές από το ραδιόφωνο, απομονωμένοι στην τότε Φιλοθέη. Και μετά ήρθαν οι νίκες, έπεσε η Κλεισούρα, έπεσε το Τεπελένι, πήραμε και τους Αγίους Σαράντα, έπεσε η Κορυτσά. Και στα Τίρανα τραγουδούσανε στους δρόμους. Τα θέατρα ανέβαζαν ξεκαρδιστικές επιθεωρήσεις, διακωμωδώντας τον Ντούτσε και τους Μακαρονάδες, ενώ γράφτηκαν πολλά σατιρικά τραγούδια για τον πόλεμο και τους Ιταλούς, τα οποία ακούγαμε από το ραδιόφωνο με την Βέμπο.
Και μετά ήρθε η δεύτερη αυτοκρατορία να συνδράμει τους κοκορόφτερους. Κρατήσαμε και εκεί 2 εβδομάδες. Θυμάμαι ακόμα τους πηχυαίους τίτλους της Καθημερινής και το γράμμα του Γεωργίου Βλάχου προς τον Χίτλερ, που μας διάβασε ο πατέρας μου. Πέρυσι το διάβασα και μόνη μου, ύστερα από τόσα χρόνια, από τις εκδόσεις για τα 100 χρόνια της Καθημερινής.