ΡΟΖΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ


Ο Δ. Ροζάκης, από τη Σίνα Γυθείου, υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως έφεδρος λοχαγός και γενικός επόπτης Εμπέδων Ναυπλίου
[Αποστολέας: Π.Δ. Ροζάκης].

Ατέλειωτες οι σειρές των Ιταλών αιχμαλώτων, που περνούσαν στη λεωφόρο [όπου και το στρατόπεδο Ναυπλίου το 1940] ή στέκονταν για λίγο – δεν ξέρω τι περιμένοντας. Τους χαζεύαμε τα παιδιά. Μας έκαναν εντύπωση τα γένια τους, η κουρασμένη τους όψη, τα ήμερά τους πρόσωπα…Πόσο μοιάζαν με μας τους Έλληνες!
Δεν τους φοβόμαστε!… Ούτε τους μισούσαμε, παρόλο ότι ήταν εχθροί μας! Και είχαμε, εμείς τα παιδιά, ζωντανή και νωπή εικόνα του κακού που μας έκαναν, μιας και, εκτός των άλλων, κάθε τόσο έφτανε το τραίνο από το αλβανικό μέτωπο, γεμάτο ματωμένους, πληγωμένους, με κομμένα πόδια ή χέρια φαντάρους μας, οι οποίοι προορίζονταν για το μεγάλο νοσοκομείο της Ακροναυπλίας… Παρ’ όλ’ αυτά τούς λυπόμαστε τους Ιταλούς στρατιώτες, καθώς τους βλέπαμε νικημένους, ταπεινωμένους, αιχμάλωτους, χωρίς όπλα… να σκύβουν και να μαζεύουν με λαχτάρα κάποιες «γόπες», όπως λέγαμε τα αποτσίγαρα, που είχαν την τύχη να βρουν δίπλα στη σειρά ή ένα το πολύ βήμα, έξω από αυτήν, όπου μπορούσαν προς στιγμή να βγούνε. Με πέντ’ έξη απ’ αυτές «έστριβαν» κι έκαναν τσιγάρο!
Ο μικρότερος αδερφός μας ο Σπύρος, αυθόρμητα εκδήλωσε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Μάζεψε κάμποσες «γόπες», και θέλησε να τις δώσει σ’ έναν Ιταλό αξιωματικό, που του γυάλισε στο μάτι απ’ τη στολή, τα αστέρια, το παράστημα. Τον πήρε όμως το μάτι του πατέρα μας Δημήτρη Ροζάκη, που ‘ταν έφεδρος λοχαγός και Γενικός Επόπτης του στρατοπέδου. Και το χέρι του κατέβηκε δυνατό πάνω στο μάγουλο του μικρού φιλάνθρωπου σ’ ένα ηχηρό μπάτσο!
‒ Ντροπή! Πέταξέ τες γρήγορα στο χαντάκι.!
Τον διέταξε σαν να ‘τανε ένας μικρός στρατιώτης…
Ο Σπύρος, αναψοκοκκινισμένος, πιότερο από ντροπή παρά από το σκαμπίλι, με τα σιωπηλά δάκρυα να πέφτουν στα μάγουλά του, άνοιξε αργά το χεράκι του και οι πολυπόθητες για τους αιχμάλωτους γόπες έπεσαν δισταχτικά στο χαντάκι του δρόμου…
Η καλή πράξη του μικρού έμεινε πρόθεση, ενώ οι Ιταλοί κοιτάζονταν μεταξύ τους, εντυπωσιασμένοι για τον σκληρόκαρδο λοχαγό, που τους στέρησε τις γόπες, χτυπώντας τον μικρό.
Μα ήδη ο Σπύρος, πριν ακόμα καταλάβει γιατί έφαγε το σκαμπίλι, έφευγε τρέχοντας με άλλη διαταγή του Γενικού Επόπτη, κρατώντας σφιχτά για να μη χαθεί, κάτι που τού ‘δωσε! Γύρισε σε δυο λεπτά από την καντίνα, κρατώντας ένα διπλό πακέτο τσιγάρα! Στάθηκε μπροστά στον πατέρα μας κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος του ‘κανε ένα νόημα με το κεφάλι, κι ο μικρός έτρεξε στον Ιταλό αξιωματικό και τού ‘δωσε θριαμβευτικά τα τσιγάρα! Το πρόσωπό του, όπου τα δάκρυα από το σκαμπίλι είχαν κάνει δυο άνισες αυλακιές, έλαμπε από χαρά!
Ο Ιταλός πήρε το απρόσμενο διπλό πακέτο, ψιθυρίζοντας αμήχανα «Γκράτσιε!». Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι μάς κοίταζαν να απομακρυνόμαστε προς την πύλη του στρατοπέδου, όπου κυμάτιζε η γαλανόλευκη, μην μπορώντας να συνέλθουν από την έκπληξή τους…
Οι φαντάροι μας φρουροί και οι παρατυχόντες νεοσύλλεκτοι θαύμαζαν… Κι εμείς, οι πιτσιρίκοι, αισθανθήκαμε «δυο πόδια ψηλότεροι»! Νιώσαμε περήφανοι γιατί είχαμε πατέρα αυτόν τον Γενικό Επόπτη, που τόσο απλά και λιτά μας έδωσε ένα μάθημα μεγαλοψυχίας, που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μας και στην ψυχή μας… Αργότερα βρήκαμε τις λέξεις και του δώσαμε τ’ όνομα, που κανένας τότε δεν χρειάστηκε να βρει και να πει: «Σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμη και στους εχθρούς μας».

Π.Δ. Ροζάκης, «Αναμνήσεις από τον πατέρα μου»