ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ


Ο δάσκαλος Θ. Σπυρόπουλος, από τον Πύργο, στρατεύτηκε μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και υπηρέτησε ως λοχίας σιτιστής στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά
[Αποστολέας: Μαρία Σπυροπούλου-Θεοδωρίδου].

Τον Ιούλιο του 1939 κλήθηκα στο στρατό για εκπαίδευση ως έφεδρος αγύμναστος, γιατί άρχιζαν να θολώνουν τα νερά και να διαφαίνεται στον ορίζοντα ο Eλληνοϊταλικός πόλεμος και ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά την επιστροφή μου στις αρχές του 1940, επανέλαβα τα καθήκοντά μου ως δασκάλου, με περισσότερη αγάπη και ενδιαφέρον, ώσπου τον Οκτώβριο του 1940 ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και κλήθηκα πάλι στο στρατό να υπηρετήσω την Πατρίδα.
Η εκλεκτή συνεργάτιδα και αρραβωνιαστικιά μου δασκάλα Ευθυμία Σταυρή, παρ’ όλο τον οδυνηρό αποχωρισμό μας, με ενεθάρρυνε τονίζοντάς μου: «Έχω πεποίθηση, έχω προαίσθηση ότι θα επιστρέψεις υγιής και αρτιμελής. Μη φοβάσαι, για την πατρίδα όλα». Βέβαια και εγώ με ενθουσιασμό και χαρά, όπως όλοι, ετοιμαστήκαμε, και το πρωί της 29ης Οκτωβρίου αναχωρήσαμε από τον Πύργο για την Πάτρα, για να καταταγούμε στον στρατό.
Από εκεί, αρχές Νοέμβρη, μας έστειλαν νηοπομπή στην Καβάλα – Δράμα – Σέρρες, ώσπου καταλήξαμε στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά.
Στον στρατό ήμουν λοχίας σιτιστής, πολύτιμος βοηθός ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών που ήθελαν σώνει και καλά να με ονομάσουν έφεδρο αξιωματικό ανθυπασπιστή ή ανθυπολοχαγό, εγώ όμως δεν ήθελα από μετριοφροσύνη. Πρόσφερα τις υπηρεσίες μου με αυταπάρνηση εκ του αφανούς, όσο καλύτερα μπορούσα.
Όταν έγινε η γερμανική επίθεση βρισκόμασταν πίσω από τα οχυρά. Μας έκοψαν στη μέση όμως και μείναμε αιχμάλωτοι, όταν δημιουργήθηκε θύλακας ανάμεσα Θεσσαλονίκης και Καβάλας. Τότε, ένα πρωινό ξυπνήσαμε και είχαν εξαφανιστεί όλοι οι αξιωματικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, από συνταγματάρχη μέχρι ανθυπολοχαγό. Ο Στρατός εκείνη τη στιγμή ακυβέρνητος πιάστηκε από εμάς τους επιλοχίες, τους λοχίες και τους δεκανείς να τον κατευθύνουμε.
«Τι θα κάνουμε τώρα κυρ-λοχία;» ρωτούσαν. «Αφού διαλύθηκε ο Στρατός και μείς θα πάρουμε από ένα άλογο, θ’ ανεβούμε πάνω και θα προσπαθήσουμε να μην πιαστούμε αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς», συμπλήρωναν. Έτσι και έγινε. Ομάδες ομάδες αναχωρήσαμε για τις ιδιαίτερες πατρίδες μας. Εγώ με άλλους πέντε Ηλείους συμπατριώτες μου, καβάλα στ’ άλογά μας, κατεβήκαμε στις Σέρρες. Από εκεί κατευθυνθήκαμε στο Ροδολίβο, κοντά στο Παγγαίο, όπου γνωρίζαμε ότι βρισκόταν, υπηρετώντας σα δασκάλα, η Πυργία Αριστέα Αββούρη. Ήταν μια ψηλή νέα κοπέλα, όμορφη και φανταχτερή, που είχε αναπτύξει στο χωριό μεγάλη εθνική δράση. Τροφοδοτούσε όλους τους διερχόμενους φαντάρους και τους φρόντιζε σα μάνα. Είχε κατορθώσει να έχει όλο το χωριό μαζί της, που τη βοηθούσε υλικά στο μεγάλο έργο της. Όλοι οι στρατιώτες είχαμε φτάσει εκεί πεινασμένοι, ψειριασμένοι και αδέκαροι. Όταν μας είδε η κοπέλα, έτρεξε, μας παρέλαβε, μας φιλοξένησε και μας πρόσφερε κάθε δυνατή ευκολία.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε καλά, μας έδωσε, μόνο εμένα γιατί ήμαστε συνάδελφοι και λίγο συγγενείς, ένα πεντακοσάρικο για το ταξείδι, μιας και επρόκειτο να πάμε από τη Βόρειο στη Νότια Ελλάδα πεζή, επειδή ήταν κομμένες όλες οι συγκοινωνίες. Στο μεταξύ, η κοπέλα ήθελε νάρθει μαζί μας. Όμως εμείς συλλογιστήκαμε τις κακουχίες και τα βάσανα που θα περνούσαμε στο δρόμο, κουρασμένοι, άγρυπνοι και νηστικοί, και αρνηθήκαμε ευγενικά να την πάρουμε.
Προχωρώντας προς τη Θεσσαλονίκη, πάντα από βουνό σε βουνό με τ’ άλογά μας αναζητούσαμε κατάλυμα τα βράδια σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας για λίγο φαγητό, λίγη ξεκούραση και ύπνο. Αλλού μας φιλοξενούσαν και αλλού όχι. Σε ένα από τα χωριά όπου κατοικούσαν Αρβανίτες, τη νύχτα που κοιμόμαστε, μας έκλεψαν τα άλογα και το πρωί που ξυπνήσαμε βρεθήκαμε χωρίς άλογα. Από τότε άρχισε η περιπλάνηση και η συνεχής πεζοπορία μας μέρα και νύχτα. Περνούσαμε χωράφια γεμάτα κουκιά και αρακά, και πεινασμένοι όπως ήμαστε τρώγαμε απ’ αυτά, με φόβο να πάθουμε στομαχική διαταραχή. Τέλος, φτάσαμε έξω από τη Θεσσαλονίκη, περάσαμε πεζή τον Γαλλικό ποταμό και πήραμε τον δρόμο για Πλαταμώνα.
Ήταν Πρωτομαγιά του 1941. Περνούσαμε την κοιλάδα των Τεμπών. Η φύση ήταν καταπράσινη. Το ποτάμι, ο Πηνειός, κυλούσε ήσυχα τα γάργαρα και καθαρά νερά του. Τα πουλιά κελαηδούσαν στα θεόρατα πλατάνια και μέσα μας γεννιόταν η ελπίδα για ζωή. Η σκέψη ότι θα φτάναμε σώοι στα σπίτια μας, ότι θα συναντούσαμε τους αγαπημένους μας συγγενείς και την αγαπημένη μας κοπέλα μάς έδινε φτερά.
Είχαμε κουραστή και ταλαιπωρηθή πολύ από την πεζοπορία. Οι πατούσες μας είχαν πιάσει υγρό και μας πονούσαν, περπατούσαμε κουτσά-κουτσά. Επί τέλους, φτάσαμε νύχτα στη Λάρισα, όπου πεινασμένοι ζητήσαμε λίγο ψωμάκι. Όμως, εκεί μας είπαν ότι μόνο κάθε πρωί βγαίνει ψωμί και ότι θα πρέπει να κάνουμε υπομονή έως το πρωί. Στη συνέχεια ζητήσαμε μέρος να κοιμηθούμε, δεν υπήρχε όμως πουθενά. Δεν μας έβαζαν στα γερά σπίτια ‒τα πιο πολλά ήταν κατεστραμμένα από ιταλικούς βομβαρδισμούς‒ γιατί φοβόντουσαν μήπως τους γεμίσουμε ψείρες. Τελικά, πέσαμε σ’ ένα πατάρι χαλασμένου φούρνου, αποκοιμηθήκαμε ξεροί, και μόνο το πρωί ξυπνήσαμε χωρίς να έχουμε καταλάβει ότι κοιμηθήκαμε.
Ξεκινήσαμε για τον Βόλο. Εκεί, αμέσως μόλις φτάσαμε πέσαμε στο φαγητό, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο υπήρχαν απ’ όλα. Πήραμε ψωμί και ξεκινήσαμε πάλι πεζή επί της σιδηροδρομικής γραμμής που ήταν όμως κατεστραμμένη. Περάσαμε τη Λαμία και, τελικά, με πολύ κόπο φτάσαμε στην Τιθορέα, όπου έως εκεί κυκλοφορούσε τραίνο από την Αθήνα. Η σιδηροδρομική γραμμή είχε επισκευασθή και η κυβέρνηση έστελνε τραίνα ως την Τιθορέα και έπαιρναν τους ταλαιπωρημένους και επιζήσαντες στρατιώτες. Μπήκαμε μέσα. Αισθανθήκαμε μεγάλη ανακούφιση, έπειτα από όλη εκείνη την ταλαιπωρία, και σχετικά ξεκούραστα φτάσαμε στην Αθήνα.
Από τον σταθμό, πήραμε το τραμ και πήγαμε ο καθένας στον δικό του προορισμό, για να λάβουμε από δικούς μας ανθρώπους, συγγενείς ή φίλους, τη δέουσα βοήθεια, κυρίως καθαριότητα, ξεψείριασμα και γιατροσόφια για να ανακουφίσουμε το πονεμένο μας κορμί.
Έπειτα, ήρθε η ώρα της αναχώρησης για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τον Πύργο. Μπήκα στο τραίνο και μετά 7 ώρες ταξείδι πατούσα στα αγιασμένα χώματα της γενέτειράς μου. Η αγωνία μου έως ότου φτάσω ήταν μεγάλη, κυρίως για λόγους συναισθηματικούς.
Ήταν Μάης του 1941. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε λήξει, ο 2ος Παγκόσμιος όμως συνεχιζόταν με αμείωτη και αυξανόμενη σφοδρότητα, η κατοχή άρχισε να απλώνεται παντού. Ιταλοί και Γερμανοί διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα. Έλεγχαν και το τελευταίο χωριό, ολόκληρη η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε γερμανοϊταλικό οπλοστάσιο, οι αστυνομίες μας ήσαν υποτυπώδεις και είχαν σχεδόν αντικατασταθεί από ιταλικές και γερμανικές. Είχαν σφίξει πολύ τα πράγματα από γερμανικής πλευράς, και δεν μπορούσε κανείς να κουνηθεί χωρίς την άδεια των αρχών κατοχής. […]