ΣΤΑΥΡΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


Ο δικηγόρος Κ. Σταυρίτης κατετάγη στην Α´ Μοίρα Αυτοκινήτων και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και εν συνεχεία διέφυγε στην Αίγυπτο. Εκεί υπηρέτησε ως Πρώτος Βασιλικός Επίτροπος Αεροδικείων
[Αποστολέας: Λουκία Κ. Σταυρίτη].

Οκτώβρης 1940
Για βοηθό μου είχα ένα μικρό παιδί. Ήμουνα τότε 31 ετών. Πριν φύγουμε, η μάνα του μου λέει: «Να προσέχεις, σε παρακαλώ, το παιδί μου». Μια μέρα ο μικρός μού λέει: «Κυρ-δεκανέα, νά ’ρθω κι εγώ μια βόλτα;» Του αρνήθηκα. Επέμενε: «Μα γιατί, κυρ-δεκανέα, νά ’ρθω κι εγώ να δω». Τελικά ήρθε και από μια αδέσποτη σφαίρα τον βλέπω σε μια στιγμή σκοτωμένο. Πολύ μετάνιωσα που δεν ήμουν πιο αυστηρός.
Το αρχηγείο απ’ όπου παίρναμε οδηγίες ήταν στην Κορυτσά. Τα φορτηγά τα φόρτωναν στύλους και τα πηγαίναμε στο Πισοδέρι και γυρίζαμε. Επειδή ο δρόμος δεν ήταν επίπεδος και υπήρχε και η βεβαιότητα ότι οι στύλοι στην ανηφοριά θα αδειάζονταν στο δρόμο, έπρεπε να επινοήσω ένα κόλπο. Στην ανηφοριά, λοιπόν, τους στύλους τούς τοποθετούσαμε πάνω από το κουβούκλιο και στο γυρισμό, στην κατηφόρα, τους μετατοπίζαμε προς τα πίσω, ώστε να βρίσκουν εμπόδιο το κουβούκλιο.
Στην Κορυτσά, όντας χωρίς χρήματα, όταν κάποιοι Ελληνόφωνοι Αλβανοί μού ζήτησαν να μεταφέρω για λογαριασμό τους ένα τσουβάλι αλάτι για τα ποίμνιά τους, αρνιά είχανε, δέχτηκα. Μου πλήρωσαν με 10.000 τα μεταφορικά, ποσό τεράστιο για εκείνη τη στιγμή, μιας και δεν είχα πεντάρα.

9 Δεκεμβρίου 1940
Ανεκοινώθη διαταγή προωθήσεως προς την ζώνην των πρόσω της μονάδος μου. Εγώ συμπεριελήφθην εις την δύναμιν του Α΄ Κλιμακίου υπό τον ανθυπολοχαγόν Αθ. Περιβολαρόπουλον. Ήρχισα ετοιμασίας αναχωρήσεώς μου.
Δεν μας ανεκοινώθη το μέρος αφίξεώς μας, πάντως ως πρώτος σταθμός ορίζεται η Φλώρινα. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που φεύγουμε. Δεν μπορεί να νοηθεί στρατιώτης εν Αθήναις, άλλως εδώ έχω τόσες σκοτούρες εκ των εργασιών μου, ώστε χωρίς υπερβολή τον πόλεμο και την αναχώρησί μου την δέχομαι σαν απολύτρωσι.

17 Δεκεμβρίου 1940
Φλώρινα και νέο χιόνι. Επεσκέφθην το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εκεί, εγνώρισα τον Διευθυντή της κ. Τάκη Θωμόπουλον, ένα άνδρα 50 ετών περίπου, μεγάλης ζωτικότητος, ο οποίος έθεσε κατά μέρος τα υπηρεσιακά ζητήματα και αφοσιώθη εις το έργον της Φανέλλας του Στρατιώτου. Είναι αδύνατον να περιγράψω τι ο άνθρωπος αυτός έχει κάμει για τα μάλλινα των στρατιωτών, την περιποίησιν των τραυματιών. Ελάχιστον δείγμα είναι ότι ο Διοικητής της Τραπέζης τού έβαλε 500.000 δρχ. να διαχειριστή εν λευκώ. Είναι ο παραστάτης των αφανών ηρώων στρατιωτών, ο άνθρωπος ο οποίος, γνωρίζων τι θα πη στρατιωτική διαχείρισις, όσα μάλλινα είδη είχεν τα έβαλε σε φορτηγό αυτοκίνητο και επήγε μόνος του εις την πρώτην γραμμήν και τα εμοίρασε. Με έναν λόγο, εάν ολίγοι άνθρωποι κατέβαλον τας προσπαθείας του, οι στρατιώται θα είχον απ’ όλα και δεν θα τους έλειπε τίποτε.

22 Δεκεμβρίου 1940
Συγκίνησις και ανατρίχιασμα με κατέλαβε όταν περνούσαμε τα παλαιά ελληνοαλβανικά σύνορα, και αίσθημα υπερηφάνειας επλημμύριζε τη ψυχή μου ότι και εγώ είμαι πολίτης ενός μικρού κράτους κραταιούς εις φρόνημα και ηρωικάς επιδείξεις, που κατόρθωσε να κατατροπώσει έναν εχθρό θεωρούμενον ισχυρόν και αποδειχθέντα παρ’ ημών ως ανίκανον και αδύνατον και καταστάντα ο περίγελως της υφηλίου. Στο ιταλικό φυλάκιο είναι ζωγραφισμένο το πρόσωπο του γελοιοδεστέρου αρχηγού κράτους, του παράφρονος Duce, καταλλήλως πασαλειμμένο από τους ειρωνικούς πρώτους επί αλβανικού εδάφους εισβαλλόντας στρατιώτας.

27 Δεκεμβρίου 1940
Πάλιν αναχώρησις εκ Βιγλίστης διά Φλώριναν. Το αυτοκίνητον ωδήγουν εγώ. Η διαδρομή αθλία, ο δρόμος παγωμένος, γλιστρούσε. Το αυτοκίνητον χωρίς αλυσίδες στους τροχούς! Εις το τζάμι επεκάθητο πάγος, όχι χιόνι, που εγένετο σαν τζάμι διαμαντέ και απέκλειε την ορατότητα. Προσπάθεια καθαρισμού του τζαμιού διά σιδηρών ελασμάτων δεν ωφελούσε διότι σε ολίγα μέτρα ξαναγινόταν. Η μόνη λύσις ήτο να οδηγώ με το κεφάλι έξω από το πλαϊνό παράθυρο, συνεπεία του οποίου ήτο να κοκαλώνει το πρόσωπο. Ιδιαίτερα το αυτί. Ανεβαίνοντας όμως προς Πισοδέρι, το οδήγημα κατέστη προβληματικόν διότι έπεφτε ομίχλη αποκλείουσα την ορατότητα πλέον των 5 μέτρων και ωσάν να μη έφθαναν όλα αυτά μ’ έπιασαν φρικτοί πόνοι στην κοιλιά διά φυσικήν ανάγκην, σε σημείον που έδωκα το αυτοκίνητον στον οδηγό να το οδηγεί και εγώ ανέβηκα επάνω στο κουβούκλιο μήπως μπορέσω να κάνω, διότι δεν ήτο δυνατόν να σταθμεύσωμε εφ’ όσον ηκολούθη μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων.

9 Ιανουαρίου 1941
Σ’ ένα λάκκο είδα πτώματα Ιταλών θαμμένα, όπου εξείχε ένα άθικτο χαλκοπράσινο κεφάλι χωρίς μόνον τα μάτια, αλλά με ωραία λευκά δόντια. Εξείχε άλλου το αριστερό χέρι άθικτο, άλλου το πόδι, που αμέσως, αφήνοντας κατά μέρος το εναντίον των εχθρών πολεμικόν μένος, κάνει χίλιες δύο σκέψεις, πότε δηλαδή ο άνθρωπος θα φτάσει στο σημείο εκείνο του ψυχικού πολιτισμού που θα πάψουνε οι πόλεμοι, που δεν θα εμφανίζονται τέτοια θεάματα ανθρώπινης καταπτώσεως; Τίποτε, μετά το τέλος του πολέμου η μόνη σκέψη που πρέπει ν’ απασχόληση κάθε πολεμιστή θα είναι το τι θα πρέπει να θεσπισθή ώστε κάθε πρόσωπο που θα δίδει υπόνοια παραπλανήσεως των λαών προς πόλεμον, να εξολοθρεύεται, κάθε τι που θα προδίδει λαβήν πολέμου να πατάσσεται.

28 Ιανουαρίου 1941
Σήμερα το πρωί με επληροφόρησαν οι συνάδελφοι Βαρζελιώτης, Παπαδόπουλος, Ξενάκης, Καπαρίνης και Καπίτσας ότι αποστέλλονται εις Αθήνας ως μεγάλων κλάσεων, ο τελευταίος επειδή είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου Federal θα έφευγε εάν εύρισκε αντικαταστάτη. Στρατιώτης ουδείς υπήρχεν οδηγός, απεφάσισα λοιπόν να παράσχω την εξαιρετικήν εξυπηρέτησιν εις τον συνάδελφόν μου, ήτοι να αναλάβω εγώ οδηγός του αυτοκινήτου, και έτσι το απομεσήμερο, παραλαβών τους αποχωρούντας, τους μετέφερα εις Φλώριναν, όπου και τους επεβίβασα της αμαξοστοιχίας. Ουδέποτε είδα τόσον ευχαριστημένους ανθρώπους όσο τους προαναφερθέντας συναδέλφους που φεύγανε για την Αθήνα. Ομολογώ δεν τους ζήλεψα, προτιμώ να παραμείνω και συμβάλω εις την τελικήν έκβασιν του αγώνος, ώστε, εάν ποτέ γυρίσω, να έχω την εξαιρετικήν τιμήν του αγωνιστού.

24 Μαρτίου 1941
Έχω αφοσιωθή ολοκληρωτικά στην επιτυχία του πολέμου.

28 Μαρτίου 1941
Το πρωί μοι εχορηγήθη φύλλον πορείας, να μεταβώ εις Αμύνταιον προς παραλαβήν του ετέρου αυτοκινήτου της Μονάδος μου, το οποίον παραμένει επί μήνες ανεπιδιόρθωτον και γενικώς είχε αφεθή στην τύχη του από την αμέλεια πάσης διοικητικής ικανότητας του ανθυπολοχαγού μας. Δεν ξέρω γιατί άμα βλέπω αυτόν τον άνθρωπον και άλλους πολύ κατωτέρας από αυτόν αξίας και ικανότητος, κάνω τη σκέψι πότε θα έλθη ο καιρός που τα διάφορα αξιώματα θα απονέμονται σε ανθρώπους των οποίων θα εξετάζονται τα ουσιαστικά προσόντα και όχι τα τυπικά. Αντιλαμβάνεται τις την αξία αυτής της σκέψεώς μου όταν πρόκειται περί πολεμικών θέσεων και αξιωμάτων. Εκείνο που υπέπεσε στην αντίληψί μου είναι ότι ελάχιστον ποσοστόν αξιωματικών εργάζονται πραγματικά και αποδίδουν, η πλειονότης εισπράττει τον παχυλόν μισθόν, απολαμβάνει των τιμών και λοιπών συμπαρομαρτούντων επιδαψιλεύσεων (Λέσχη, καλή και φθηνή τροφή, κ.λπ.), και τη δουλειά την κάμαν οι φαντάροι. Η στάσις των αυτή είναι περίεργη, έχουν σχηματίσει την αντίληψι ότι το κράτος διέθεσε υπό τας διαταγάς των τους στρατιώτες για να τους έχουν υπηρέτες και να εξυπηρετούνται η ευμάρειά τους και τα προσωπικά των γούστα.
Αλλά πώς να μη σχηματισθή η αντίληψίς των αυτή όταν εις την θέσιν των αξιωματικών είδα ανθρώπους που προ της στρατεύσεώς των κατείχον καμιά μικροθεσούλα με εισόδημα μηνιαίο 2.500 δρχ. και αίφνης βρίσκονται επικεφαλής 200-300 ανθρώπων, από τους οποίους πολλούς πολύ ανωτέρους των κατά θέσιν μόρφωσιν, κ.λπ., και με μισθόν υπερδιπλάσιον των όσων πρότερον απελάμβανον.
Όλα δε αυτά με μόνο δίμηνον φοίτησιν σ’ ένα ουλαμόν. Το δε κράτος παραγνωρίζει κατά την εκλογήν των οργάνων του, εν προκειμένω των εφέδρων αξιωματικών, την μέχρι της προσκλήσεως σταδιοδρομίαν του καθενός, τας σπουδάς του, και όλους τους άλλους όρους που προσδιορίζουν την αξίαν του, και όλα αυτά θεωρούνται δευτερεύοντα και ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψιν εφ’ όσον δεν υπάρχει το τυπικόν προσόν. «Ας είναι, αι σκέψεις μου αυτές πιθανόν να είναι και σφαλεραί, πάντως εγώ θα τις πρεσβεύω μέχρις αποδείξεως του εναντίου».

2 Απριλίου 1941
Τα ίδια τα χθεσινά νέφη βλέπω στον ορίζοντα διαβάζοντας τις εφημερίδες. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί θα μας επιτεθούν. Τους περιμένουμε με αφοβία και θα τους πολεμήσουμε με τόλμη.

28 Απριλίου 1941
Στο Τσιρίγο … Επί τέλους έφθασε το βράδυ και το σούρουπο. Ότε με εφώναξεν ο Συν/χης Μπλαντ μαζύ με τον Κουίλιαμ και μοι ανέθεσαν να πάρω τα υλικά τα υγειονομικά και όλα τα πράγματα, μόνος δε να πάρω το καΐκι και να φύγω για την Κρήτη. Όλοι δε οι άλλοι θα πήγαιναν με το Στόλο, φαίνεται δεν είχον καμμίαν εμπιστοσύνην ότι θα έφθανον ποτέ εις Κρήτην.

29 Απριλίου 1941
Μόλις έδεσε το καΐκι μαζεύτηκε κόσμος, προ πάντων μαυροφορεμένες και μανδηλοδεμένες γυναίκες, για να δουν μήπως έφθασε κανένας δικός τους. Ξεφόρτωσα τα πράγματά μας και τα ακούμπησα στην προκυμαία. Οπότε καταφθάνει ένας όμιλος μαινομένων γυναικών, οι οποίες, φωνάζοντας ότι τα πράγματα που ξεφόρτωσα ήσαν του Μεράρχου Κρήτης Παπαστεργίου, ηθέλησαν να τα πετάξουν στη θάλασσα. Μπήκα στη μέση και βγάζοντας πιστόλι τις αναχαίτισα και τους είπα ότι είναι αγγλικό υγειονομικό υλικό. Συγχρόνως επληροφορήθην ότι προηγουμένως είχε καταφθάσει με άλλο καΐκι ο Παπαστεργίου, και όλη η Κίσσαμος εμαίνετο εναντίον του διότι μέχρις εκείνης της στιγμής κανείς Κισσαμίτης και γενικά Κρητικός δεν είχε καταφθάσει. Έλεγον δε μεταξύ των και διερωτώντο πως ο Μέραρχος έφθασε και η Μεραρχία του έμεινε, πως δεν έμεινε και εκείνος, και δη «επούλησε τα παιδιά τους». Πρέπει να σημειώσω ότι από το μέρος εκείνο έλλειπον στρατιώτες 4-5 αδέλφια και 20-25 ξαδελφο-αδέλφια από μια οικογένεια. Εν τω μεταξύ κατέφθασαν και καναδυό τρία ακόμη καΐκια, υπέδειξα δε στον τελώνη να διατάξη τα καΐκια να φύγουν από το μώλο και να σκορπίσουν διότι θα βομβαρδισθούν.

20 Μαΐου 1941, κοντά στο Πάσχα, ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης.
Σημειώσεις ΛΣΤ από τις διηγήσεις του.

Εκείνη την ημέρα συνέβη το αποτρόπαιο γεγονός που τον έθλιβε μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως θλιβόταν για όλους τους άδικους θανάτους που γίνονταν εν καιρώ ειρήνης, κυρίως για τα τροχαία.
Βλέπαμε τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τον ουρανό κατά χιλιάδες. Είχα ευτυχώς 100 φυσίγγια δικά μου και το δικό μου περίστροφο. Έχοντας κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο, αντικρίζω έναν Γερμανό στρατιώτη-αλεξιπτωτιστή που σε δευτερόλεπτα θα προσγειωνόταν δίπλα μου.
Ή αυτός ή εγώ, σκέφτηκα, δεν υπήρχε διέξοδος. Τον σκότωσα τη στιγμή που κατέβαινε και χάρη σ’ αυτόν γλύτωσα εγώ και 11 Νεοζηλανδοί.
Ήταν ένα νεαρό παιδί γύρω στα δεκαεννιά, ξανθό με μπλε μάτια. Τα μάτια αυτά με ακολούθησαν σε όλη μου τη ζωή. Χιλιάδες αδικοχαμένα νεαρά παιδιά στο νεκροταφείο του Μάλεμε από τον ανθό της Γερμανίας. Τον κίνδυνο πρέπει να τον κυττάς κατάματα, όχι να κρύβεσαι, γιατί τότε θα σε εύρη. Ο πόλεμος είναι πόλεμος.
Ήμουνα μόλις λίγες μέρες στο νησί και έγινε αμέσως κατοχή από τα γερμανικά στρατεύματα. Το νησί το φύλαγαν συμμαχικά στρατεύματα, από Μαορί μεταξύ άλλων. Οι Εγγλέζοι δεν επέτρεπαν σε κανέναν Έλληνα να φύγει από τα Σφακιά και γενικά να εγκαταλείψει το νησί που βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή.
Οι υψηλά ιστάμενοι έφυγαν από τους πρώτους για την Αίγυπτο. Τα πλοία, κάτι πολεμικά που είχαν έρθει για να φευγατίσουν ορισμένους Εγγλέζους, έφευγαν από την Κρήτη δυο και τρία μαζί κάθε φορά. Κάθε φουρνιά αποτελούσε μια «νηοπομπή». Τους Εγγλέζους τούς μάζευαν για να τους σώζουν και τους Έλληνες, όπως είπαμε, δεν τους άφηναν να φύγουν. Εγώ όμως έπρεπε να φύγω, έπρεπε να προλάβω την τελευταία νηοπομπή για να μπορέσω να φύγω με τους Νεοζηλανδούς. Τότε ανάμεσα στα θύματα του πολέμου διέκρινα έναν Μαορί που είχε σκοτωθεί και κειτόταν στα χωράφια. Αμέσως έβγαλα τα ρούχα μου και φόρεσα τη στολή του. Σαν μπαλάκια έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές κι όποιος μπορούσε κρυβόταν για να σωθεί.
Με τα ρούχα του Μαορί έπρεπε να ξεγελάσω τους Εγγλέζους. Όταν όμως θα μου ζητούσαν να μιλήσω αγγλικά, τι θα έκανα που δεν ήξερα; Θα με καταλάβαιναν και θα πήγαινα χαμένος. Αστραπιαία επινόησα ένα άλλο κόλπο. Τραβώ μια γερή δαγκωνιά στο μάγουλο από μέσα, ώστε να δώσω την εντύπωση ότι δεν μπορώ να μιλήσω, και, μπρμπρουγιουβαβά, με τα αίματα που έτρεχαν με επιβίβασαν.
Το πλοίο ήταν γρήγορο και ακολουθούσε πορεία ζικ-ζακ για να μην το πετύχουν τα Στούκας. Κοιμήθηκα επάνω στο κατάστρωμα. Χώθηκα κάπου και δεν ήρθα σε επικοινωνία με κανέναν, μέχρι που αποβιβαστήκαμε στην Αλεξάνδρεια στις 30 Μαΐου 1941.