ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΘΩΜΑΣ


Ο Θ. Ταβλαρίδης, κατά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων στο Οχυρό Λίσσε
[Αποστολέας: Βαρβάρα Ταβλαρίδου-Μπακάλη].

Ονομάζομαι Θωμάς Ταβλαρίδης και είμαι συνταξιούχος του ΟΤΕ.
Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου του 1918 και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκατασταθήκαμε πρόσφυγες στην Καβάλα, όπου και τέλειωσα το Γυμνάσιο.
Στρατεύτηκα το 1939 ‒ο πατέρας μου με είχε δηλώσει κατά λάθος ένα χρόνο μεγαλύτερο‒ και επιλέχτηκα για έφεδρος αξιωματικός. Τελειώνοντας τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στο Ρουφ Αθηνών, τοποθετήθηκα στο Δ΄ Τάγμα Μηχανικού, που είχε έδρα στην Καβάλα, από όπου μετατέθηκα στον VII/A2 συνοριακό τομέα οχυρών της περιοχής Κάτω Νευροκοπίου.
Η κήρυξη του πολέμου του 1940 με βρήκε να υπηρετώ ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων στα μακεδονικά οχυρά, και συγκεκριμένα στο οχυρό «Λίσσε», που μαζί με τα «Πυραμιδοειδές», «Ντάσαβλι», «Περιθώρι» και «Μαλιάγκα» συγκροτούσαν τη γραμμή άμυνας του Κάτω Νευροκοπίου ανάμεσα στα όρη Φαλακρό και Όρβηλος.
Τα οχυρά αυτά καθώς και εκείνα της πλευράς του «Ρούπελ» αποτελούσαν την αποκληθείσα «Γραμμή Μεταξά», κατ’ αναλογία με την περίφημη «Γραμμή Μαζινό» στα γαλλογερμανικά σύνορα. Ήσαν ισχυρές τσιμεντένιες κατασκευές που αποτελούνταν από στοές κάτω από το έδαφος, με προεξέχοντα μόνο τα πολυβολεία, τα οποία σχεδιάστηκαν από τον στρατηγό του Μηχανικού Γεώργιο Κων. Παλαιολόγο, μετέπειτα στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ Κατερίνης, για την αντιμετώπιση τυχόν βουλγαρικής επίθεσης και όχι της σιδερόφρακτης γερμανικής μηχανής.
Στις αρχές του 1941 ο διοικητής του «Λίσσε» ταγματάρχης Διττοράκης με μετέθεσε στο «Πυραμιδοειδές», για να οργανώσω και εκεί τις τηλεφωνικές γραμμές και γενικότερα τις επικοινωνίες. Μου είχε επίσης ανατεθεί η οργάνωση της καταστροφής των ξύλινων γεφυρών μέσω των οποίων γινόταν η πρόσβαση στα οχυρά και η ανατίναξη μέρους της αντιαρματικής τάφρου σε περίπτωση προσβολής τους. Στο Κάτω Νευροκόπι στάθμευε περισσότερο για θέματα ασφάλειας μια διμοιρία Πεζικού, με την εντολή να υποχωρήσει σε περίπτωση επίθεσης προς Δράμα.
Στο οχυρό υπηρετούσαμε περί τα 20 άτομα οπλίτες και αξιωματικοί που προετοιμαζόμασταν ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεση των Γερμανών, η οποία, μετά τη συντριβή των Ιταλών συμμάχων τους στο αλβανικό μέτωπο, ήταν αναμενόμενη. Και πράγματι εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου 1941 με μεγάλες δυνάμεις τεθωρακισμένων. Μόλις αποχώρησε η διμοιρία, εγώ με το συνεργείο που είχα καταρτίσει ανατινάξαμε και κάψαμε τη γέφυρα και μέρος της τάφρου, οπλίσαμε και τοποθετήσαμε σε καίρια σημεία τις νάρκες και περιμέναμε την εμφάνιση των Γερμανών.
Όταν στις 12 το μεσημέρι της 6ης Απριλίου τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα έκαναν την εμφάνισή τους, τους αφήσαμε να προχωρήσουν σχεδόν μέχρι τα μέσα του υψιπέδου και κατόπιν τους υποδεχτήκαμε με καταιγισμό από στοχευμένες βολές του πυροβολικού μας, πολυβολισμούς και άλλα πυρά που τους προξένησαν μεγάλες απώλειες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν.
Η σφοδρή ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί η σιδερόφρακτη γερμανική μεραρχία. Μάλιστα παρατηρήθηκε το περίεργο φαινόμενο ενώ ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος, αποκλειστικά και μόνο στο υψίπεδο του Νευροκοπίου έπεσε χιόνι 10 πόντων! Όπως μου εξήγησε αργότερα ένας καθηγητής φυσικής αυτό οφειλόταν στη διατάραξη της συνοχής της ατμόσφαιρας από τις πολλές εκρήξεις των βλημάτων, με συνέπεια να κατεβούν οι ψυχρές αέριες μάζες, να ψυχθούν οι υδρατμοί και να πέσουν με τη μορφή χιονιού.
Την επομένη το πρωί ο παρατηρητής του οχυρού ειδοποίησε το διοικητή μας λοχαγό Παναγιώτη Ρογκάκο ότι ένας Γερμανός εκινείτο σε κοντινή απόσταση από το οχυρό. Ο διοικητής με διέταξε να τον συλλάβω. Πράγματι μαζί με έναν δεκανέα, ονόματι Νινιό, και έναν ακόμη στρατιώτη πήραμε ένα οπλοπολυβόλο βγήκαμε στην επιφάνεια του εδάφους και πλησιάσαμε το Γερμανό. Ο Νινιός, που μιλούσε γερμανικά, του ζήτησε να παραδοθεί, εκείνος όμως επιχείρησε ν’ αντισταθεί. Διέταξα το στρατιώτη να του ρίξει μια προειδοποιητική βολή στα πόδια, οπότε πέταξε τον οπλισμό του, σήκωσε τα χέρια ψηλά και τον συλλάβαμε.
Του δέσαμε τα χέρια και τα μάτια και τον οδηγήσαμε στο οχυρό όπου ο έφεδρος ανθυπίατρος Παναγιωτόπουλος, που επίσης ήταν γερμανομαθής, τον πήρε για ανάκριση. Ο απρόσκλητος, άρτια εξοπλισμένος εισβολέας, ένα ξανθός και στρουμπουλός κοκκινομάγουλος Γερμαναράς, ονόματι Χανς, έτρεμε σαν το ψάρι, μας έδειχνε τη φωτογραφία της γυναίκας του και των παιδιών του και εκλιπαρούσε να τον λυπηθούμε! Ο γιατρός τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι οι Έλληνες δεν είναι βάρβαροι, τιμούν το δίκαιο του πολέμου και σέβονται τους αιχμαλώτους. Όταν διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο να τον πειράξουμε, ηρέμησε, γελούσε και έγινε λαλίστατος. Όπως μας αποκάλυψε δε, παρά το ότι μετά την πτώση της Γιουγκοσλαβίας μπορούσαν άνετα να περάσουν στο ελληνικό έδαφος από το Τριεθνές, είχαν διαταγές να προχωρήσουν και να καταλάβουν τα οχυρά, πάση θυσία, γιατί ο γερμανικός στρατός δεν επιτρεπόταν να υποχωρεί. Βέβαια οι υπερόπτες Γερμανοί δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα συναντούσαν τέτοια αντίσταση.
Στη συνέχεια τον στείλαμε με συνοδεία στην έδρα της Μεραρχίας στη Δράμα, όπου, όπως μάθαμε, οι κάτοικοι, όταν πληροφορήθηκαν ότι έρχεται ο πρώτος Γερμανός αιχμάλωτος, βγήκαν στους δρόμους να τον περιεργαστούν και του προσέφεραν γλυκά και τσιγάρα. Αυτός είναι ο Έλληνας, μεγαλόψυχος και φιλόξενος ακόμη και στον εχθρό του.
Τις επόμενες μέρες συνεχίσαμε να αναχαιτίζουμε τη γερμανική επίθεση με πυρά ακριβείας, μέχρι που εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με λευκή σημαία στο οποίο επέβαινε ένας Γερμανός λοχαγός. Σταματήσαμε τις βολές και ο διοικητής βγήκε από το οχυρό και συναντήθηκε με τον αξιωματικό. Αυτός διαμαρτυρήθηκε έντονα γιατί εξακολουθούσαμε να αντιστεκόμαστε, ενώ ο διοικητής των στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας στρατηγός Κ. Μπακόπουλος είχε ήδη υπογράψει πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με τον διοικητή της 29ης Γερμανικής Μεραρχίας στρατηγό Φάιελ. Του είπαμε να επιστρέψει στη βάση του και επικοινωνήσαμε με τη Μεραρχία στη Δράμα.
Δυστυχώς ήταν αλήθεια. Συγκεντρώσαμε τους στρατιώτες και τους είπαμε όσοι είναι από κοντινά χωριά να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Την επομένη, μέσα σε έντονα φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα παραδώσαμε το απόρθητο οχυρό μας. Οι Γερμανοί, αφού μας έπλεξαν το εγκώμιο για τη γενναιότητα με την οποία πολεμήσαμε, παρά το άνισο των δυνάμεών μας και τον απηρχαιωμένο εξοπλισμό μας, και μας συνεχάρησαν για το άψογο των βολών του πυροβολικού μας, μας έβαλαν σε αυτοκίνητα και μας μετέφεραν αρχικά στο Νευροκόπι και κατόπιν στη Βροντού, όπου και μας άφησαν ελεύθερους.
Αυτά συνέβησαν στο οχυρό «Πυραμιδοειδές» όπου υπηρέτησα. Γενικότερα όμως, όπως αναφέρει ο Γ. Ρούσσος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, η επίθεση στα οχυρά στοίχισε στους Γερμανούς περίπου 15.000 νεκρούς και τραυματίες, χώρια οι απώλειες σε άρματα. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γερμανού επιτελάρχη μετά την παράδοση των οχυρών.
«Επολεμήσατε θαυμάσια, το πυροβολικό σας ήτο υπέροχον. Μόλις μετεκινείτο έστω και μια μονάς μάχης εδέχετο επιτυχή βολήν. Εάν τα βλήματά σας δεν είχαν κατά τα τρία τέταρτα αφλογιστίαν, ουδέν από τα μετέχοντα εις τον αγώνα τμήματά μας θα εσώζετο από την κόλασιν εκείνην του πυρός».
Επέστρεψα αρχικά στην Καβάλα, όμως μετά την κάθοδο εκεί των συμμάχων των Γερμανών, Βουλγάρων, επειδή ως αξιωματικός κινδύνευα να συλληφθώ και να σταλώ σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, μπήκα σ’ ένα καΐκι και με περιπετειώδη τρόπο έφτασα στην Αθήνα, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί μετά την πτώση του Αλβανικού η μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Λίγο μετά τη διαφυγή μου, Βούλγαροι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι μας, το λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. […]