Ο Μιχαήλ Τέφος ζούσε σε μια κωμόπολη στο Δέλτα του Νείλου, μεταξύ Καΐρου και Αλεξάνδρειας, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του, το 1898, από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο
[Αποστολέας: Ανθή Τέφου].
Η μαρτυρία του Μ. Τέφου είναι χαρακτηριστική του πώς βίωσε τα γεγονότα της εποχής ένας Έλληνας της διασποράς, o οποίος ζούσε στην Αίγυπτο.
Το 1898, ο παππούς μου, Μιχάλης Τέφος, έφυγε από το χωριό του στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Ήρθε και άνοιξε φούρνο σε μια κωμόπολη στο κέντρο του Δέλτα του Νείλου, μεταξύ Καΐρου και Αλεξάνδρειας, ονόματι Μενούφ. Γιατί επέλεξε αυτή την αιγυπτιακή κωμόπολη δεν έγινε ποτέ γνωστό. Δεν έζησε πολύ. Δεν άντεξε το βαρύ κλίμα στο Μισίρι. Πέθανε στα 49 του χρόνια.
Τη διαχείριση του φούρνου την πήρε ο γιος του Χρήστος, μαθητής ακόμα του σχολαρχείου.
Ο Χρήστος, καλός και προκομένος, είχε όμως ένα κουσούρι. Θαύμαζε απεριόριστα τον βασιλιά Κωνσταντίνο γιατί –έτσι νόμιζε– το ’12-’14 απελευθέρωσε την Ήπειρο και το χωριό του. Στο εσωτερικό του φούρνου, δέσποζε το έφιππο πορτρέτο του στρατηλάτη, ενώ στην πρόσοψη φιλοτέχνησε μια μεγάλη ταμπέλα… “Boulangerie Royale”, λες και οι ντόπιοι ξέρανε Γαλλικά.
Γράφτηκε συνδρομητής στη Βραδυνή, που πότε ερχότανε με το ταχυδρομείο και πότε όχι.
Από τα μέσα του ’36 έγινε οπαδός του Μεταξά και γράφτηκε αντεπιστέλλον μέλος στην ΕΟΝ.
Μεσοτοιχία με το “Boulangerie Royale” ήτανε το φαρμακείο του Δημήτρη του Νικολάου. Σάμιος στην καταγωγή, φαρμακοποιός ο ίδιος, μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Μέσα στο φαρμακείο, ανάμεσα στη «βαζαρία» με τα παράξενα ονόματα, δέσποζε κι εδώ το πορτρέτο του Εθνάρχη με το μαύρο δίκοχο, τα συρμάτινα ομματογυάλια και το λευκό υπογένειο.
Οι ντόπιοι ποτέ δεν κατάλαβαν τους ομηρικούς και υψηλόφωνους καυγάδες για τα πολιτικά των δύο μαγαζατόρων, που κατέτρωγαν το ρωμαίικο και στην ξενιτιά.
Το πρωΐ της 29ης Οκτωβρίου 1940, ειδοποίησαν το Χρήστο να πάει στο μοναδικό τηλέφωνο του Μενούφ, στον σιδηροδρομικό σταθμό, και να περιμένει τηλεφώνημα από το Κάιρο.
Πήγε!
Ήτανε ένας συγχωριανός του, φούρναρης κι αυτός, που του είπε πως την προτεραία οι Ιταλοί κήρυξαν στην Ελλάδα τον πόλεμο. Ο Μεταξάς είπε «ΟΧΙ», και από τα χαράματα οι Ιταλοί με στρατό και τανκς κατέλαβαν το χωριό του και πήγαιναν προς το Καλπάκι.
Δε γύρισε στο φουρνάρικο. Πήγε στη στάση του λεωφορείου, μπήκε σ΄ ένα πανάρχαιο Volvo, με ξύλινο πολύχρωμο σασί, και σε δύο ώρες ήταν στο Κάιρο. Γύρισε το ίδιο βράδυ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, με το τρένο. Κουβαλούσε μαζί του ένα κιβωτιόσχημο ραδιόφωνο, μάρκας ORION TRANSGRAM, και μια πελώρια ελληνική σημαία. Τη σημαία την κάρφωσε στο σημείο που ενωνότανε το φουρνάρικο με το φαρμακείο, το ίδιο βράδυ, μέσα στα μαύρα σκοτάδια, γιατί ο δημοτικός φωτισμός σταματούσε στις 11. Και διάλεξε αυτό το σημείο γιατί ήταν το μόνο που χώραγε το τεράστιο γαλανόλευκο σύμβολο, με το λευκό σταυρό και τις 9 γαλανόλευκες λωρίδες.
Λες και ήτανε σημαδιακό αυτό το κάρφωμα… να ενώνει το κουσούρι των Ρωμιών όταν κινδυνεύει η πατρίδα.
Το άλλο πρωί, με τη βοήθεια ενός ταλαίπωρου ντόπιου και κάτι ξύλινα κοντάρια, προσπαθούσαν στο ταράτσο να σκαρώσουν μιαν αντένα για να διευκολύνει τις λήψεις του ORION TRANSGRAM.
Και κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ, γύρω στις 8 παρά πέντε, παρατούσε το φουρνάρικο στα χέρια του ντόπιου μπανκέρη και ανέβαινε σπίτι για να προλάβει τα νέα από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών. Μετακινούσε ανεπαίσθητα μερικά χιλιοστά εδώ κι εκεί τη βελόνα του ORION TRANSGRAM, μέχρι να ακουστεί η πασίγνωστη μελωδία της φλογέρας που σηματοδοτούσε την αρχή του Δελτίου. Πότε τα κατάφερνε, πότε όχι, και ξεσπούσε στον ταλαίπωρο βοηθό κάτω στο φουρνάρικο. Τα νέα όμως τα μεσάνυχτα δεν είχαν παράσιτα και τα παρακολουθούσε κανονικά.
Δεν τα άκουγε όμως μόνος. Ερχότανε ο φαρμακοποιός με τη γυναίκα του, ένας γείτονας μεγαλοκτηματίας, χήρος, με τις δύο κόρες του, μπασμένα στα χρόνια, και με περίσσια κιλά, που χαχανίζανε συνέχεια.
Εγώ 10 χρονών παιδί τότε, δεν παρακολουθούσα τα μεσανυχτιάτικα νέα, άλλωστε είχε αρχίσει και το σχολείο, πήγαινα για ύπνο, καθώς και η Χαντίγκα, η αραπίνα που βοήθαγε τη μητέρα μου, την Αλεξάνδρα, στις δουλειές του σπιτιού.
Έτσι κυλούσαν τα βράδια με το Δελτίο των 12. Ο απαραίτητος σαματάς της ομήγυρης δε μ΄ ενοχλούσε.
Μετά 10 μέρες, όμως, ο νυχτερινός σαματάς έγινε έκρηξη. Πανικόβλητος βγήκα από την κουνουπιέρα, κατέβηκα από το κρεβάτι, έτρεξα ξυπόλυτος στο σαλόνι. Το θέαμα θα μου μείνει αξέχαστο.
Τα φώτα όλα αναμμένα, ο πατέρας μου ανεβασμένος σε μια καρέκλα έβγαζε λόγο, ο φαρμακοποιός στον καναπέ έκλαιγε με αναφιλητά, η μητέρα μου, αναμαλλιασμένη, κερνούσε κουραμπιέδες και σουμάδα. Δυο λέξεις ξεχώριζα μέσα στον ορυμαγδό!
Το «μπήκαμε» και «τα στρατά κατέλαβαν» τώρα δε θυμάμαι τις πόλεις, Κορυτσά ή Τεπελένι. Δεν έχει σημασία, όμως, γιατί τις επόμενες μέρες ακουγότανε και οι δυο και πολλές άλλες.
Μέσα στο σαματά και τις κραυγές, το σιδερένιο χεράκι, αυτό που οι καθαρευουσιάνοι λένε ρόπτρο, χτύπησε την εξώπορτα. Η μητέρα κατέβηκε, άνοιξε, δυο «σαουίσηδες» φάνηκαν στο άνοιγμα. Άκουσαν τα ουρλιαχτά και τις φωνές και ήρθανε να δούνε τι τρέχει.
Η μητέρα μου τους κέρασε κουραμπιέ και, μισά ελληνικά μισά αράπικα, τους εξηγούσε το θρίαμβο. Τα Όργανα βεβαίως δεν κατάλαβαν τίποτα, πήραν τους κουραμπιέδες ευχήθηκαν «και του χρόνου» κι έφυγαν.
Νοέμβριο και Δεκέμβριο οι θρίαμβοι συνεχίστηκαν. Σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια τα σινεμά πρόβαλαν «Ελληνικά Επίκαιρα». Τα έφερναν μέσω Τουρκίας και έδειχναν μαυροφορεμένες γυναίκες να μεταφέρουν «ζαλωμένες» τρόφιμα και πολεμοφόδια στο μέτωπο μέσα από τις κορυφές της Πίνδου, Έλληνες στρατιώτες χωμένους μέχρι το γόνατο στο χιόνι να ορμάνε με εφ’ όπλου λόγχη κατά των Ιταλών, και ταλαιπωρημένους και απορημένους Ιταλούς αιχμαλώτους, μαντρωμένους στην πλατεία Ιωαννίνων να τους κερνάνε τσιγάρα οι ντόπιοι. Και το κοινό, κατά προτίμηση Ρωμιοί, έξαλλο, όρθιο να φωνάζει «ΑΕΡΑ» και «ΖΗΤΩ», και η οχλοβοή να ξεφεύγει από την αίθουσα και να ξεχύνεται στους γύρω δρόμους, και οι ντόπιοι απορημένοι να ρωτάνε «Γκάρα ε; » (τι συμβαίνει;).
Το Γενάρη πέθανε ο Μεταξάς, αυτοκτόνησε ο Κορυζής, μπήκανε οι Γερμανοί κι από τότε απ΄ το ORION TRANSGRAM δεν ξανακούστηκαν νέα. Ξανακούστηκαν μόλις τελείωσε ο εμφύλιος, αρχές του ’50. […]