ΤΖΙΟΒΑΡΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ


Ο Χ. Τζιοβάρας, διοικητής του καταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας στο Αίγιο, από το 1937, πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
[Αποστολέας: Αικατερίνη Τζιοβάρα-Κοδέλλα].

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1940-1941

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Ἐκείνην τήν ἐποχήν ἤμουνα Διευθυντής τοῦ Ὑποκ/τος τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης εἰς τό Αἴγιον ἀπό τοῦ ἔτους 1937, καθ’ ὅ ἔτος ἵδρυσα τό ὑποκ/μα τοῦτο καί παρέμεινα Διευθυντής ἐπί 9 χρόνια, μέ ἐνδιάμεσον διακοπήν τῆς ὑπηρεσίας μου, λόγῳ τῆς ἐπιστρατεύσεώς μου κατά τήν 28ην Ὀκτωβρίου 1940, καθ’ ἥν ἡμερομηνίαν ὁ παράφρων Μουσολίνι ἐκήρυξε τόν πόλεμον ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος ἀδικαιολογήτως.

Ὅταν την 28-10-1940 τά Ἰταλικά στρατεύματα εἰσῆλθον ἀπό τήν Ἀλβανίαν εἰς τό Ἑλληνικόν ἔδαφος, ἀμέσως ἐκινητοποιήθη ὁ μηχανισμός τῆς Ἐπιστρατεύσεως καί ἔσπευσαν ὅλοι οἱ ἐπιστρατευθέντες Ἕλληνες νά προσέλθουν εἰς τάς οἰκείας Στρατιωτικάς των Μονάδας, καί μεταξύ τῶν ἐπιστρατευθέντων προσεκλήθη ὀνομαστικῶς καί ὁ ὑποφαινόμενος, ἄν καί ἦτο τότε ἡλικίας 37 ἐτῶν, καί τοῦτο, διότι ἦτο τηλεφωνητής τοῦ Στρατηγείου τῆς Πρώτης Μεραρχίας Λαρίσης.
Ἐγκατέλειψα ἀμέσως τό Αἴγιον, τήν ὑπηρεσίαν μου καί τήν οἰκογένειάν μου, ἀποτελουμένην ἀπό τήν σύζυγόν μου Σοφίαν καί τήν θυγατέρα μου Ἡρώ ἡλικίας (6) ἕξ ἐτῶν καί μέ τό φύλλον πορείας ἔφθασα σιδηροδρομικῶς εἰς Λάρισαν, ὅπου ἐνετάχθην εἰς τήν Πρώτην Μεραρχίαν μέ Μέραρχον τόν ἀείμνηστον Βασίλειον Βραχνόν. Εὐθύς ὡς ὠλοκληρώθηκεν ἡ Ἐπιστράτευσις ἐν Λαρίσῃ ἐξεκίνησεν ἡ Μεραρχία πρός τά Ἀλβανικά Σύνορα καί διά φορτηγῶν αὐτοκινήτων ἔλαβε χώραν ἡ μεταφορά τῶν στρατιωτῶν, μέσῳ Κοζάνης καί Σιάτιστας, μέχρι τοῦ ὀρεινοῦ συγκροτήματος τοῦ Πενταλόφου, ὁπότε πεζοποροῦντες ὅλοι οἱ στρατιῶται ἡμέραν καί νύκτα σέ μονοπάτια ἄγρια καί μέσα σέ ρυάκια ποταμοῦ ἐφθάσαμεν εἰς τό Ἑπταχώριον, ὅπου ἦτο ἡ ἕδρα τῆς Μεραρχίας τῆς Πρώτης.
Κατά τήν διαδρομήν τοῦ ὀρεινοῦ συγκροτήματος Πενταλόφου Ἑπταχωρίου πράγματι αἱ γυναῖκες τῆς περιοχῆς ταύτης ἐφορτώνοντο πυρομαχικά καί τά μετέφερον εἰς τάς μαχομένας στρατιωτικάς μονάδας. Κατά τήν διαδρομήν αὐτήν Πενταλόφου-Ἑπταχωρίου συνηντήσαμεν αἰχμαλώτους Ἰταλούς, μεταφερομένους εἰς τό ἐσωτερικόν τῆς Ἑλλάδος.
Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τό Ἑπταχῶρι, ἐκεί εὑρῆκα καί τόν ἀδελφόν μου Κωνσταντῖνον Τζιοβάραν, ὅστις ἦτο ἔφεδρος Ὑπολοχαγός καί ἤσκει καθήκοντα Διαχειριστοῦ τοῦ Χρηματικοῦ Ταμείου τῆς Μεραρχίας. Τήν ἑπομένην μία ὁμάδα ἐκ 4 ἤ 5 στρατιωτῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἐγώ, ἐστάλη εἰς τήν κορυφήν τοῦ ὅρους Ταμποῦρι, πού εἶχε χιόνι περισσότερο ἀπό ἕν μέτρον, καί ἐδεινοπαθήσαμεν διά τό στήσιμον τοῦ ἀντισκήνου.
Ὅταν ἀνεβαίναμεν εἰς τό Ταμποῦρι, συνηντήσαμεν πτώματα Ἰταλῶν, πού σκοτώθηκαν ἀπό τό Σύνταγμα τοῦ Δαβάκη, πού εἶχεν ὁρμητήριον τό χωρίον Φούρκα.
Τό Ταμποῦρι εἶχεν ὑψόμετρον 1.802 μέτρα καί ἐκεῖ εὑρισκόμενοι εἴχαμε τήν αἴσθησιν ὅτι εὑρισκόμεθα ἐπάνω ἀπό τά σύννεφα. Οἱ Ἰταλοί εἶχαν προχωρήσει ἐντός τοῦ Ἑλληνικού ἐδάφους καί εἶχαν φθάσει περίπου μέχρι τήν Σαμαρίνα διασκελίζοντες τό ὀρεινόν συγκρότημα τῆς Πίνδου. Ὀ βαρύς ὅμως χειμώνας μέ τά ἄφθονα χιόνια ἀφ’ ἑνός καί μέ τήν ταχεῖαν ἐπέμβασιν τοῦ Στρατοῦ μας ἀφ΄ ἑτέρου, ἀνέκοψαν τήν περαιτέρω πορείαν τῆν Ἰταλικῶν μονάδων καί ἐπέτυχον νά ἐγκλωβίσουν τούς Ἰταλούς καί διά πυρός καί σιδήρου νά ἐκμηδενίσουν τήν μαχητικήν ἱκανότητα τούτων.
Αἱ Ἰταλικαί δυνάμεις τοῦ τομέως τῆς Ἑλληνικῆς πρώτης Μεραρχίας ἦσαν ἐπίλεκτοι καί ἐξειδικευμέναι διά πόλεμον εἰς ὀρεινήν περιοχήν, πλήν ὅμως, ἐπειδή ἐπρόκειτο περί πολέμου κατακτητικοῦ εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος, οἱ μέν Ἕλληνες ἐμάχοντο ὑπέρ βωμῶν καί Ἑστιῶν, οἱ δέ Ἰταλοί εἶχον συνειδητοποιήσει ἀπό τήν Φασιστικήν Προπαγάνδαν, ὅτι ἐπρόκειτο ὄχι περί σκληροῦ πολέμου, ἀλλά περί περιπάτου ἀναψυχῆς.
Λόγῳ τῆς ραγδαίας καταρρεύσεως τῆς Ἰταλικῆς ἐπιθέσεως εἰς τόν ὀρεινόν τομέαν, ἡ παραμονή τῆς 5μελοῦς ὁμάδος μας εἰς τό ὅρος Ταμποῦρι δέν διήρκεσε πλέον τῶν δύο ἡμερῶν καί ἡ πρώτη Μεραρχία μας προωθήθη πρός Κόνιτσαν καί πρός Λιασκοβίκι. Κατεβαίνοντας ἀπό τό Ταμποῦρι ἡ ὁμάδα μας διενυκτέρευσε εἰς ἕνα χωρίον τῆς Κονίτσης, πού δέν ἐνθυμοῦμαι τήν ὀνομασίαν του, μᾶς φιλοξένησε κάποια πολύ καλή οἰκογένεια, διά μίαν μόνον βραδυάν.
Τήν ἑπομένην πεζοποροῦντες ἐφθάσαμεν εἰς τό Λεσκοβίκι. Ἐκεῖ συναντήθηκα μέ τόν ἀδελφόν μου Κωνταντῑνον Τζιοβάραν, ὁ ὁποῖος ὠς Ὑπολοχαγός καί ὡς Ταμίας τῆς πρώτης Μεραρχίας ἦτο ὑποχρεωμένος νά ἀκολουθῇ τό Στρατηγεῖον τῆς Μεραρχίας. Είς Λεσκοβίκι ἐφωδιάσθηκεν ὁ ἀδελφός μου μέ τυριά, ἀπό τά λεγόμενα «μανούρια», ἀπό τά ὁποῖα ἔδωκε καί εἰς ἐμένα, διότι τό Λεσκοβίκι ἦτο ἡ πόρτα εἰσόδου τῆς Πρώτης Μεραρχίας εἰς τό Ἀλβανικόν ἔδαφος. Σταθμός Διοικήσεως τῆς πρώτης Μεραρχίας ὡρίσθηκε τό χωρίον Ροντέν. Βαδίζοντες ἐπί σειράν ἡμερῶν ὑπό συνθήκας βαρέως καί σκληροῦ χειμῶνος διενυκτερεύαμεν εἰς ἐνδιάμεσα χωρία καί ἕνα ἀπ’ αὐτά τό λέγανε «Πεστάνη». Ἦταν Σαββατόβραδο καί τήν ἑπομένην, πού ἦτο Κυριακή, ἀκούσαμεν τήν καμπάνα νά κτυπάῃ. Σηκωθήκαμε καί ἐπήγαμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί προσευχηθήκαμεν, ἀσκήσαντες καθήκοντα ψάλτου. Ὁ ἱερεύς ἦτο ἀσκητική φυσιογνωμία, ἐξαϋλωμένη καί ταλαιπωρημένη. Μετά τό πέρας τῆς λειτουργίας ἐξεκινήσαμεν διά τό Ροντέν, τό ὁποῖον ἀπεῖχε πολλά χιλιόμετρα ἀπό τήν Πεστάνη, πεζοποροῦντες νύκτα καί ἡμέραν, βρεχόμενοι ἀπό χιονόνερο καί χωρίς κουραμάνα. Ἐπίναμε νερό ἀπό ποτάμια ἤ ἀπό ρυάκια καί εἰς μίαν περίπτωσιν ἐκορέσαμεν τήν δίψαν μας κάποιαν νύκτα, ἀπό ἕνα ρυάκιον, πού τήν ἑπομένην ἡμέραν διεπιστώσαμεν ὅτι τό ρυάκιον αὐτό ὀλίγον παραπάνω ἀπό τό σημεῖον, πού ἐκορέσαμεν τήν δίψαν μας, ἐφιλοξενοῦσε ἕνα ψόφιο ἄλογον.
Εἰς τήν πεζοπορίαν αὐτήν τήν χειμωνιάτικην συνηντήθην τυχαίως μέ τόν Βουλευτήν Καρδίτσης Στέλιον Ἀλλαμανῆν, ὁ ὁποῖος από τήν πολλήν πεζοπορίαν εἶχε καταστρέψει τάς ἀρβύλας καί ἐδυσκολεύετο εἰς τό βάδισμα εἰς δρόμους δυσβάτους (κατσικοδρόμους μέ χιονόνερο). Εὐτυχῶς εὑρέθη κἄποιος ἡμιονηγός, ὁ ὁποῖος προσέφερεν εἰς τόν Ἀλλαμανῆν τό ἄλογόν του.
Ὅταν ἐξημέρωσεν ἐφτάσαμεν εἰς ἕνα χωριό, πού τό λέγανε «Κιλαρίστι». Ἐκεῖ ἐστεγάσθημεν εἰς κἄποιο σπίτι, πού ἦταν γεμᾶτο ἀπό ψεῖρες. Ὅταν τό πρωΐ σηκωθήκαμεν ἤμεθα γεμάτοι ψεῖρες. Τήν ἑπομένην ἡμέραν ἐδόθη ἐντολή εἰς ἐμέ καί εἰς ἕνα ἄλλον στρατιώτην, ὀνομαζόμενον Κοντογιάννην, νά πᾶμε μίαν διαταγήν τῆς Μεραρχίας εἰς κἄποιο χωριό, πού ἐλέγετο «Μέλανη».
Διά τῆς διαταγῆς αὐτῆς διετάσσετο ἡ μετακίνησις τοῦ Δευτέρου λόχου διαβιβάσεων ἀπό τήν «Μέλανη» πρός τόν τομέα τοῦ Στρατηγείου. Συνοδευόμενοι ὑπό Ἀλβανοῦ ὁδηγοῦ.
Ἀφοῦ ἀλλάξαμε τά ἐσώρουχα μας καί τά ζεματίσαμε καί ἐφορέσαμε καθαρές ἀλλαξιές ἐσωρούχων, ἠρωτήσαμεν τόν Ἀλβανόν ὁδηγόν, πόσες ὧρες θά χρειασθοῦν, διά νά πᾶμε εἰς τήν Μέλανη· καί ὁ ὁδηγός – Ἀλβανός μᾶς εἶπεν ὅτι σέ δύο ὧρες θά φθάσουμε ἐκεῖ. Ἐπήραμε τά ὅπλα μας ἐγώ καί ὁ Κοντογιάννης καί ἀπό ἕνα κομμάτι κουραμάνα καί ξεκινήσαμε μέσα σέ κατσικόδρομους, περνούσαμε λόφους, περνούσαμεν ποτάμια καί ὁ νεαρός Κοντογιάννης, βλέποντας ὅτι αἱ ὧραι περνούσανε, χωρίς νά φθάσουμε εἰς τήν Μέλανη, ἄρχισε νά ἀπειλῇ τόν ὁδηγόν, ὅτι θά τόν σκοτώσῃ, διότι ὑποπτεύετο, ὅτι θά μᾶς παρέδιδεν εἰς τούς Ἰταλούς. Ἀντιθέτως, ἐγώ ἔπαιρνα τό μέρος τοῦ ὁδηγοῦ καί συνιστοῦσα εἰς τόν Κοντογιάννην νά παύσῃ νά τόν ἀπειλῇ. Ὁ Ἀλβανός ὁδηγός ἐξετίμησε τήν συμπεριφοράν μου, ὅταν εἶδεν νά τοῦ δίδω τό μισό κομμάτι ἀπό τήν κουραμάνα καί νά τοῦ λέγω: «Διατί μᾶς εἶπες ὅτι ἡ ἀπόστασις ἀπό τό Κιλαρίστι μέχρι τήν Μέλανη εἶναι δύο ὧρες, ἐνῷ ἐβαδίζαμε ἐπί 7-8 ὥρας, χωρίς νά φθάσουμεν εἰς τόν προορισμόν μας, νηστικοί καί κουρασμένοι». Ὅταν ἐδέησε καί ἐφθάσαμεν εἰς τήν Μέλανη, ἦταν νύκτα καί τήν ὥραν ἐκείνην ὁ 2ος λόχος τῶν Διαβιβάσεων ἔπαιρνε τό συσσίτιον. Ἔδωκα τήν διαταγήν εἰς τόν Λοχαγόν καί διέταξεν οὗτος νά μᾶς δοθῇ ἀμέσως κουραμάνα καί ρύζι ἀπό τό συσσίτιον καί κατάλυμα εἰς τόν Λόχον.
Τήν ἑπομένην ἡμέραν μαζί μέ τόν λόγον ἐπιστρέψαμεν εἰς τήν περιοχήν τοῦ Στρατηγείου τῆς 1ης Μεραρχίας.
Τά Χριστούγεννα τοῦ 1940, τά κάναμε στό Κιλαρίστι, χωρίς συσσίτιον καί χωρίς κουραμάνα μέ ξηρό καλαμπόκι, πού εἶχε τό σπίτι, πού μέναμε, τό ὁποῖον καλαμπόκι τό ἐψέναμε στην φωτιά τοῦ τζακιοῦ καί τό ἐτρώγαμεν.
Λόγῳ τοῦ βαρέως χειμῶνος καί τῆς σφοδρᾶς κακοκαιρίας δέν ἦτο δυνατόν νά λειτουργήσῃ ὁ Ἐφοδιασμός τοῦ στρατοῦ ὀμαλῶς. Τό Κιλαρίστι εἶχεν ἀπέναντί του τό ὅρος Νεμέρτσικα, ὑψηλόν καί μεγαλοπρεπές, ἐνδεδυμένον μέ ἄφθονον χιόνι καί μέ τρομεράν ἐμφάνισιν.
Ἀντικειμενικός σκοπός τῆς Μεραρχίας μας ἦτο ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Στρατηγείου εἰς τό χωρίον Ροντέν, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔλαβε χώραν κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ Ἰανουαρίου 1941.
Τό Στρατηγείον ἐγκατεστάθη εἰς μίαν διώροφον οἰκίαν καί ἐγγύς αὐτοῦ ἐγκατεστάθη τό Τηλεφωνικόν μας Κέντρον, τό ὁποῖον καί συνεδέθη, μερίμνῃ τῆς ὁμάδος τῶν ἐγκαταστατῶν, μέ ὅλας τάς μαχομένας μονάδας της Πρώτης Μεραρχίας.
Μέραρχος τῆς 1ης Μεραρχίας Λαρίσης ἦτο ὁ Βασίλειος Βραχνός μέ Ἐπιτελεῖον τούς ἀντισυνταγματάρχας Χατζηπροδρόμου, Φλουροσιώτην κλπ. Ἐνθυμοῦμαι τόν Στρατηγόν, ὅταν μέ τό ἄλογο ἐρχότανε, διά νά ἐγκατασταθῇ εἰς τό Ροντέν, ἦτο γενναῖος καί ἀπτόητος, παρ’ ὅλον ὅτι τά Ἰταλικά ἀεροπλάνα τάς ὥρας ἐκείνας ἔκαναν ἀναγνωριστικάς πτήσεις. Ὁ τομεύς τοῦ μετώπου, τόν ὁποῖον ἐκάλυπτεν ἡ Πρώτη Μεραρχία, περιλαμβάνεται εἰς τό συνημμένον σχεδιάγραμμα τῆς ἐαρινῆς Ἰταλικῆς Ἐπιθέσεως καί ἀρχίζει ἀπό τήν Τρεμπεσίνα μέχρι τοῦ ποταμοῦ Ἀψοῦ.
Ἡ ζωή μας εἰς τό Ροντέν ἦτο κατά τό μᾶλλον κάπως ὑποφερτή καί ὁ ἐφοδιασμός μας εἰς τρόφιμα ὁμαλός.
Είς τό Ροντέν ἐγκατεστάθη καί ὁ ἀδελφός μου Κωνσταντῖνος, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ Ταμίου τῆς Α΄ Μεραρχίας, χωρίς νά ἔχωμεν τήν εὐχέρειαν τῆς συναντήσεώς μας, λόγῳ τῆς ἐνοχλήσεώς μας ἀπό τά Ἰταλικά ἀεροπλάνα καί ἀπό τό Ἰταλικόν Πυροβολικόν. Ἐπί κεφαλῆς τοῦ τηλεφωνικοῦ Κέντρου ἦτο ὁ Ἔφεδρος Ἀνθυπολοχαγός Ἀναστάσιος Πάγκαλος, μέ βοηθόν τόν ἐκ τοῦ Φαναρίου Καρδίτσης καταγόμενον Λοχίαν Γεώργιον Παπαβασιλείου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀδελφικός φίλος μου καί ἦτο τῆς ἰδίας κλάσεως καί τῆς ἰδίας ἡλικίας μέ ἐμένα καί, ὁσάκις μᾶς καλοῦσεν ἡ Πατρίς, πάντοτε συνυπηρετούσαμεν.
Εἰς τό Ροντέν ἐφτιάξαμε ἔξω ἀπό τό Τηλεφωνικό Κέντρον ἕνα καταφύγιον, χωρίς νά τό χρησιμοποιήσωμεν.
Εἰς τό Ροντέν μίαν ἡμέραν, πού ἀπεμακρύνθηκα ὀλίγον ἀπό τό τηλεφωνικόν κέντρον, εἶδα σέ ἕνα σύννεφο στόν Οὐρανό τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς βρεφοκρατούσης. Αὐτό τό περιστατικόν τό ἐξήγησα, ὡς καλόν οἰωνόν διά ἐμέ καί πράγματι εἶχα τήν προστασίαν τῆς Μεγαλόχαρης, καθ’ ὅλον τό διάστημα τῆς ἐκστρατείας ἐν Ἀλβανίᾳ.
Εἶχα συνειδητοποιήσῃ ὅτι εἰς τόν πόλεμον τοῦτο κατά τῶν Ἰταλῶν, πού ἦσαν ἄριστα ἐξωπλισμένοι καί μέ ἄφθονα πυρομαχικά καί μέ ἑκατοντάδες ἀεροπλάνα, κατά ἀντίθεσιν μέ ἡμᾶς τούς Ἕλληνας, πού ὑστερούσαμεν ἐπικινδύνως καί εἰς ἐξοπλισμόν καί εἰς ἀεροπλάνα. Εἰς τόν ἐν Ἀλβανίᾳ πόλεμον κατά τῶν Ἰταλῶν ἐφηρμόσθη ἡ προτελευταία παράγραφος τοῦ ΙΘ΄ (19) ψαλμοῦ τοῦ Δαβίδ: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις». (οἱ Ἰταλοί). «Ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα». «Αὐτοί συνεμποδίσθησαν καί ἔπεσαν, ἡμεῖς δέ ἀνέστημεν καί ἀνωρθώθημεν».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

Μετά τήν συντριβήν καί ἐξουθένωσιν τῆς ἑαρινῆς Ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, ἡ πρώτη Μεραρχία, πού ἐδέχθη καί ἀντιμετώπισε τό μεγαλύτερον βάρος τῆς Ἰταλικῆς Ἐπιθέσεως, μετεκινήθη πρός ἀνάπαυσιν καί ἀνασυγκρότησιν πρός τήν πεδιάδα καί πρός τούς λόφους ἀπό Ἐρσέκα μέχρι Κορυτσᾶς καί τό τηλεφωνικόν μας Κέντρον ἐγκατεστάθη εἰς τό χωρίον Στίκα.
Ἡ παραμονή μας ἐκεῖ δέν διήρκεσε περισσότερον ἀπό 15-20 ἡμέρας, διότι ἐν τῷ μεταξύ κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ μηνός Ἀπριλίου 1941 μᾶς ἐκήρυξε τόν πόλεμον ἡ Ναζιστική Γερμανία καί ἡ ὁποία ἔσπευσε πρός ἐνίσχυσιν τῆς Φασιστικῆς Ἰταλίας. Οἱ Γερμανοί, είσελθόντες εἰς τήν Βουλγαρίαν, μᾶς ἐπετέθησαν, προκειμένου νά ἐξουδετερώσουν τά ὀχυρά τῆς γραμμῆς ἀμύνης τῶν συνόρων μας πρός τήν Βουλγαρίαν, καί διά τήν ἅλωσιν τῶν ὀχυρῶν μας ἔσχον μεγάλας ἀπωλείας.
Καί ἀντιστάσεως μή οὔσης, κατέλαβον ὅλην τήν Ἑλλάδα.
Ὡς ἦτο ἑπόμενον, μέ τήν εἴσοδον τῶν Γερμανῶν εἰς τήν Ἑλλάδα ἀναθάρρησαν οἱ Ἰταλοί καί ἤρχισαν νά ἐνοχλοῦν μέ ἀψιμαχίας τούς ἡμετέρους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐτηλεφώνουν νά τούς στείλωμεν πυρομαχικά. Δυστυχῶς ἡ κατάρρευσις τοῦ μετώπου μας Ἐρσέκας-Κορυτσᾶς εἶχεν ἀρχίσει καί ἐβλέπαμεν ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος ἀτάκτους ὁμάδας στρατιωτῶν νά κατευθύνωνται πρός τήν Δημοσίαν ὁδόν πρός Ἐρσέκαν καί τά Ἰταλικά ἀεροπλάνα νά περιΐπτανται, χωρίς νά δύνανται νά εὕρουν τόν στόλον.
Ἐρρίψαμεν κλῆρον, προκειμένου νά ἐγκαταλείψωμεν τό τηλεφωνικόν μας κέντρον τῆς Στίκας καί προκειμένου ποῖος θά μείνῃ τελευταῖος, διά νά ξηλώσῃ τάς ἐγκαταστάσεις.
Καί ὁ κλῆρος ἔλαχεν εἰς ἐμέ. Καί πράγματι ἐγώ ἔμεινα τελευταῖος καί ἐξήλωσα τάς ἐγκαταστάσεις καί εὐτυχῶς εὑρῆκα κἄποιο ἄλογο καί τήν ἄλλην ἡμέραν ξεκίνησα διά τήν Δημοσίαν ὁδόν πρός Ἐρσέκαν. Ὁ κίνδυνος ἀπό τά Ἰταλικἀ ἀεροπλάνα ὑφίστατο κατά τήν διέλευσιν τῆς Δημοσίας ὁδοῦ μέχρι τῆς Ἐρσέκας, διότι μετά τήν Ἐρσέκα εἰσερχόμεθα εἰς ὀρεινήν περιοχήν, πού ἐκαλυπτόμεθα ἀπό τά δάση.
Κατά τάς ἡμέρας ἐκείνας διεδόθη ὅτι ὀ στρατηγός Τσολάκογλου ὑπέγραψεν ἀνακωχήν μέ τούς Γερμανούς, προκειμένου νά ἐξασφαλίσῃ τήν ὁμαλήν ἐπιστροφήν εἰς τά σπίτια τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν.
Ἀντικειμενικός στόχος, ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης ὅλων τῶν εἰς τήν Ἀλβανίαν εὑρισκομένων Ἑλλήνων στρατιωτῶν, ἦτο ἡ ἐπιστροφή εἰς τάς οἰκίας των κατά τρόπον άσύντακτον καί οὐχί συντεταγμένον, ὡς θά ἔδει, μέ ἀποτέλεσμα νά συγκροτηθοῦν μικρές ὁμάδες στρατιωτῶν, καταγομένων ἀπό τήν ίδίαν πόλιν ἤ χωρίον. Εἰς μίαν τοιαύτην ὁμάδα ἐνετάχθην καί ἐγώ, πού περιελάμβανε Καρδιτσιώτας.
Ἐβαδίζαμεν τήν ἡμέραν καί τήν νύκτα ἐσταυλιζόμεθα προχείρως. Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τά Ζαγοροχώρια, ἦταν Πάσχα. Ἐγώ, ὅταν ἔφυγα ἀπό τήν Στίκα, εἶχα πάρει μαζί μου (1) σακκίδιον ἐληές, μέ τίς ὁποῖες ἐτρεφόμην καθ’ ὅλην τήν πεζοπορίαν. Ἐκεῖ στά Ζαγοροχώρια ἐξησφαλίσαμεν μερικά τρόφιμα καί τήν ἑπομένην ἡμέραν ἐξεκινήσαμεν διά τό Μέτσοβον.
Ἀπό πληροφορίας ὅμως, πού ἐπήραμεν καθ’ ὁδόν, ἀλλάξαμεν δρομολόγιον, διότι ἐλέχθη ὅτι οἱ Γερμανοί συλλαμβάνουν εἰς τήν Καλαμπάκαν τούς Ἕλληνας στρατιώτας καί τούς ἀφοπλίζουν. Ἀκολουθήσαμεν τήν ὁδόν, πού εἶναι ἀπέναντι ἀπό τό Μέτσοβον καί πού ὁδηγεῖ εἰς τό ὅρος Λάτιμος (Περιστέρι) καί πού μεταξύ τῆς ὁδοῦ ταύτης καί τοῦ Μετσόβου παρεμβάλλεται μεγάλη χαράδρα.
Ὅταν φθάσαμε είς τό ὅρος Περιστέρι, εὕρομεν ἀρκετό χιόνι καί ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο ἡλιόλουστη καί μᾶς ἐχάρισε χαράν μεγάλην. Κατερχόμενοι τοῦ ὅρους ἐφθάσαμεν εἰς τά χωριά πού εὑρίσκονται ὄπισθεν τοῦ ὅρους Κόζιακα καί τά ὁποῖα χωριά ἔχουν ἀνεπτυγμένον τό αἴσθημα τῆς φιλοξενίας καί μᾶς προσέφεραν πίτταν πλαστή μέ καλαμποκάλευρο καί μέ ἄγρια χόρτα. Ἡ πείνα θά μᾶς ἐθέριζεν, ἐάν δέν μᾶς φιλοξενούσανε οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων αὐτῶν, δεδομένου ὅτι ἐβαδίζαμεν ἐπί 18 ἡμέρας μέ πρησμένα πόδια.
Ἐκείνην τήν ἡμέραν πεζοπορούντες ἐφθάσαμεν νύκτα εἰς τό χωρίον Βατσινιά, ὅπου καί διενυκτερεύσαμεν εἰς κἄποιον σταῦλον. Ἔδωκεν ὁ Θεός καί ἐξημέρωσεν ἡ ἑπομένη ἡμέρα, πού θά ἦταν καί ἡ τελευταία τῆς πολεμικῆς μας ἐκστρατείας. Εὑρήκαμεν ἕνα ὁδηγόν ἀπό τό χωρίον Βατσινιά, τόν ὁποῖον ἐπλήρωσα ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τό χωρίον Μορφοβοῦνι, προκειμένου ἀπό ἐκεῖ νά κατέλθωμεν εἰς τήν Καρδίτσαν. Ἀπό τήν Βατσινιά προσετέθη εἰς τήν ὁμάδα μας καί ἕνας ὑπολοχαγός, πού προεπορεύετο καβάλλα σέ ἄλογον. Κατά τήν πεζοπορείαν πρός τό Μορφοβοῦνι μέ ἐπλησίασεν ὁ ἐκ Καρδίτσης στρατιώτης μέ τό ἐπώνυμον Καπνιᾶς καί μοῦ εἶπεν ὅτι ὁ προπορευόμενος ὑπολοχαγός εἶναι ὁ πατζανάκης μου Χρυσόστομος Ντόντος. Σπεύδω λοιπόν καί πλησιάζω τόν καβαλλάρη ὑπολοχαγόν καί τόν ἐρωτῶ: «Ὁ κ. Χρ. Ντόντος;» Μοῦ ἀπαντᾶ: «Μάλιστα» καί μέ ἐρωτᾷ: «Ἐσύ ποῖος εἶσαι;» Τοῦ ἀπαντῶ: «Εἶμαι ὁ Χαράλαμπος Τζιοβάρας». Εἴχαμε τά μουστάκια καί τά γένεια καί δέν ἐγνώριζον ὁ ἔνας τόν ἄλλον. Μόλις ὁ ὑπολοχαγός ἄκουσε τό ὄνομά μου, κατέβηκεν ἀπό τό ἄλογο καί ἀλλάξαμεν ἀσπασμόν καί ἀπό πεζοπόρος ἔγινα καβαλλάρης καί ἐγώ διά τόν ὑπόλοιπον δρόμον μέχρι τό Μορφοβοῦνι.
Μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἐφθάσαμεν εἰς τό Μορφοβοῦνι καί χωρίς χρονοτριβή ἡ ὁμάδα μας ξεκίνησε διά τήν Καρδίτσαν, ἀφοῦ προηγουμένως παρέδωκα τό ἄλογο εἰς τόν ὑπολοχαγόν Χρυσ. Ντόντον. Μόλις ἐφθάσαμεν εἰς τήν Καρδίτσαν, ἕκαστος ἐξ ἡμῶν «ὤχετο ἀπιών οἴκαδε», πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.
Ἐκεῖ στήν Καρδίτσα, στό σπίτι τοῦ πατέρα της Τάσου Τσικρίκη εὑρίσκετο ἡ σύζυγός μου Σοφία μέ την μικρή θυγατέρα της, τήν Ἡρώ. Μετά τήν ἐπιστράτευσίν μου ἠναγκάσθη ἡ Μακαρίτισσα Σοφία νά φύγῃ ἀπό τό Αἴγιον καί νά ἐγκατασταθῆ εἰς τήν πατρικήν της ἐν Καρδίτσῃ στέγην μετά τῆς μικρῆς τότε Ἡρούλας.
Ἡ χαρά τῆς συζύγου μου καί της θυγατρός μου ὑπῆρξε συγκινητική, ὅταν μέ εἶδαν ἐπιστρέφοντα ἀπό τήν Ἀλβανίαν, ὕστερα ἀπό πεζοπορίαν 20 ἡμερῶν.
Ἀφοῦ ἔβγαλα τά ἐσώρουχα και τά χακί, πού φοροῦσα, ἀπό ἐπάνω μου, ἀφοῦ ἔκανα ζεστό μπάνιο, ἀφοῦ ξυρίσθηκα καί ἐφόρεσα καθαρές ἀλλαξιές, ἐξάπλωσα στό κρεβάτι τοῦ δωματίου, πού εἶχεν ἡ οἰκογένειά μου, προκειμένου νά καταστρώσω πρόγραμμα ἐπαναφορᾶς μου εἰς τήν ἐν Αἰγίῳ θέσιν μου.
Ἡ Ελλάδα ἐνεφάνιζεν εἰκόνα ἀναταραχῆς καί ἀποσυνθέσεως, μετά τήν εἴσοδον τοῦ Γερμανικοῦ Στρατοῦ, ἀξιοῦντος νά ἐξασφαλίσῃ τρόφιμα, στέγασιν καί ἀσφάλειαν. Ἡ συγκοινωνία ἡ σιδηροδρομική εἶχεν διακοπῆ, λόγῳ σαμποτάζ, καί ἀναγκάσθηκα νά πάω εἰς Λαμίαν μέ αὐτοκίνητον φορτηγόν καί ἀπό τήν Λαμίαν πεζοπορῶντας ἐπῆγα εἰς Γραβιάν καί ἀπό ἐκεί μέ φορτηγό τραῖνο εἰς Ἀθήνας.
Ὅταν ἔφθασα εἰς τάς Ἀθήνας, παρουσιάσθηκα εἰς τήν Διεύθυνσιν Διοικητικοῦ.
Τήν ἑπομένην μοι ἐδόθη ἡ διαταγή καί ἀνεχώρησα διά τό Αἴγιον, ὅπου καί ἐγκατεστάθην εἰς τήν θέσιν μου. […]