Ο Λ. Βαζαίος ήταν 40 ημερών όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Βαπτίστηκε, φορώντας στρατιωτικά και δίκοχο, από τον Λόχο Στρατηγείου στον οποίο υπηρετούσε ο πατέρας του, αποκτώντας έτσι 240 νονούς. Του δόθηκε το όνομα Νικηφόρος-Λάμπρος
[Αποστολέας: Λάμπρος Βαζαίος].
Η πρώτη σύρραξη που απέκτησε σχέση μαζί μου, άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, δεκαεπτά μέρες πριν γεννηθώ! Η Αύρα, η μητέρα μου, ισορροπώντας το σώμα της με την ιδιαίτερα μεγάλη πρώτη κατοικία του σχεδόν 5 κιλών γιου της(!), διαχειριζόταν δύσκολα την αγωνία και την αβεβαιότητα των πρώτων ημερών του πολέμου. Ο πατέρας μου ο Κόκας, επιστρατευμένος «παλαιοτέρων κλάσεων» με τη σιωπηρή κινητοποίηση του Μεταξά, υπηρετούσε στον Λόχο Γεν. Στρατηγείου που στρατωνιζόταν στα κτίρια της Παντείου. Ο Σπύρος, ο αδελφός του ανθυπολοχαγός, με τον ίδιο τρόπο επιστρατευμένος, βρισκόταν συνεχώς στην έδρα του Γεν. Στρατηγείου στο ξενοδοχείο της Μ. Βρεττανίας. Ο Νικολακόπουλος, ο μαιευτήρας που επρόκειτο να με φέρει στον κόσμο, bon viveur και ερασιτέχνης πιλότος εποχής, επιστρατευμένος ως αεροπόρος στο Μέτωπο. Τον αντικαθιστούσε ο κοινωνικά αποδεκτός δεσμός του, η Εριφύλη Καρπουζέλη, νεαρώτατη γυναικολόγος. Στην Κλινική του Νικολακόπουλου, της οδού Κυδαθηναίων, που ήταν γεμάτη επίτοκες, επικρατούσε ένταση και συχνά πανικός με τους συναγερμούς, που τις ανάγκαζαν να ανεβοκατεβαίνουν στο καταφύγιο του υπογείου. Φαίνεται πως είχα, με κάποιο μυστήριο τρόπο, αντιληφθεί την κατάσταση και αρνιόμουνα να εγκαταλείψω το ασφαλές ενδιαίτημα μου, παρά το γεγονός ότι είχε φθάσει η ώρα!
Ο Κόκας που υπηρετούσε στην Πάντειο, όπου στρατωνιζόταν ο Λόχος Στρατηγείου, κάθε βράδυ σχεδόν ζητούσε άδεια από τον λοχαγό, να συμπαρασταθεί στην επίτοκη γυναίκα του. Ο Γιάννης Σκουλούδης, ο Λοχαγός του, απότακτος του ΄35 και πρόσφατα επανελθών στο στράτευμα, παλιά καραβάνα, αγανάκτησε με τον κοπανατζή φαντάρο. Ο Κόκας όμως επέμενε και λόγο στο λόγο ο Λοχαγός τού λέει πως, τελικά, δεν τον πιστεύει και πως αν στ’ αλήθεια γεννηθεί γιος θα τον βαφτίσει ο λόχος. Αλλιώς θα έχουν κακά ξεμπερδέματα. Έτσι και έγινε, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Η θεία Κάκια, η τρομερή μεγάλη αδελφή της μητέρας μου, που είχε το γενικό πρόσταγμα, εμψυχώνοντας και καθοδηγώντας τη σαστισμένη και κατάκοπη φίλη της, την γιατρό Εριφύλη, και την αποκαμωμένη πλέον Αύρα, κατάφερε να με πείσει να γεννηθώ τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 13 Νοεμβρίου! Ο Κόκας πανευτυχής το ανακοινώνει στον Σκουλούδη και η κουμπαριά του λόχου στήνεται. Προηγουμένως, όμως, ο πατέρας μου πρόλαβε να με εγγράψει στο ληξιαρχείο ως γεννηθέντα την 14η Νοεμβρίου, ήταν λίγο προληπτικός. Πολλά χρόνια μετά του το χάλασα γιορτάζοντας τη σωστή ημερομηνία τα γενέθλια μου και αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Ένα δυνατό γελαστό και, όπως λένε, όμορφο αγόρι λίγες μέρες μετά εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Ευαγγελιστρίας, στο πρώτο του σπίτι.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1940, ο Λόχος Στρατηγείου φεύγει για το Μέτωπο, αφήνοντας μικρό αριθμό φαντάρων πίσω για τις απαραίτητες υπηρεσίες. Λίγο πριν την αναχώρηση, βαφτίζομαι στον Άγιο Σώστη, απέναντι από την Πάντειο, με 240 νονούς και την Αννούλα, την εννιάχρονη κόρη του Σκουλούδη, να με κρατά συμβολικά. Όλα αυτά γράφονται στον βαφτιστικό σταυρό μου που τον συνοδεύουν το ασημένιο λαγουδάκι, το γούρι μου, με το μονόγραμμά μου στο σκαλιστό ποτηράκι και την ασημένια πετσετοθήκη μου. Όλα αυτά από τους νονούς μου που τους χαιρέτισα φορώντας τη στρατιωτική βαφτιστική μπέρτα με τα χρυσά κουμπιά και το δίκωχο σκερτσόζικα βαλμένο στραβά, στο ξανθό κεφάλι μου. Τους χαιρέτισα με ένα πλατύ χαμόγελο, όπως το απαθανάτισε στην πρώτη μου φωτογραφία ο φίλος των γονιών μου ο σπουδαίος καλλιτέχνης, ο Πρόδρομος Μεραβίδης. Ο ίδιος αρκετούς μήνες μετά με φωτογράφησε στην μπαλκονόπορτα της οδού Ευαγγελιστρίας, χαρίζοντας μας το υπέροχο ενσταντανέ (έτσι λεγόταν τότε) που στολίζει το σαλόνι μου.
Το όνομά μου Νικηφόρος, για να φέρω την Νίκη. Ο παπάς του Λόχου, που ήταν όπως λέγεται ζόρικος, διαφώνησε με την παρουσία του εφημέριου της εκκλησίας, του μετέπειτα μητροπολίτη Ιάκωβου Βαβανάτσου (για τους γνωστούς λόγους), και δεν τον άφησε να με πάρει στα χέρια του! Με κράτησε αποκλειστικά ο ίδιος, απάγγειλε το όνομα θριαμβευτικά, όμως βλέποντας δίπλα του τον παππού μου μετάνιωσε. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον κύριο Λάμπρο είπε, και αμέσως συμπλήρωσε την ονοματοδοσία λέγοντας «Νικηφόρος-Λάμπρος»! Το πρώτο όνομα έμεινε στην άκρη της καθημερινής μετέπειτα ζωής μου, μέχρι τα βαφτίσια του εγγονού μου του Ευθύμη, που η κόρη μου η Αύρα, η Μάνα του, το πρόσθεσε λέγοντάς τον Ευθύμη-Νικηφόρο! Ο Κόκας, τελικά, δεν πήγε στο Μέτωπο. Ο Σπύρος το ίδιο, για να φύγει από τους πρώτους με τον φίλο του τον Γιάννη Τσιγάντε και τους άλλους οκτώ, με το καΐκι της διαφυγής, στην Μ. Ανατολή, αφού γνώρισαν πρώτα την αθλιότητα της τούρκικης στρεψοδικίας στα μπουντρούμια του Τσεσμέ και της Νίγδης. Όσο για εμένα, πέρασα την Κατοχή και το Κίνημα στο σπίτι της οδού Ευαγγελιστρίας, ως το πρώτο παιδί ολόκληρης της οικογένειας και της παρέας των φίλων των γονιών μου. Τις μακρυές νύχτες της απαγόρευσης της κυκλοφορίας που ξέμεναν στο σπίτι μας οι φίλοι, με το μαντολίνο της Αύρας και την κιθάρα του Κόκα, ξόρκιζαν την κατάρα των Γερμανών και αργότερα τις αθλιότητες του εμφύλιου. Αργότερα, το 1945, «αποστρατεύτηκα» με στολή Ριμινίτη, σύμφωνα με την τρίτη αναμνηστική φωτογραφία που μου έβγαλε ο Πρόδρομος Μεραβίδης στα σκαλιά της Πλατείας Συντάγματος.
Αυτός ήταν ο πόλεμος που σχεδόν μαζί γεννηθήκαμε. Ξεκίνησε με τις μουσολινικές αθλιότητες, τις γελοιότητες αλλά και τις βαρβαρότητες που τις συνόδεψαν, για να ολοκληρωθεί το δράμα του λαού μας με την εγκληματική φρικαλεότητα των Γερμανών και την κανιβαλική εγκληματικότητα των Βουλγάρων. Έζησα καλά, παρά τις στερήσεις που μας επιβληθήκανε, μέσα στον κόσμο που με τριγύριζε. Δεν ξέχασα όμως μέχρι σήμερα την απέχθεια που ένιωθα και εξακολουθώ να αισθάνομαι στο άκουσμα βάρβαρων γερμανικών λέξεων και ιδίως των ζωωδών εμβατηρίων τους. Ακόμη θυμάμαι την κεφάλα του Σκωτσέζου φαντάρου που στο επίπεδο του μπαλκονιού του σπιτιού έπαιζε μαζί μου κάνοντας γκριμάτσες μέσα από τον πυργίσκο του τανκ που είχε αποκλεισθεί στην οδό Ευαγγελιστρίας, στα Δεκεμβριανά. Δεν ξέχασα, γιατί αυτά δεν ξεχνιούνται, τα φώτα της Σταδίου το βράδυ της Απελευθέρωσης, όπως δεν ξεχνιέται η πρώτη σοκολάτα που μου έφερε ο θείος Σπύρος μόλις αποβιβάστηκε με τον Ιερό Λόχο, αυτή που τόσο με είχε απωθήσει τότε λόγω χρώματος!
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Λάμπρου Βαζαίου Ο Οδυσσέας
στις στήλες του Ιανού, εκδόσεις Μένανδρος, Αθήνα 2020]