ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔ. ΒΕΛΤΣΙΣΤΑΣ


Ο Π. Βελτσίστας, από το Λιθοχώρι Ευρυτανίας, έδωσε το «παρών» στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, μεταφέροντας αιχμαλώτους από το μέτωπο στα μετόπισθεν
[Αποστολέας: Μάγδα Βελτσίστα].

[…] Ο πατέρας μου στο στρατό ήταν μεταφορέας αιχμαλώτων, τους παραλάμβανε από το μέτωπο και τους μετέφερε στα μετόπισθεν – δε θυμάμαι πού. Χιόνια, κίνδυνος, κακή διατροφή, εξάντληση. Κάποια μέρα, κάποια στιγμή, που ετοιμαζόταν να κατέβει με τρεις Ιταλούς αιχμαλώτους, έφθασαν στον καταυλισμό τους μερικές γυναίκες από τα Ζαγόρια. Αυτές οι ηρωικές γυναίκες που ζύμωναν ψωμί και κουλούρες, έριχναν το φορτίο στην πλάτη, σκαρφάλωναν στα βουνά και πήγαιναν «τα καλούδια» στους στρατιώτες.
Έδωσαν και στον πατέρα μου ένα καρβέλι. Ένα καρβελάκι μπομποτόψωμο, μικρό σαν κεφάλι μωρού, με λίγες σταφίδες μέσα και μια κουταλιά λάδι, μεγάλη απόλαυση για κείνες τις καταστάσεις. Και πολύ σπάνια. «Ο Παναγιώτης», είπε στη μάνα μου ο θείος Γιάννης, «έβγαλε το σουγιά του, έκοψε το καρβελάκι σε τέσσερα ίσια κομμάτια και τα μοιράσθηκε με τους τρεις Ιταλούς αιχμαλώτους. Που τον πολέμησαν και τους πολέμησε». […]
Στη συνέχεια, όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Ιταλούς, ένα παλικάρι από τη Βερόνα, ο Αιμίλιο, βρέθηκε μέσα στο κτήμα και ζήτησε άσυλο. «Άσυλο», η ιερότερη σύλληψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Αλλά ο πατέρας μου δεν το παραχώρησε λόγω αρχαιογνωσίας. Το παραχώρησε γιατί έβγαινε μέσα από την ψυχή του. Για ένα σχεδόν χρόνο έκρυβε τον Αιμίλιο. Μέχρι που ήρθε η καλή στιγμή που πήρε το ναυλωμένο πλοίο από την Πάτρα για να γυρίσει στη χώρα του. «Όταν φθάσω στο σπίτι μου, κύριο Παναγιώτη, θα σου γράψω ένα μεγάλο-μεγάλο-μεγάλο ευχαριστώ.»
Το γράμμα δεν έφθασε ποτέ. Ο Αιμίλιο πνίγηκε στα νερά της Αδριατικής. Το πλοίο το βουλιάξανε οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί ή οι Αμερικανοί, από λάθος ή από πρόθεση, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Ωστόσο, κάθε χρόνο, στο μεγάλο ψυχοσάββατο, η μνήμη του νεαρού Ιταλού ξαναρχότανε στο σπίτι μας. Η μάνα μου, όπως κι όλες οι Αιτωλικιώτισσες εκείνη την ημέρα, ετοίμαζε για να στείλει στην εκκλησία κόλλυβα και πρόσφορο, τυλιγμένο μέσα σε άσπρη φρεσκοπλυμένη πετσέτα. Μαζί, σε απλό χαρτί, κάτω από ένα σταυρό, έγραφε τα ονόματα αγαπημένων νεκρών, για να τα διαβάσει ο παπάς: «Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών».
«Και τον Αιμίλιο», της έλεγε ο πατέρας μου. «Μην ξεχάσεις να γράψεις και τον Αιμίλιο!» […]